″Θέλω να χορεύω και να κάνω εμετό”″Θέλω να χορεύω και να κάνω εμετό”
(Δ. Σαββόπουλος)
Αν υπάρχει μια γιορτή που να βρίσκεται εγγύτερα στο πνεύμα του σημερινού καταναλωτικού καπιταλισμού, αυτή είναι το καρναβάλι. Τα δύο, συμπίπτουν ως προς το πρωτείο του διονυσιακού στοιχείου. Η διαφορά που υπάρχει, βέβαια, είναι πως το καρναβάλι λειτουργούσε σε ένα διαφορετικό πολιτισμικό πλαίσιο, ως εξαίρεση σε μια κατά τα άλλα αυστηρά προσδιορισμένη οικονομία των συμπεριφορών η οποία και επικεντρώνονταν στην συγκράτηση των ενορμήσεων. Όχι κατ ανάγκην στην καταστολή τους –καθώς μέσα από την τέχνη και τον συμβολικό κόσμο μπορούσαν να αποκτήσουν μιαν άλλην μορφή, ποιητική– αλλά στην συγκράτησή τους.
Σήμερα, όμως, η καταναλωτική κοινωνία επιβάλει το πρωτείο του διονυσιακού στοιχείου 365 μέρες τον χρόνο. Η επιταγή του συρμού, που αυτοπροβάλλεται μάλιστα σαν θαυμαστός νέος κόσμος, είναι να επινοεί κανείς τον εαυτό του εκ του μηδενός: το φύλο ή η οικογένεια, η ιστορία που μεταβάλλεται σε μπουτίκ εκείνων των γεγονότων ή εκείνων των οπτικών που συμβαδίζουν με την εκάστοτε πολιτική ορθότητα, οι τρόποι ζωής –όλα αντιμετωπίζονται πλέον σαν ”άγραφο χαρτί” πάνω στο οποίο το εκάστοτε άτομο μπορεί να γράψει ό,τι θέλει. Δίχως μάλιστα να αναφέρεται σε κάτι έξω από αυτόν, την παράδοση, την θρησκεία, την ιδεολογία ή την επιστήμη, ενίοτε όλα αυτά μαζί, το σύνολο τελοσπάντων των αξιών και των κοσμοαντιλήψεων που λειτουργούσαν μέχρι πρότινος ως πηγή αυθεντίας, και σμίλευαν κοινωνικά τους ανθρώπους.
Σήμερα, οι ενορμήσεις μετατρέπονται σε κανόνα, γιατί Impossible, is nothing που λέει και μια διαφήμιση. Η προσωπικότητα διαμορφώνεται από τις προτιμήσεις της, δύναται και αλλάζει με την ταχύτητα που εναλλάσσονται οι καρναβαλικές μάσκες. Οι ”ταυτότητες” έχουν καταστεί στην πραγματικότητα ρευστές και διαπραγματεύσιμες σαν τις μεταμφιέσεις, ενώ το δικαίωμα στην αναγνώρισή τους –το πιο κραταιό από τα υπόλοιπα– έχει καταλήξει να υπηρετεί το αξίωμα του «είμαι ό,τι παριστάνω». Κάθε όριο σε αυτήν την διαδικασία, καταγγέλλεται συλλήβδην ως συντηρητισμός, και αρχαϊκή καταπίεση.
Σε αυτόν τον πειθαναγκαστικό διονυσιασμό, το και το κλίμα περιβάλλει το εκάστοτε άτομα πρέπει να είναι υποχρεωτικά πανηγυρικό (εσχάτως στη γαλλική γλώσσα έχει επινοηθεί ο όρος ″φεστιβισμός” για να περιγράψει αυτήν ακριβώς την τυραννία της διασκέδασης). Διαχέεται μάλιστα παντού. Κάθε εταιρικό τμήμα ανθρώπινων πόρων που σέβεται τον εαυτό του, κάθε σχολικός σύμβουλος, κάθε πολιτικός αισθάνεται την ανάγκη να παρουσιάσει το αντικείμενό του με τους όρους του συναρπαστικού, λες και αναπόφευκτα δεν εμπεριέχει υποχρεώσεις και καταναγκασμούς, αλλά οφείλει προπάντων να είναι μια ”ωδή στη χαρά”. Διαβάζει κανείς εισηγήσεις για τους εργασιακούς, τους εκπαιδευτικούς, τους δημόσιους χώρους και νομίζει ότι βρίσκεται μέσα σε μιούζικαλ.
Εν τω μεταξύ ανάμεσα στα φανταχτερά αυτά σκηνικά περιφέρονται οι άνθρωποι σαν φιγούρες από μυθιστόρημα του Ουελμπέκ, κορεσμένοι και συνάμα κενοί, κυνικοί, απαθείς και εν τέλει απελπισμένοι.
Η περιπέτεια που ζήσαμε με τα μνημόνια, και όλη αυτήν την γελοιότητα που παρίστανε μια τάχαμου αμφισβήτηση, έχει αφήσει πίσω της ένα τεράστιο κενό. Οποιαδήποτε κριτική στο υπάρχον, διασύρεται πριν καν καταφέρει να εκφραστεί γιατί είναι καταδικασμένη ταυτίζεται με ”εκείνους” και την θλιβερή τους πολιτεία.
Όμως, το υπάρχον, αυτός διονυσιακός καπιταλισμός της μαζικής, καταιγιστικής κατανάλωσης που πλέον έχει οδηγήσει στην παραγωγή ”απολύτως ατόμων” δεν μπορεί από μόνος του να πετύχει καμία ισορροπία. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το καρναβάλι, η συμβολική και προσωρινή υπέρβαση των πολιτιστικών συμβάσεων, μοιάζει τετριμμένο. Ο διονυσιακός καπιταλισμός του έχει κλέψει την ψυχή και από εξαίρεση, επιδιώκει να το επιβάλει σε κανονικότητα.