‘’Έχω κάτι σπασμένα φτερά. Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό. Για ποιάν ανέλπιστη χαρά, για ποιές αγάπες, για ποιό ταξίδι ονειρευτό.’’
Ο Κώστας Καρυωτάκης το 1928.
Ο Κώστας Καρυωτάκης το 1928.
commons wikimedia

Τα ρόδα, θα κινήσουν απ` τους φράχτες,

και θα `ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι″

″ Ύπνος″ από τα ″Νηπενθή″

Λευκάδα η μέρα. Ασπροβολούσε στους Τσουκαλάδες καθώς αίσθημα καύσου ανέκοψε την πορεία τους προς την πόλη. Ήταν απομεσήμερο του Αυγούστου όταν αναζήτησαν καταφύγιο δρόσου, με την προσδοκία, ίσαμε το βασίλεμα η θαλάσσια αύρα να μεριμνήσει αναζωογονητικά.

Στην πρώτη στροφή ξεπρόβαλε Κήπος, Ουράνιος: Ρόδον ″. Το Αμάραντον.

Με το ″Χαμόγελο″ ήρθε στο νου και στα χείλη ‘’ Ο Πόνος του Ανθρώπου ‘’, ανέλπιστο εύρημα του τόπου και του λόγου.

″Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι

απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.

Δε βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη

στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.

Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη

κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει

στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει

το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ` Απρίλη.″

Δροσοπηγή οι στίχοι του Ποιητή. Στάθηκαν για να ξεδιψάσουν. Ο Γιώργος τους καλωσόρισε με ευγένεια ψυχής στα ενδότερα του Ρόδου, εκεί όπου η μεστή και ταπεινή τέχνη- οι μαυρόασπρες φωτογραφίες και τα επιτοίχια σπαράγματα λόγου- έστηναν το σκηνικό για την αντιπαράθεση με το πνεύμα της εποχής.

Ο χώρος απέπνεε άρωμα ποίησης και μπύρας. Στάθηκαν να διαβάσουν τα δίστιχα και τις φωτογραφίες. Με τη στάση στο τραπέζι προτίμησης απίθωσαν και τα ψάθινα καπέλα. Στη γωνία. Κάτω από μια εκρηκτική θεματική: Ο Τσε Γκεβάρα, Ελασίτισσες αντάρτισσες,Εξόριστοι στα Γιούρα και ο πολύπαθος σφαιροβόλος βαλκανιονίκης Ηλίας Βεργίνης(1908-1973). Ανάμεσά τους, ξεχώριζε στο μεγάλο κάδρο με τη σκούρα καφέ κορνίζα , άνδρας, που με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού κρατούσε στο πλάι ψάθινο καπέλο.

'' Η Ιστορία στη Γωνία. Θεωρία και Πράξη. Λόγος και Αντίσταση. Ζωή και Θάνατος. Οι Σφαιροβόλοι της Ιστορίας: Τσε Γκεβάρα- Καρυωτάκης-ΕΛΑΣίτισσες- Εξόριστοι στα Γιούρα-Ηλίας Βεργίνης.''
'' Η Ιστορία στη Γωνία. Θεωρία και Πράξη. Λόγος και Αντίσταση. Ζωή και Θάνατος. Οι Σφαιροβόλοι της Ιστορίας: Τσε Γκεβάρα- Καρυωτάκης-ΕΛΑΣίτισσες- Εξόριστοι στα Γιούρα-Ηλίας Βεργίνης.''
Huffpost GR

Ήταν καλοντυμένος και καθισμένος στην εξοχή μέσα στ` αγκάθια. Δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού ακουμπούσαν ανεπαίσθητα το πρόσωπο, με συγκρατημένη την έκφραση, λοξά στραμμένη στο φακό. Αφιλτράριστος. Απόμακρος. Ένα πλάνο δύο τοπία, κοντά και μακριά.

Χρόνος και τόπος απροσδιόριστος, ζωγραφιά μάλλον του Φαντασιακού εντός του οποίου θα χανόταν το ψάθινο καπέλο του Πραγματικού και του Συμβολικού. Η φωτογραφία εποχής, με τους κυματισμούς της υγρασίας, δεν άργησε να τραβήξει τα βλέμματα των επισκεπτών. Ποιος είναι ρώτησαν, για τον άνδρα της φωτογραφίας που έμελλε να γίνει ο ″πρωταγωνιστής″ εκείνου του αυγουστιάτικου απογεύματος.

