Αν ο Ποσειδώνας, αυτός ο ξεχασμένος παλιός Θεός, είχε θηλυκή φύση στα σίγουρα θα είχε τη μορφή της!
Η Φωτεινή Πρωτόπαππα έχει ορεσίβια καταγωγή, κατεβαίνει από τα ψηλά, την Όλυμπο της Καρπάθου, το παραδοσιακό χωριό ταυτότητα ολάκερου του Αιγαίου, όμως η θάλασσα ήταν η μοίρα της. Εκείνη τη διάλεξε κι Φωτεινή δε έκαμε πίσω, προχώρησε θαρρετά πάνω στο πέλαγος, σφάλισε την αρμύρα στα χέρια της, πρώτα την πάλεψε κι ύστερα δέθηκε κι έγινε κομμάτι της ζωής της.
Στη στεριά σπάνια τη συναντάς, ίσως για να δέσει έναν κάβο, να ποζέψει σε μια σκιά ή για να εξηγήσει στους επισκέπτες της Καρπάθου εκείνα που προσφέρει το καραβάκι της.
Μιλά καθαρά, μετρημένα, όσο περιγράφει το δρομολόγιο της, μας εξηγεί τις θαλασσινές αποδράσεις που προσφέρει για περισσότερα από 30 χρόνια!
Μυρίζεις τη θάλασσα στο χνώτο της, σα να βλέπεις το νερό να κυλά και να φιλά το πρόσωπο της. Μα είναι ιδρώτας, κάματος του μεροκάματου, εκείνη η γλυκιά, άγνωστη στους αμύητους, μαγεία του Αιγαίου, που μεταμορφώνει το σκληρά ψημένο πρόσωπο της σε μια ελεγεία, μια ντόπια αυτοσχέδια μαντινάδα, από κείνες τις ταιριαστές που κάνουν ρίμα με το γαλάζιο και ακουμπούν στην άκρη του ορίζοντα.
Είναι ο θηλυκός ναυτικός, αφήνει πίσω αρσενικές νόρμες και τους αυστηρούς κανόνες που θέλουν τ' αγόρια να ταυτίζονται με το σκληρό επάγγελμα! Κάπως σα μια φανταστική θαλασσινή ελιά, σαν ένα μοναδικό ευλογημένο δέντρο, με βαθιές ρίζες απλωμένες μέσα στο βυθό ολάκερου του Αιγαίου.
Η Φωτεινή Πρωτόππαπα γεννήθηκε το Οκτώβρη του 1965 στη Ρόδο, τέταρτο παιδί μιας φαμίλιας εργατών, από το χωριό Όλυμπος στα Βόρεια της Καρπάθου.
Ο πατέρας της, Γιώργος Παυλάκης, ήταν χτίστης κι μάνα της αγρότισσα.
Τη δεκαετία του 1960 στο χωριό της δεν υπήρχε οδικό δίκτυο για να συνδέεται με την υπόλοιπη Κάρπαθο, για το φως υπήρχαν λάμπες πετρελαίου και ούτε λόγος για τηλέφωνο!
Σ΄ όλο το νησί ο ρόλος της γυναίκας ήταν προκαθορισμένος και διπλός, ακόμη και τριπλός! Πέρα από το ρόλο της μάνας, η γυναίκα ανέθρεφε μονάχη τα παιδιά, φρόντιζε το σπίτι και πάλευε τα στρυφνά δύσβατα χωράφια, επίσης έκανε και το κουμάντο, δηλαδή τη διαχείριση στα οικονομικά, αφού τις περισσότερες φορές ο σύζυγος έλειπε για χρόνια, δούλευε στα ξένα.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον γεννιέται η Φωτεινή, που δεν είναι «κανακαρά», δηλαδή δεν είναι μια προνομιακή πρωτότοκη κόρη. Στην Κάρπαθο η πρώτη κόρη έπαιρνε την περιουσία της μητέρας, όπως και ο πρωτογιός του πατέρα, για τα επόμενα παιδιά έμεναν μόνο οι περιουσίες που έφταναν στην οικογένεια από τυχόν κληρονομιές, διαφορετικά ξέμεναν άκληρα με αποτέλεσμα να χάνεται η αξία τους και σε πολλές περιπτώσεις να γίνονται υπηρέτριες της μεγαλύτερης αδελφής.
