Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις περνούν την πιο βαθιά κρίση τους από την εποχή της μεταπολίτευσης. Η ασταμάτητη επιθετικότητα, η υβριστική ρητορική και το ίδιο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», που επιμελώς προβάλλει και επιχειρεί να υλοποιήσει ο πρόεδρος της Τουρκίας, οδήγησαν σε μία μεγάλη κλιμάκωση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τώρα, ύστερα από μία μικρή τακτική κίνηση της απέναντι πλευράς και ενόψει της Συνόδου Κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα λάβει χώρα στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου, κάποιοι θεωρούν ότι ήρθε η ώρα η Ελλάδα και η Τουρκία να εισέλθουν στο προ-στάδιο ενός διαλόγου. Είναι, όμως, έτσι ή μήπως οι εγχώριοι «ρεαλιστές» και οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι, που λειτουργούν ως επισπεύδοντες (εκουσίως ή ακουσίως), παραβλέπουν την πραγματικότητα; Δηλαδή την απουσία των ελάχιστων κοινά αποδεκτών προϋποθέσεων για έναν έντιμο διάλογο.
Κάνοντας τους πολιτισμένους
Ας δούμε όμως πού ακριβώς βρισκόμαστε. Ο «μαραθώνιος» της νέας αυτής φάσης της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας πέρασε εδώ και λίγες μέρες σε ένα καινούριο επεισόδιο. Αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί επιγραμματικά «κάνουμε τους πολιτισμένους». Ξεκαθαρίζοντας από την αρχή τη θέση μου, σημειώνω ότι οι χαρακτηρισμοί αφορούν αποκλειστικά την τουρκική πλευρά. Όχι φυσικά διότι ο γράφων είναι Έλλην, αλλά διότι η Τουρκία είναι εκείνη που εδώ και μήνες προκαλεί, απειλεί, επιτίθεται λεκτικά και παραβιάζει στο πεδίο τις αρχές καλής γειτονίας και την ελάχιστη προϋπόθεση που θέτει το διεθνές δίκαιο για περιοχές αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δηλαδή την αποχή από πράξεις βίας, καθώς και από την απειλή πράξεων βίας. Η Ελλάδα απλώς αντιδρά στην πρόκληση.
Στις 12 Σεπτεμβρίου έληξε η μέχρι τότε ισχύσασα τουρκική NAVTEX για έρευνες του ερευνητικού πλοίου Oruc Reis σε διεθνή ύδατα νοτίως του Καστελλόριζου και εντός της απόστασης των 200 ναυτικών μιλίων από αυτό, δηλαδή σε θαλάσσια περιοχή στο βυθό της οποίας κείται η ελληνική υφαλοκρηπίδα. Λίγες ημέρες μετά, η Τουρκία αποφάσισε να αποσύρει προσωρινά το ερευνητικό πλοίο στο λιμάνι της Αττάλειας με τη δικαιολογία των επισκευών. Αυτό εξελήφθη από πολλούς στην Ελλάδα ως μία κίνηση έμπρακτης αποκλιμάκωσης.
Διαβάστε επίσης: Που κινήθηκε και τι ακριβώς έκανε το «Όρουτς Ρέις»
Η κυβέρνηση κράτησε μία στάση αναμονής. Ας σημειωθεί, ωστόσο, εδώ ότι δηλώσεις του Τύπου «είμαστε έτοιμοι για διάλογο άμεσα» θα μπορούσαν να λείπουν ή να γινόταν χρήση διαφορετικής φρασεολογίας. Δεν είμαστε έτοιμοι για κανέναν διάλογο, τη στιγμή που δεν ξέρουμε το επόμενο βήμα των Τούρκων και βεβαίως δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι προθέσεις τους για τον διάλογο. Ας τις μάθουμε πρώτα και ύστερα αποφαινόμεθα.
Με τουρκική NAVTEX στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας γίνεται διάλογος;
Η πραγματικότητα έσπευσε να διαψεύσει τους… υπερ-αισιόδοξους. Η Τουρκία προέβη σε έκδοση νέων NAVTEX για ασκήσεις και για έρευνες του γεωτρητικού πλοίου Yavuz στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, κίνηση που συνιστά μία κατ’ εξακολούθηση παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου, κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα «διάβασε» αρνητικά αυτή την εξέλιξη. Παράλληλα, ξεκίνησε άλλη μία προσπάθεια του διεθνούς παράγοντα για έναρξη ενός διαλόγου, με επισπεύδουσα τη Γερμανία.
Ας εισέλθουμε τώρα στο προκείμενο. Διάλογος. Με προϋποθέσεις λέει η Ελλάδα. Άνευ όρων λέει η Τουρκία. Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας δημοσίευσε σε μεγάλη ελληνική εφημερίδα άρθρο του σχετικά με αυτό τον «διάλογο». Όλως τυχαίως, «ξέχασε» να αναφερθεί στις παραδοσιακά σχιζοφρενικές απαιτήσεις της χώρας του. Υπογράμμισε την ανάγκη ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, υπεραμύνθηκε της ισχύος του διεθνούς δικαίου, αναφέρθηκε κυρίως στις θαλάσσιες ζώνες (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) και έκανε μία νύξη για εκμετάλλευση μελλοντικών πόρων. Ουδεμία αναφορά σε γκρίζες ζώνες, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, αμφισβήτηση κυριότητας αυτών, Θράκη.