 Άγνωστος από τις φωτογραφίες του. - Όσο τις κοιτάζουμε, τόσο περισσότερο η μορφή αυτή εσωστρέφεται, αρνείται να μας δει, αρνείται να τη δούμε, αρνείται ν` αφήσει το αποτύπωμά της στον κόσμο και τον χρόνο. '' (Βύρων Λεοντάρης, ''Θέσεις για τον Καρυωτάκη'', Σημειώσεις. 1973 )
Άγνωστος από τις φωτογραφίες του. - Όσο τις κοιτάζουμε, τόσο περισσότερο η μορφή αυτή εσωστρέφεται, αρνείται να μας δει, αρνείται να τη δούμε, αρνείται ν` αφήσει το αποτύπωμά της στον κόσμο και τον χρόνο. '' (Βύρων Λεοντάρης, ''Θέσεις για τον Καρυωτάκη'', Σημειώσεις. 1973 )
Huffpost GR

Από την απέναντι παρέα, που κρυφοκοιτούσε πίνοντας μπύρες, πήραν την απάντηση με ένα ζεστό χαμόγελο: Ο Κώστας Καρυωτάκης. Ο θαυμασμός και η αποδοχή για τον αποσυνάγωγο της γενιάς του `20 χρωμάτισε τη φωνή τους. Οι ξένοι του απομεσήμερου σάστισαν. Η συνάντηση με τον Ποιητή ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Το απρόβλεπτον. Χαρά αιφνίδια στον Ουράνιο Κήπο. Ανταπέδωσαν το χαμόγελο και παρήγγειλαν ερυθρό ξηρό, το χρώμα της γεύσης και του ρόδου.

Η κοπέλα από την παρέα με τις μπύρες ακούστηκε απαγγέλουσα:

‘’Θε να θυμηθείς μ` ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια’’.

Καρυωτάκης, πετάχτηκε με σπουδή ένας από τους νεοφερμένους. Αυτό είναι Καρυωτάκης. Απενθής. Το σμίξιμο των εραστών της ποίησης στάθηκε αναπόφευκτο και για να θυμηθούν τα φίλα και τα ενάντια έγιναν ομοτράπεζοι. Με τα μάτια συμφώνησαν και με τις μπύρες στο χέρι, οι Λευκάδιοι βρέθηκαν κοντά στους ξένους και τον ποιητή. Το συμπόσιο άρχισε. Το κρασί και η μπύρα δε στάθηκαν εμπόδιο στο διάλογο. Αντίθετα, με την διαλεκτική του οίνου και του πνεύματος δρόσιζαν σάρκα και νου καθώς η γλώσσα λυνόταν ευκολότερα για ‘’τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων ’’(1919).

Ο Καρυωτάκης, μάρτυρας των παθών μιας γενιάς, γράφει για τη ζωή δίχως συμβάσεις. Μιλάει για τις ζωές που δόθηκαν στο φως και για τις ζωούλες που τον πικραίνουν. Τη συζήτηση ενθάρρυναν οι λέξεις ‘’φέγγος’’ και ‘θάμπος’’ που νοηματοδοτούν τη ζωή κατά περίσταση και συνυπάρχουν: Το φως και το σκοτάδι.

’Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.

Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της

κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.

Πώς μ` έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,

πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!’’

‘’Αγάπη’’ από τον ‘’Πόνο του ανθρώπου’’

Το ξύπνημα της νιότης συντρέχει τον ποιητή. Με βιάση γράφει, από νωρίς, για να μην τον προλάβει το σκότος που έρχεται...Φως και σκοτάδι, λύπη και χαρά ποτίζουν το Δέντρο της ζωής του έως το τέλος.

’Δέντρο θα στέκομαι, όμοια να κοιτάζω

τη θύελλαν ή τον ουρανό γαλάζο.

Είναι ζωή, θα λέω, το φέρετρο όπου

λύπη, χαρά τελειώνουνε του ανθρώπου.’’