Η Φωτεινή πέρασε τα παιδικά χρόνια στη Ρόδο, δεν έμαθε πολλά γράμματα, σταμάτησε το σχολειό στην πρώτη γυμνασίου κι αν κάτι θυμάται με νοσταλγία είναι ο αθλητισμός, οι αγώνες μεσαίων αποστάσεων που έφτασε να γίνει πρωταθλήτρια Δωδεκανήσου, όμως τα εφηβικά της ταλέντα δεν βρήκαν διέξοδο στη ζωή της.
Η οικογένεια της επέστρεψε στην Όλυμπο και όταν εκείνη πάτησε τα 17 της χρόνια, βρήκαν το γαμπρό! Εκείνα τα χρόνια το προξενιό ήταν μονόδρομος. Τη μια μέρα γνώρισε τον Βασίλη Πρωτόπαππα και την άλλη τον παντρεύτηκε.
Ο άντρας είχε καταγωγή από το επίνειο του χωριού της, ήταν από το Διαφάνι, μα αυτό είναι το βασανιστικό προνόμιο των μικρών τόπων, γνωρίζεις τη σκούφια της φαμίλιας και σπάνια λαθεύεις για το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά των παιδιών και των επόμενων γενιών.
Ο Βασίλης ήταν 19 χρόνια μεγαλύτερος από τη Φωτεινή, ήταν ναυτικός, ένας καλός άνθρωπος, από τους αγωνιστές της ζωής και μαζί έχτισαν μια στέρεη φαμίλια που είχε τη βάση της μέσα στη θάλασσα. Ο γαμπρός είχε ένα 17μετρο καΐκι, που χρησιμοποιούσε για μεταφορές από την αποκλεισμένη Βόρεια Κάρπαθο. Λίγο μετά το γάμο μετέτρεψε το σκάφος τους σε τουριστικό και το ζευγάρι ξεκίνησε να δουλεύει και να μεταφέρει κόσμο από την πρωτεύουσα Πηγάδια στον ακόμη σχεδόν άγνωστο Βορρά και προς τις παρθένες περιοχές που δεν υπήρχε οδική πρόσβαση, επίσης οργάνωναν μονοήμερα ταξίδια προς το Διαφάνι και μετέφεραν με λεωφορεία τους ταξιδιώτες στο παραδοσιακό χωριό Όλυμπος.
Το ζευγάρι, Βασίλης και Φωτεινή, παντρεύτηκαν το 1983, μόλις δυο χρόνια αργότερα, εκείνη ακόμη μωρομάνα, ναυτολογήθηκε σε κείνο το σκάφος τους.
Μια λεπτομέρεια που καθόρισε ολάκερη τη ζωή του Βασίλη, ένα όνομα διάλεγε για τα πλοία και για τα θηλυκά παιδιά του. Χριστιανός, από κείνους που νιώθουν την πίστη μέσα σ' ολάκερο το είναι του, βάφτιζε τα θηλυκά παιδιά και όλα του τα σκάφη με ένα όνομα της Παναγίας, το 'λεγε ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ! Είναι αλήθεια ότι στον μύθο της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου μπλέκεται και ένας άγνωστος ναυτικός, για την ακρίβεια ένας πλοιοκτήτης, που μετέφερε από την Πάτμο 3 ιερά μήλα, καρπούς του Παραδείσου! Άραγε να είναι ετούτη η αιτία που ο Βασίλης Πρωτόπαππας έδωσε τη ζωή του με αυτό το όνομα; Ποτέ δε θα το μάθουμε.
Στο πρώτο καραβάκι η Φωτεινή ήταν ο ναύτης, εκεί ξεκίνησε να μαθαίνει τα μυστικά της θάλασσας, να διαβάζει τα σημάδια των καιρών και να ακούει το πλοίο!
Το 1985 ναυτολογήθηκε και επίσημα χειριστής μηχανής. Ναι, ακόμη και σήμερα το μυστικό είναι οι μυστικές λέξεις που αφήνει η μηχανή, τα λόγια που ξεφεύγουν από τα σίδερα, η ανάσα-φωνή του ξύλου. Είναι η λεπτομέρειες που παλεύει να μην της ξεφύγουν, γιατί έτσι προλαβαίνει και λύνει τα προβλήματα πριν ακόμη αυτά να γεννηθούν.
