Επεξήγηση απαραίτητη … Αναφέρομαι στις καντίνες και όχι σε κάθε είδους μπητσόμπαρα, που ως τουριστικοί αποικιοκράτες σκύλεψαν κάθε ίχνος άμμου και άπλας, την τελευταία 25ετία.
Οι καντίνες του καλοκαιριού είναι αυτές οι καλοσυνάτες, καλόγουστες ή αγαπημένα…κακόγουστες πινελιές, στις παραλίες των «αθώων» χρόνων του ελληνικού καλοκαιριού. Συχνά, ενσωματωμένες στο φυσικό τοπίο, προέκταση των υλικών της φύσης, με καλαμιές, λυγαριές και την άμμο φυσικό δάπεδο.
Η …αρχιτεκτονική τους ποικίλει με την πάροδο των χρόνων. Από σανιδένια σπιτάκια και καλαμοκαλύβες, μέχρι διασκευασμένα βανάκια και ειδικά εξοπλισμένες καμπίνες για τους εξειδικευμένους του είδους. Τα …τραπεζοκαθίσματα ποικίλουν κι αυτά. Από την κλασικές πλαστικές καρέκλες μέχρι αυτές τις αναπαυτικές του σκηνοθέτη. Και τον καφέ σου τον απιθώνεις, είτε σε ταπεινά τραπεζάκια, είτε σε κυλίνδρους για καλώδια της Δ.Ε.Η που προσφέρουν ένα μεταβιομηχανικό σκηνικό, πάντως καθόλου προσβλητικό προς το περιβάλλον.
Αρχικά, στήθηκαν από κάποιον χωρικό που είχε ιδιοκτησία στο διπλανό χωράφι και κάτω από ένα πρόχειρο υπόστεγο πουλούσε κάνα νερό, καφέ και αναψυκτικό για τους λουόμενους. Σταδιακά, μεταβλήθηκε σε πρόσθετο εισόδημα κάθε είδους επαγγελματία της επαρχίας ή μετέπειτα σε αυτάρκες εισόδημα για το υπόλοιπον έτος. Η «πρόοδος», τα επόμενα χρόνια θα φέρει την αναβάθμιση και την εισαγόμενη χάι τεκ ξιπασιά, που θα μαγαρίσει κάθε είδους, αυθεντικότητα – έστω και στρεβλή.
Οι παραδοσιακές καντίνες του καλοκαιριού, προσφέρουν την καλύτερη σκιά που συναντώ. Είτε γιατί τοποθετήθηκαν σε μέρη που βοσκοί και ξωμάχοι, αξιοπρόσεκτα διάλεγαν για την μεσημεριανή τους ξεκούραση, είτε επειδή και ο ίδιος ο καντινιέρης την έστηνε με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναζητά τα λίγα λεπτά δροσιάς έξω από τον λίβα της καντίνας, ως «παραθεριστής» κι αυτός, στα λίγα διαλείμματα της δουλειάς του.
Γιατί οι καντίνες είναι για παραθεριστές και όχι για τουρίστες. Που κι αυτοί οι τελευταίοι, έτσι θέλουν να νομίζουν ότι είναι κάτω από τις αδέξιες, αλλά παχιές σκιές τους. Ο παραθεριστής, σιωπά, στοχάζεται και αναστοχάζεται, κοιτώντας την παραλία, αγναντεύοντας το παρελθόν και το μέλλον του, ζώντας το παρόν του νωχελικού ελληνικού καλοκαιριού. Και δεν βιάζεται… Ο τουρίστας γκρινιάζει, παραπονιέται και βιάζεται να προλάβει (άραγε τι;), …βιάζοντας βάναυσα την μυσταγωγία της ελληνικής καλοκαιρινής ιδιοπροσωπείας, ζητώντας από την καντίνα υπηρεσίες ολ-ινκλούσιβ και σεφ-καντινιέρη.
Υ.Γ: οι φωτογραφίες απαθανατίστηκαν εξ ολοκλήρου στην Κεφαλονιά