‘’Δέντρο’’ από τα ‘’Νηπενθή’

Η διέγερση που προκάλεσε ο Καρυωτάκης στο ‘’Ρόδον’’ Αυγουστιάτικα ήταν ομόθυμη για την συντροφιά που βίωνε το αίσθημα του ανικανοποίητου. Η παρ` ελπίδα γεύση της αληθινής ζωής τους πήγαινε σούρτα φέρτα από τον πόνο των ανθρώπων στον πόνο των πραγμάτων. Καθώς τα ποτήρια στέγνωναν, από ανάγκη κατέβαιναν όλο και πιο βαθιά στη στέρνα του Ουράνιου Κήπου. Για να ξεδιψάσουν. Να γαληνέψουν. Το φρέσκο από τη θάλασσα τους πήρε το νου:

‘’Τα κύματα τα πράσινα, τα γκρίζα και τα μπλάβα,

πέρα,απ` του πέλαου τα φαρδιά,

τα φέρνει ρήγας ο βοριάς, μπατσίζουνε τα βράχια,

μπατσίζουνε την αμμουδιά’’

‘’Θάλασσα’’ από τον ‘’Πόνο των Πραμάτων’’

Η Άρτεμις που γνώριζε καλά τη θάλασσα του Ποιητή δεν ξεγελάστηκε για την πρόσκαιρη ανακούφιση

‘’ Όμως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο

θανάσιμο πάθος, δεν θα γαληνέψουν’’.

Το πάθος ελύγαε τα πράματα. Οι συμπότες, αναλογιζόμενοι τα πάθη τους ένιωθαν τη θάλασσα του Καρυωτάκη να φουσκώνει μέσα τους. Να τους ταξιδεύει μακριά, αν και δεμένοι ο καθένας στο δικό του λιμάνι. Ο καημός τους από τον ‘’Πόνο των ανθρώπων και των Πραμάτων’’ γαλήνεψε καθώς έδεσαν την πληγή τους με ροδοκλώνια. Πέρασμα στα ‘’Νηπενθή’’ (1921). Ο Περαματάρης Ποιητής με ακρόπωρο την ‘’Ευγένεια’’ στην πορεία πλεύσης πρόταξε:

’΄Κάνε τον πόνο σου άρπα.

Και γίνε σαν αηδόνι,

και γίνε σα λουλούδι.

Πικροί όταν έλθουν χρόνοι,

κάνε τον πόνο σου άρπα

και πέ τονε τραγούδι.’’

‘’Ευγένεια’’ από τα ‘’Νηπενθή’’

Ο Άρης έπιασε την κιθάρα. Απερίσπαστη η παρέα ενώθηκε στο ρυθμό καθώς η γλυκιά μελωδία από τα χείλη της Μαρίας απλωνόταν στο ‘’Ρόδον’’. Ο τόπος ευωδίαζε αρώματα και στίχους καθώς ο Καρυωτάκης τροφοδοτούσε με ποίηση κι` αυτή τη γενιά. Πρωτοπόρος και μοντέρνος στον αιώνα (1920-2020). Προχωρημένο απόγιομα και φάνηκε να χάνουν τον χρόνο, όταν το παιχνίδισμα του φωτός μαρτύρησε πως ‘’ήλιος φαιδρός απ` το ανοιχτό παράθυρο είχε μπει’’. Και εκείνοι ταξίδευαν και λυτρώνονταν μαζί του κοιτάζοντας ‘’το πανί και τ` αστέρια’’

Το δέσιμο στα ‘’Νηπενθή’’ λιμάνια επέφερε στους συμπότες απενθή διάθεση για καινούρια ταξίδια στα εσώτερα…

‘’Η νύχτα μας εχώρισεν

από όσους αγαπάμε,

πριν μας χωρίσει η ξενιτειά.

(Να `ναι όλοι εκεί στο μόλο;)

Σφύρα, καράβι αργήσαμε.

Κι αν φτάσουμε όπου πάμε,

στάσου για λίγο,μα ύστερα

σφύρα να φεύγουμε όλο.’’

‘’Στροφές’’ (5) από τα ‘’Νηπενθή’’

Η Ελένη θυμήθηκε τον ‘’Μαραμπού’’ και δάκρυσε με αυτή την παράξενη συγγένεια Καρυωτάκη και Καββαδία. Ίδια η ρότα στην αγκάλη της θάλασσας, σιγοψιθύρισε η Μυρσίνη. Η παρέα έφτασε στο μεσουράνημα με ‘’Ελεγεία και Σάτιρες’’ (1927). Θρήνο και σαρκασμό. Λυρισμό και ρεαλισμό.

