«Λαμβάνοντας υπόψη τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που ψηφίστηκαν πρόσφατα από τη Βουλή, η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2019, με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία, είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί σε 2,9% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ» σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2018-2019.
Όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση της ΤτΕ, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει και το οικονομικό κλίμα είναι θετικό, ενώ η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας βελτιώνεται, ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων αποκλιμακώνονται.
«Παρ’ όλα αυτά, οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν σχετικά χαμηλοί και η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι χαμηλότερη της επενδυτικής κατηγορίας. Παράλληλα, η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, ενώ υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι και αβεβαιότητες που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και των γεωπολιτικών εντάσεων. Κίνδυνοι όμως πηγάζουν και από το εγχώριο περιβάλλον – η οπισθοδρόμηση των μεταρρυθμίσεων ή η ακύρωσή τους, οι δικαστικές αποφάσεις με δημοσιονομικές επιπτώσεις, καθώς και η πρόσφατη επεκτατική δέσμη δημοσιονομικών μέτρων – οι οποίοι δημιουργούν αβεβαιότητα για την επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων, αλλά και για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους και του ασφαλιστικού συστήματος» αναφέρεται στην έκθεση.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2018 διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,3% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας για τέταρτο συνεχόμενο έτος τους στόχους του προγράμματος, «όμως, όπως έχει ήδη τονίσει η Τράπεζα της Ελλάδος σε προηγούμενες εκθέσεις της, οι υψηλοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα και η παρατηρούμενη συστηματική υπέρβασή τους, με έμφαση στην αύξηση των φόρων και την περικοπή των δημόσιων επενδύσεων, επιβραδύνει την ανάκαμψη και ασκεί αρνητική επίδραση στο μακροχρόνιο δυνητικό προϊόν της οικονομίας».
Πώς θα κινηθεί η ανάκαμψη
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,9% το 2019, 2,1% το 2020 και 2,2% το 2021. Η άνοδος του ΑΕΠ θα στηριχθεί κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επιχειρηματικές επενδύσεις και στις εξαγωγές.
Οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται με θετικούς αλλά επιβραδυνόμενους ρυθμούς, καθώς η επίδραση της βελτιωμένης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αντισταθμίζεται εν μέρει από την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να σημειώσουν άνοδο, η οποία θα είναι οριακά χαμηλότερη από εκείνη των εξαγωγών, με αποτέλεσμα οι καθαρές εξαγωγές να έχουν οριακά θετική συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ.
Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,9% το 2018, έναντι 1,5% το 2017. Η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται το α’ τρίμηνο του 2019, αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό, καθώς το ΑΕΠ, εποχικά διορθωμένο και σε σταθερές τιμές, αυξήθηκε κατά 1,3% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. «Θετικά συνέβαλαν οι εξαγωγές υπηρεσιών, οι επενδύσεις και η ιδιωτική κατανάλωση. Αρνητική συμβολή είχαν οι εισαγωγές, οι εξαγωγές αγαθών και η δημόσια κατανάλωση. Σύμφωνα με τους διαθέσιμους δείκτες προσδοκιών και βραχυχρόνιας οικονομικής δραστηριότητας, η πορεία της ανάκαμψης συνεχίζεται και το β’ τρίμηνο του έτους. Ωστόσο, η εξαγωγική δραστηριότητα αναμένεται να επηρεαστεί από την άνοδο της αβεβαιότητας και την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, ως αποτέλεσμα του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού».
Οι κίνδυνοι
Όσον αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, σύμφωνα με την ΤτΕ, κίνδυνοι μπορούν να προκύψουν από μία μεγαλύτερη του αναμενομένου επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας εξαιτίας του εμπορικού προστατευτισμού, από μία πιθανή απότομη διόρθωση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, που θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος και να περιορίσει τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης, από το ενδεχόμενο ενός μη συντεταγμένου Brexit και άλλες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, «καθυστερήσεις στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων ή και ακύρωσή τους θα επιδράσουν αρνητικά στο επενδυτικό κλίμα και την οικονομική δραστηριότητα. Υπάρχουν επίσης σημαντικοί κίνδυνοι στο δημοσιονομικό τομέα λόγω των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, η δημοσιονομική επίπτωση των πρόσφατων επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων ξεπερνά το 1,0% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη. Συνεπώς, η υιοθέτηση των επεκτατικών μέτρων δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους για την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επαναξιολογήσει την επίδραση των μέτρων το φθινόπωρο του 2019. Σύμφωνα με την ΤτΕ, επιπλέον δημοσιονομικοί κίνδυνοι για το 2020 και το 2021 συνδέονται με την κατάργηση της νομοθετημένης μείωσης του αφορολόγητου ορίου στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και των αντισταθμιστικών του μέτρων.
Άνοδος των καταθέσεων
Η ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα συνέχισε να βελτιώνεται το 2018 και τους πρώτους μήνες του 2019: Ειδικότερα, συνεχίστηκε η άνοδος των καταθέσεων, περιορίστηκε σημαντικά και τελικά μηδενίστηκε η προσφυγή των τραπεζών στο μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) από την κεντρική τράπεζα και βελτιώθηκε η πρόσβαση των τραπεζικών ιδρυμάτων στη διατραπεζική αγορά. «Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της εμπιστοσύνης, συνέβαλαν στην περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα, με πιο πρόσφατη την πλήρη απελευθέρωση της ανάληψης μετρητών από τον Οκτώβριο του 2018» σημειώνεται σχετικά.
Πρόοδος με «αστερίσκους» στα «κόκκινα» δάνεια
Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι τράπεζες σημείωσαν πρόοδο ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων («κόκκινων») δανείων (ΜΕΔ): Ειδικότερα, στο τέλος Μαρτίου 2019 τα ΜΕΔ ανήλθαν σε 80 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 1,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 27,2 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ το α’ τρίμηνο του 2019 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 0,9 δισεκ. ευρώ και πωλήσεις ύψους 0,8 δισεκ. ευρώ, ενώ σημαντικού ύψους πωλήσεις ΜΕΔ έχουν ήδη δρομολογηθεί για να υλοποιηθούν εντός του έτους.
Παρόλα αυτά, τονίζεται πως «ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, παρά τη βελτίωση του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες. Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη ρύθμιση. Μάλιστα, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Αυτό δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά ως προς την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των προσφερόμενων ρυθμίσεων».
Στόχος είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021. «Συνολικά, έχει συντελεστεί πρόοδος ως προς τη μείωση του ποσοστού των ΜΕΔ, ωστόσο οι ρυθμοί μείωσης δεν αρκούν ώστε να επιτευχθεί σύντομα σύγκλιση του δείκτη ΜΕΔ προς τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, που στο τέλος του 2018 διαμορφώθηκε σε 3,2%» υπογραμμίζεται σχετικά.
Οι σημαντικότερες προκλήσεις
Οι σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την ΤτΕ, περιλαμβάνουν το πολύ υψηλό απόθεμα «κόκκινων» δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών, το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος που «δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα της χώρας να το εξυπηρετήσει σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα», τον αρνητικό αντίκτυπο στον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης από τη διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για παρατεταμένη περίοδο, την υψηλή μακροχρόνια ανεργία, τη δημογραφική κρίση, την υψηλή εισοδηματική ανισότητα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που εξακολουθεί να είναι αρνητικό, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, το μεγάλο επενδυτικό κενό, το μη φιλικό (λόγω υψηλών φορολογικών συντελεστών, γραφειοκρατίας, πολυνομίας, καθυστέρησης στην απονομή δικαιοσύνης κ.α.) προς τις επενδύσεις, και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.