«Είμασταν λίγους μήνες παντρεμένοι και σε ένα δρομολόγιο για την Κάσο είχε άσχημο καιρό και κάποιος επιβάτης πρόσεξε ότι δεν φαινόμουν καλά. Ρώτησε τον άντρα μου μήπως ήμουν έγκυος. Εκείνος με φώναξε απότομα στη γέφυρα, τρόμαξα, νόμισα ότι είχα κάμει κάποιο λάθος. Ήμουν έγκυος στο πρώτο παιδί μας κι όλα τα ταξίδια τα έβγαλα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μέσα στο σκάφος»!
Πέρασαν πολλά χρόνια, η Φωτεινή γέννησε τέσσερα παιδιά, τρια κορίτσια και τελευταίος ήρθε ο γιος, στο μεταξύ από το ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ 1 το 1985 πέρασαν στο δεύτερο, ένα σκάφος 22μέτρων.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1995, ο Βασίλης Πρωτόπαππας ξαναπήγε σε ένα τούρκικο καρνάγιο και έχτισε το ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ 3, το έφερε γυμνό από την Τουρκία και στο νησί, την Κάρπαθο, έπεσαν ντόπιοι καραβομαραγκοί, έβαλαν τη μαεστρία και τη τέχνη τους και έφτιαξαν το εσωτερικό του. Αυτό είναι το σημερινό πλοίο της!
Τα σκάφη ήταν το σπίτι, η εστία της φαμίλιας, με την ουσία της αρχαίας Ελλάδας. Από τις αρχές της Άνοιξης μέχρι να φανεί ο χειμώνας η οικογένεια Πρωτόπαππα ζούσε μέσα στο ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ, εκεί πάλευαν σκληρά για το μεροκάματο, μεγάλωναν κι έκαναν όνειρα για τα παιδιά τους κι ήταν η αρμύρα κι ο μπονέντης, που τους χάϊδευαν γλυκά τις νυχτιές τους.
O Βασίλης ήταν ο καπετάνιος, η επόμενη θέση που έμενε κενή ήταν του μηχανικού, αυτό το δρόμο τράβηξε η Φωτεινή, όχι ότι δεν πάλευε όλο το σκάφος, είχε την καθαριότητα, το μπαρ και τη φροντίδα των επιβατών, κάποιες στιγμές γινόταν ναύτης κι άλλες έπιανε το τιμόνι ή γινόταν ξεναγός.
Όλα περνούσαν από τα χέρια της συζύγου, της μάνας, που ήταν προορισμένη ολημερίς να σφίγγει με τα χέρια της τη θάλασσα.
Όμως ο Χάρος δεν γνωρίζει από καλοκαίρια, δε μετρά χρέη, ούτε λογαριάζει τις ανθρώπινες δουλειές, έτσι το καλοκαίρι του 2002 έδωσε ραντεβού με τον άντρα της Φωτεινής. Ήταν τέλος Αυγούστου πάνω στις αδιάκοπες θαλασσινές διαδρομές όταν τον τράβηξε απότομα και βίαια κοντά του, οι γιατροί είπαν ανακοπή, καρδιακό βαρύ επεισόδιο, μα τι νόημα έχουν τα λόγια όταν δεν φέρνουν πίσω τον άνθρωπο σου;
Η Φωτεινή ντύθηκε στα μαύρα, με τέσσερα παιδιά, έπρεπε να διαλέξει. Ή θα τραβούσε το δύσκολο μα γνώριμο πια δρόμο της θάλασσας και θα χρεωνόταν ως πλοιοκτήτρια κάθε ευθύνη του σκάφους, αλλά και για τα δυο τουριστικά λεωφορεία που στο μεταξύ είχαν αγοράσει για να μεταφέρουν τους τουρίστες ή θα τα πουλούσε όλα και θα ξαναγυρνούσε στη στεριά.
Η θαλασσινή μοίρα δεν γνωρίζει πισωγυρίσματα! Όλα τα χρεώθηκε πάνω της, το καραβάκι, τα λεωφορεία, την ευθύνη της μεταφοράς των ταξιδιωτών, μα ας μη ξεχνάμε και το μεγάλωμα των παιδιών, οι σπουδές τους και η αγωνία να γίνουν σωστοί άνθρωποι, να ανοίξουν τα φτερά τους μέσα στην κοινωνία.
Η Φωτεινή σήμερα εξακολουθεί να έχει σπίτι το ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ, εκεί είναι το πλυντήριο ρούχων, το ψυγείο, η κουζίνα, το κρεβάτι μα κι όλες τις αναμνήσεις, που εξακολουθούσαν να φορτώνουν τα καπλανισμένα ξύλα του πλοίου.