Στον αστερισμό της Συνόδου Κορυφής και υπό τον φόβο των κυρώσεων
Άλλαξε ξαφνικά η στρατηγική της Τουρκίας; Προφανώς όχι. Η Τουρκία κινείται αυτό το διάστημα στον αστερισμό της Συνόδου Κορυφής της 24-25 Σεπτεμβρίου, θέμα της οποίας θα είναι η δική της παραβατική δραστηριότητα και το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων για αυτήν. Μολονότι το πιθανότερο είναι να μην επιβληθούν και πάλι κυρώσεις, η τουρκική ηγεσία, για τον φόβο των Ιουδαίων, επιχειρεί να «νερώσει» εικονικά και ελαφρώς τις θέσεις της. Φυσικά, εντελώς προσωρινά.
Ως προς τις κυρώσεις αυτές καθαυτές, πρέπει να είναι ξεκάθαρα ορισμένα δεδομένα. Βασικότερο εξ αυτών είναι η απαιτούμενη ομοφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προκειμένου εν συνεχεία να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί επιβολής κυρώσεων. Μία ομοφωνία, κυρίως για σοβαρές κυρώσεις, μοιάζει τώρα πολύ μακρινή. Κυρώσεις που θα μπορούσαν να πλήξουν απευθείας την τουρκική οικονομία, το τραπεζικό σύστημα, τη σχέση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη θέση των ίδιων Τούρκων πολιτών μέσα σε αυτή τη σχέση, βρίσκουν στον τοίχο των συμφερόντων συγκεκριμένων ευρωπαϊκών κρατών έναντι της Τουρκίας. Οι ευρύτατες εμπορικές σχέσεις της Γερμανίας με την Τουρκία, οι Τούρκοι ψηφοφόροι στη Γερμανία, η σύνδεση της τουρκικής με την ισπανική οικονομία και η πώληση γερμανικού και ισπανικού στρατιωτικού υλικού στην ασιατική χώρα, αλλά και οι τουρκο-ρωσικές σχέσεις, που έχουν ενεργειακές προεκτάσεις στην Ευρώπη, είναι ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα.
Επιπλέον, όλοι οι μεγάλοι παίκτες αυτή τη στιγμή μοιάζουν περισσότερο διατεθειμένοι για άλλη μία μεγάλη (άγνωστο αν θα είναι και η τελευταία) ευκαιρία «διαλόγου» με την Τουρκία, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τη συζήτηση περί κυρώσεων. Η θεωρία του καρότου και του μαστιγίου ισχύει σε ρητορικό επίπεδο, αλλά μέχρι στιγμής λειτουργεί ετεροβαρώς υπέρ του πρώτου.
Τέλος, ένα σενάριο εξίσου υπαρκτό, αλλά με μικρές πιθανότητες υλοποίησης, είναι να υπάρξει επιβολή κυρώσεων που θα συνιστούν επανάληψη των περσινών προς την Τουρκία. Δηλαδή κυρώσεις εξαιρετικά επιεικείς, που να αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα, ενδεχομένως ούτε καν σημαντικούς αξιωματούχους, πράγμα που θα συνιστούσε ένα έμμεσο κλείσιμο του ματιού στον Ερντογάν προκειμένου να συνεχίσει κανονικά την έκνομη δραστηριότητά του.
Ο «διάλογος» και οι τρίτοι
Επί του ελληνικού προκειμένου τώρα, δεν πρέπει να εκφεύγει της προσοχής ότι ο πολυθρύλητος «διάλογος» δεν είναι τίποτα περισσότερο από την επιθυμία πολλών τρίτων προκειμένου Ελλάδα και Τουρκία να καθίσουν σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων και «να τα βρουν». Αδιάφορος ο ακριβής προσδιορισμός της ατζέντας. Εντύπωση προκαλεί δε και η ιδιαίτερη σπουδή που επιδεικνύουν και αρκετοί Έλληνες δημοσιολογούντες για την επίσπευση ενός τέτοιου απροσδιόριστου διαλόγου. Εσχάτως έρχονται στο φως της δημοσιότητας και κείμενα «ελληνοτουρκικών» φορέων με υπογραφές προσωπικοτήτων, τα οποία καλούν σε διάλογο προκειμένου «να υπάρξει μια θετική διμερής και πολυμερής ατζέντα που να οδηγήσει σε θεμιτά αποτελέσματα, συμβάλλοντας θετικά και στην οικονομία και στην ανάπτυξη των δύο χωρών».
Ως γνωστόν, η Ελλάδα παγίως αναγνωρίζει μία μοναδική διαφορά με την Τουρκία. Τη διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Οποιαδήποτε άλλη συζήτηση, έχει ως βάση εκκίνησης την υποχώρηση από τις ελάχιστες εθνικές θέσεις που έχει ηθικό και πατριωτικό καθήκον, καθώς και συνταγματική υποχρέωση να υποστηρίζει κάθε ελληνική κυβέρνηση.
Κατά συνέπεια, είναι φανερό ότι ο διάλογος που επιδιώκεται να ξεκινήσει είναι μάλλον άλλη μία φάση προσχηματικών συζητήσεων, στις οποίες δεν είναι εκ προοιμίου μεμπτό να προσέλθει η Ελλάδα για τυπικούς διπλωματικούς λόγους. Θα είναι όμως εθνικά καταστροφικό να προβεί σε οποιαδήποτε - έστω και προκαταρκτική - συζήτηση πέραν του προαναφερθέντος θέματος.
Στο ζύγι των εθνικών συμφερόντων και των καλών εταιρικών σχέσεων, η Ελλάδα οφείλει να ζυγίσει πολύ βαρύτερα τα πρώτα. Μεσομακροπρόθεσμα, αυτός είναι και ο πιο ασφαλής δρόμος για την εξασφάλιση και των δεύτερων. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι: «Δεν μπορείς να διαπραγματευθείς με ανθρώπους που λένε: ό,τι είναι δικό μου είναι δικό μου, αλλά ό,τι είναι δικό σου είναι διαπραγματεύσιμο» (J.F. Kennedy).