Ο νέος νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας ψηφίστηκε από τη βουλή των Ελλήνων με σημαντική (φευ!) πλειοψηφία. Ποια, όμως, ήταν η πραγματική αναγκαιότητα για να υπογραφεί η ληξιαρχική πράξη θανάτου του «Ν. Κατσέλη»; Ήταν, αλήθεια, ο νόμος αυτός «καταφύγιο στρατηγικών κακοπληρωτών»; Δημιουργούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα για τις τράπεζες ώστε – δίχως την κατάργησή του – αυτές να κινδυνεύουν ξανά με χρεοκοπία (και ανακεφαλαιοποίηση με χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου); Πολλά γράφηκαν, ελάχιστα τεκμηριώθηκαν. Ψηφίστηκε εσπευσμένα ένας νόμος, ο οποίος παρουσιάστηκε μάλιστα ως αποτέλεσμα «σκληρής διαπραγμάτευσης» με τους «κακούς φραγκολεβαντίνους πιστωτές» μας. Αυτές οι γνωστές «διαπραγματεύσεις» του κυβερνητικού επιτελείου που πάντοτε καταλήγουν σε τραγωδία…
Ο παλαιός νόμος στην ουσία δεν χάριζε τίποτα σε κανέναν. Πολίτες που είχαν χαμηλό εισόδημα (912€/μήνα) και κρίνονταν «συνεργάσιμοι δανειολήπτες» είχαν τη δυνατότητα να αποφύγουν τον πλειστηριασμό πληρώνοντας στο ακέραιο την εμπορική αξία της πρώτης κατοικίας τους. Η τυχόν υπόλοιπη περιουσία τους θα εκπλειστηριάζονταν και στο τέλος θα διαγράφονταν και τα χρέη τους. Ουδείς πιστωτής θα έχανε κάτι για τον απλούστατο λόγο ότι δεν θα υπήρχε πια περιουσία να ικανοποιηθεί ούτως ή άλλως.. Η λογική του νόμου ήταν να αποφύγουμε «ξεσπιτώματα» όπως είδαμε στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, να συγκρατηθούν οι τιμές των ακινήτων και να μη χάσουν οι τράπεζες. Πράγματι, οι τελευταίες δεν έχαναν αφού λάμβαναν σε δόσεις μεν αλλά σε όρους καθαρής παρούσας αξίας όσα θα ελάμβαναν σε περίπτωση πλειστηριασμού.
Το αφήγημα των «στρατηγικών κακοπληρωτών» αποδείχθηκε ένα παραμύθι χωρίς δράκο. Κανένα στατιστικό στοιχείο δεν εισφέρθηκε κανένα περιστατικό δεν δημοσιεύτηκε. Άλλωστε εάν πράγματι κάποιος απόλαυσε λάθρα δικαστικής προστασίας ενώ δεν την δικαιούνταν οι τράπεζας είχαν (και έχουν) το δικαίωμα να ζητήσουν τη μεταρρύθμιση ή ανάκληση της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση με τα έγκριτα νομικά επιτελεία που διαθέτουν καθίσταται σχεδόν απίθανο να διαφύγει της προσοχής τους περίπτωση «στρατηγικού κακοπληρωτή» ακόμη και εάν το Δικαστήριο σφάλει.
Ποια, λοιπόν, η αναγκαιότητα του νέου νόμου; Προφανώς για να περιοριστεί ο αριθμός των συνανθρώπων μας που έχουν δικαίωμα προστασίας της πρώτης κατοικίας. Οι «7 κόφτες» του νέου νόμου στην ουσία επιτρέπουν ελάχιστους να ζητήσουν προστασία, ενώ σε κάθε περίπτωση επιτρέπουν στην τράπεζα να αρνηθεί αναιτιολόγητα – στο στάδιο της συναινετικής προσπάθειας ρύθμισης της οφειλής – οποιαδήποτε ρύθμιση. Και όλα αυτά για να μπορέσουν τα κόκκινα δάνεια να μεταβιβαστούν «ελεύθερα βαρών» στα ποικίλα funds τους προσεχείς μήνες.
Σε ποια πολιτική λογική υπακούει αυτή η λογική; Σε καμία. Η ίδια η αιτιολογική έκθεση του νόμου δεν κρύβει ποιος ήταν ο πραγματικός συντάκτης αυτού. Προφανώς όχι τα στελέχη ενός υπουργείου ή κάποια νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Ο συντάκτης μάλλον στον τραπεζικό χώρο πρέπει να αναζητηθεί. Ειδάλλως δεν εξηγείται η φράση που – προφανώς από παράλειψη – έμεινε στο κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης και μιλάει για την ανάγκη «άσκησης πολιτικής πίεσης στην εκάστοτε κυβέρνηση προκειμένου να αποφεύγονται οι καθυστερήσεις στην καταβολή της κρατικής συνεισφοράς στις τράπεζες» επί ποινή την έκπτωση της ρύθμισης του οφειλέτη!
Εύλογα, λοιπόν, το περιλάλητο σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» μετατράπηκε στο «κανένας νόμος δίχως τραπεζίτη».