Ο ποιητής, ‘’ένας κλόουν τραγικός’’ προχωράει ακάθεκτος στη μοίρα του, παίζει και συντρίβεται. [Άλογα μαύρα…].

Προμηθέας δεσμώτης,αλυσοδεμένος στην ‘’Μίσθια δουλειά’’ . Η αντοχή στα όρια. Η μόνη πρόσκαιρη και εφήμερη χαρά στις λύπες, τα ρόδα .

’Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες

άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.

Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στη πόρτα μου τολύπες

τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα’’.

Ο Καρυωτάκης ολόψυχα αποτάσσεται την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα και η σύγκρουση με τον εαυτό του είναι αναπόφευκτη. Το Διχασμένο Υποκείμενο. Στο ποίημα ‘’Δημόσιοι υπάλληλοι’’ θωρεί τους χαρτογιακάδες κουρνιασμένες υπάρξεις που λιώνουν και τελειώνουν σαν στήλες δύο-δύο στα γραφεία.

‘’ Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,

σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους

σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.’’

Αυτήν τη ζωή, τη μίζερη, αντιπαλεύει από τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και συγκρούεται με τη διαφθορά του αστικού καθεστώτος και τον Υπουργό Πρόνοιας Μιχάλη Κύρκο (Οικουμενική κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαίμη) για τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος (1928-1929). Για την υπηρεσιακή του εντιμότητα θα τον ‘’τρελάνουν’’ με συνεχείς ‘’αξιολογήσεις’’ και μεταθέσεις, όπως παραστατικά περιγράφει ο Τέλλος Άγρας στις κρίσεις του για τον Καρυωτάκη (Άπαντα, 1938). Θα τον ‘’εξαφανίσουν’’, όπως εξαφανίστηκε και ο υπηρεσιακός του φάκελος μετά τον θάνατό του. Ωστόσο, δε θα καταφέρουν να του κλείσουν το στόμα. Η φωνή του ακούγεται επίκαιρη και για τη σύγχρονη προσφυγιά:

‘’ Τριάντα οικογένειες προσφύγων που έμεναν εκειμέσα είχαν χωρίσει τα νοικοκυριά τους πρόχειρα, με φανταστικούς τοίχους. Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες απλωμένες, ξύλα βαλμένα στη γραμμή, εσχημάτιζαν τετράγωνα, τα μαχητικά τετράγωνα της τελευταίας αμύνης. Σ` αυτές τις φωλιές ακινητούσαν ή εσάλευαν πένθιμα σκιές ανθρώπων… ‘’ ( ‘’Ένας πρακτικός θάνατος’’ από ‘’Τα τελευταία κείμενα’’, 1927 ; - 1928).

Στην ‘’Κάθαρση’’ του πεζού λόγου η παρέα είδε τον οργισμένο και εξεγερμένο ποιητή:

‘’ Κανάγιες.

Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.’’

Απείθαρχος στη ρίμα, απείθαρχος και στις κοινωνικές συμβάσεις. Διαυγής καθώς εισάγει μια νέα αισθητική, λοξοδρομώντας στην ποιητική του Μπωντλαιρικού παράδοξου, αποκαλύπτει το ξέφτισμα της αστικής ιδέας. Δεν είχε άλλη επιλογή, συμπλήρωσε η Εκάβη. Παρέμεινε ως το τέλος ένα παιδί που δεν έκρυβε την αγωνία και τις ανασφάλειές του γι` αυτό και εναπόθετε τις ελπίδες του στον έναστρο ουρανό.

‘’ Τ` αστέρια εκεί

θα δω, θα νιώσω

οι άνθρωποι πόσο

είναι κακοί.

Κλαίοντας θα πω:

‘’ Άστρα μου αστράκια,

τ` άλλα παιδάκια

θα τ` αγαπώ.’’

‘’Παιδικό’’

Θέλει να ζήσει αλλά φοβάται και να χαρεί. Ο κατεξοχήν ποιητής της χαρμολύπης αποζητάει τη χαρά μα και τη λύπη δεν αποδιώχνει.