Ξυπνά με το σκάσιμο του ήλιου, ακόμη κι ο ελληνικός καφές έχει την άλικη μυρωδιά της θάλασσας και πίνεται με φούρια, έπειτα η Α' μηχανικός και ιδιοκτήτρια του σκάφους περιμένει το πενταμελές πλήρωμα, τον καπετάνιο, τον Β' μηχανικό, το λοστρόμο και έναν ναύτη, λίγο αργότερα στέκει στη σκάλα, μετρά και καταγράφει τους επιβάτες.
Στις 08.30 με την εποπτεία, μετά από τον έλεγχο της, το σκάφος λύνει κάβους, σηκώνει άγκυρες και αναχωρεί από τα Πηγάδια για μια ακόμη ημερήσια εκδρομή. Θα τραβήξουν για το Διαφάνι κι εκείνη αφού κατεβάσει τη σκάλα θα βγει πρώτη, βοηθά τους ταξιδιώτες όμως δεν σταματά. Σκουπίζει τον ιδρώτα της και τότε ξεκινά ένας διαφορετικός στεριανός ρόλος.
Θα ανέβει στο 33μετρο τουριστικό λεωφορείο κι αφού οι ταξιδιώτες του ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ πάρουν τις θέσεις τους, θα βάλει μπροστά τη μηχανή, θα πιάσει το τιμόνι και μέσα στην ανηφοριά και τον δύσκολο στενό δρόμο θα τραβήξει για την Όλυμπο!
Το απόγεμα, με τον ήλιο κουρασμένο κι αυτόν από το παιγνίδι με τη θάλασσα να ετοιμάζεται να βασιλέψει, το σκάφος θα επιστρέψει στο λιμάνι, αν σταθείς και κρυφακούσεις τους πολύγλωσσους ταξιδιώτες θα νιώσεις τις εμπειρίες που μπαινοβγαίνουν από τα πνεμόνια τους, γίνονται λόγος, μέχρι που ξεβγαίνουν τρυφερές αναμνήσεις, ξεχωρίζεις τα θαλασσινά αυλάκια πάνω και γύρω από τα μάτια τους.
Η Φωτεινή ασφαλίζει το σκάφος, φροντίζει για την καθαριότητα, μετρά τα εισιτήρια, τα καύσιμα και υπολογίζει την παραμικρή λεπτομέρεια της μέρας που φεύγει. Πρέπει να έχεις μεταξωτά χέρια για να κρατήσεις μια επιχείρηση, έλεγαν οι παλιοί και κούναγαν με νόημα το κεφάλι. Στις μέρες μας είναι κάτι παραπάνω από άθλος να έχει ένα τουριστικό σκάφος, σκέψου να το κουμαντάρεις με τέτοια ναυτοσύνη!
Η Φωτεινή Πρωτόπαππα είναι μια θαλασσινή γυναίκα-σύμβολο, έτσι δίχως περίτεχνες φιοριτούρες, δίχως πολλά λόγια, όπως άλλωστε ταιριάζει στη Δωρική καταγωγή της, ταυτίζεται με τη θάλασσα και μέσα σε αυτήν απογειώνει τη φύση της. Μέσα από μικρούς, κάποιες φορές άγριους καθημερινούς αγώνες, ακούει, αισθάνεται κάθε λεπτομέρεια από το πλοίο, μιλά με τη θάλασσα, διαβάζει τους ανέμους, μελετά τα σύννεφα, εκείνα που ακόμη δεν εφάνησαν.
Όλη η αγωνία, η προσπάθεια της Φωτεινής για την επιβίωση μέσα στη θάλασσα, ανάμεσα σε νησιά, βράχους κι ανθρώπινες αδυναμίες, αναγνωρίστηκε και βραβεύτηκε από την ένωση σοροπριμιστριών Ελλάδος το 2003 σε μια όμορφη γιορτή στην Αθήνα.
Στο δικό της πρόσωπο τιμήθηκαν εκείνες οι άγνωστες, οι ανώνυμες γυναίκες του Αιγαίου, που σήκωσαν τα βάσανα της εποχής και κατάφεραν να διαγράψουν τα περίφημα θαλασσινά ανδρικά προνόμια αιώνων. Μα δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη κι θάλασσα είναι ένα θηλυκό! Λίγα λόγια, για την ακρίβεια φτάνουν δυο κουβέντες, για να φωτίσουν την αλήθεια ολάκερης της ζωής της:
«Η θάλασσα και το σκάφος, να αυτά είναι η ζωή μου».