‘’ Λύπη ας ερχόταν η χαρά, μόνο ήθελα να σπάσει

εμέ η καρδιά κι` ανάλαφρη να πέσει καταγής,

όπως το ροδοπέταλο, που θύελλα έχει αρπάσει,

ή ακόμη που το εβάρυνε η δρόσος της αυγής.’’

[Λύπη ας ερχόταν ή χαρά…]

Απόκοσμος και μοναχικός κατατρώγεται από την πεζότητα και τη μονοτονία της ζωής. Τελικά η φυγή του ήταν μονόδρομος, παρατήρησε ο Φοίβος.

‘’ Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου. ‘’

‘’ Φυγή ‘’(Ι)

Η φυγή του από τη ζωή δεν ήταν αποφυγή της πάλης ή καταφυγή στον κόσμο των ψευδαισθήσεων, είπε ο Θανάσης,αλλά σκληρή διαμαρτυρία ή μάλλον κατοχύρωση του δικαιώματος της άρνησης για τη φθορά και τη μιζέρια. Τότε θυμήθηκε τον αγαπημένο του Σαρλ Μπωντλαίρ έργα του οποίου μετάφρασε ο Καρυωτάκης.

Και η Άρτεμις πρόσθεσε τη φράση του Μπωντλαίρ. ‘’Στη διακήρυξη δικαιωμάτων του ανθρώπου ξέχασαν δύο δικαιώματα: της αντίρρησης και της φυγής’’. Και τα δύο, συνέχισε, τα υπερασπίστηκε ο Καρυωτάκης με σθένος και αξιοπρέπεια.

Ο χρόνος κυλούσε απρόθυμα, σα να ήθελε να σταματήσει στο ‘’Ρόδον’’, όταν την κουβέντα της συντροφιάς διέκοψε η εμφάνιση αγοριού στο κατώφλι της μισάνοιχτης θύρας. Συγκλονίστηκαν. Καθαρό, περιποιημένο,με κοντό παντελονάκι, λευκό πουκάμισο και καφέ πέδιλα. Ένα παιδί με ανήσυχο βλέμμα και μισό χαμόγελο. Στο ένα χέρι κρατούσε δέσμη από τριαντάφυλλα και στο άλλο καλοκαιρινό ψαθάκι. Η τηλαυγής παρουσία του έλουσε τον χώρο. Το φως νίκησε το σκοτάδι. Με αιδώ και κινήσεις αδέξιες πρόταξε τα ρόδα στην παρέα. Για τις κυρίες, είπε, όμως το βλέμμα του στράφηκε προς την Άρτεμη. Εκείνη με φανερή συγκίνηση κράτησε απαλά το άλικο ρόδο που της πρόσφερε καθώς δυο δάκρυα ροδοπέταλα έσταξαν στο πάτωμα.

‘’ Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

είδα το βράδυ αυτό.

Κάποια χρυσή, λεπτότατη

στους δρόμους ευωδιά.

Και στην καρδιά

αιφνίδια καλοσύνη’’.

Σιγοψιθύρισε η Άρτεμις και πριν καλά καλά ξεκινήσει να απαγγέλει… χάθηκε…

Ο Άρης γύρισε να κοιτάξει το αγόρι και άκουσε τη φωνή του:

’Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι` έλα.

Όλα θέ νά σ` αρέσουν έχω κόψει

Το ρόδο, στο παράθυρο, που εγέλα

την αυστηρή μου βλέποντας την όψη’’

‘’Πάρε τα Δώρα...’’ από τα ‘’Νηπενθή’’

Αλλά το αγόρι είχε χαθεί στον ‘’Ουράνιο Κήπο’’. Έμεινε μόνο το ροδόσταγμά του. Μία δέσμη φωτός εισόρμησε από τη μισάνοιχτη πόρτα...

Αύγουστος και απόδειπνο. Η παρέα ένιωθε τον χώρο στοιχειωμένο.

Αποχαιρέτησαν αυτό το καλοκαίρι κουνώντας τα καπέλα.

‘’Έχω κάτι σπασμένα φτερά.

Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε

το καλοκαίρι αυτό.

Για ποιάν ανέλπιστη χαρά,

για ποιές αγάπες,

για ποιό ταξίδι ονειρευτό.’’

Ανδριανή Στράνη



Δημοφιλή