Κι αν θα διψάσεις για νερό
θα στίψουμε ένα σύννεφο
Νίκος Γκάτσος
Έχουμε κατά καιρούς γίνει μάρτυρες άτεχνων και κακέκτυπων αναγνωσμάτων που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και κυρίως στο κλειστό οικοσύστημα του Facebook, τα οποία είναι παράγωγα κυρίως υφαρπαγής και κακής αντιγραφής αξιόλογων λογοτεχνικών έργων και που μοναδικό σκοπό έχουν την εφήμερη αλίευση μερικών «Μου αρέσει», ‘likes’ κατά την ομιλουμένη της εποχής, και την αυτό-αναγόρευση των συντακτών τους σε λογοτέχνες ή ειδήμονες στα περί της ανθρώπινης ψυχολογίας - συμπεριφοράς ή σε φιλοσόφους ή... σε ό,τι φανταστεί ο καθένας! Το θέμα λοιπόν έχει δύο όψεις, από τη μια η αντιγραφή, η ιδιοποίηση και η παραποίηση του πνευματικού έργου τρίτων κι από την άλλη οι απαίδευτοι «ακόλουθοι» που σπεύδουν να προικοδοτήσουν με την αποδοχή τους, τα «Μου αρέσει» και τις κοινοποιήσεις τους, οι οποίες μάλιστα γίνονται με όρους πλειοδοσίας, που παρουσιάζουν αγελαία συμπεριφορά που θα μπορούσε κανείς να πει πως χρήζει διερεύνησης από την επιστημονική κοινότητα με ειδίκευση στην ανθρώπινη συμπεριφορά, την κοινωνιολογία αλλά και την ψυχολογία.
Υφέρπουσες λογοτεχνικές προσωπικότητες, αθεράπευτα ματαιόδοξες που προσπαθούν να αναδείξουν τον άδειο, στην πραγματικότητα, εσωτερικό τους κόσμο με σοφιστείες ή αντιγραφές, έχουν δημιουργήσει ένα νέο και καινοφανές ρεύμα στις μέρες μας. Δημιουργούν αμπελοφιλοσοφίες με έκταση δύο τριών στίχων πλημμυρίζουν τα κοινωνικά δίκτυα, άλλοτε με την υπογραφή τους κι άλλοτε με την υπογραφή γνωστών και μεγάλων ιστορικών μορφών. Στην τελευταία περίπτωση έχουμε συναντήσει την περίπτωση τα γραφόμενα κάθε φορά να αποδίδονται σε διαφορετική προσωπικότητα... Άγνοια, συνοδευόμενη από έλλειψη σοβαρότητας αλλά κι ευθύνης, γεμίζουν το διαδίκτυο με ανακρίβειες σε τόσο μεγάλο βαθμό που πια τείνει να γίνεται αποδεκτή και πιστευτή από το σύνολο της κοινωνίας.
Διαβάζουμε λοιπόν αυτές τις ρήσεις ορισμένων (αυτοπροσδιοριζόμενων ως) συγγραφέων (ή και φιλοσόφων ενίοτε) που γράφουν κάτι σαν αυτό: «Αν δε θέλεις να βρεις τα γιατί, μην μπαίνεις στον κόπο να τα κρίνεις» ή σαν αυτό: «Με την απουσία σου κάνε ό,τι δεν μπορείς να κάνεις με τον έρωτά σου» ή σαν αυτό: «Ανάμεσα στα εύκολα και τα δύσκολα, τα πιο σημαντικά κι αυτά που μου αρέσουν είναι τα αληθινά» κλπ. και προσπαθούμε να κατανοήσουμε το «μεγαλείο» της σοφίας πίσω από αυτά τα μικaροκείμενα. Μόνο που στην πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μας τουλάχιστον, στη δύστοκη προσπάθεια να γράψουν κάτι σοφό, εντός ή εκτός εισαγωγικών, χωρίς πρώτα να έχουν παιδέψει τον εαυτό τους μέσα από τη διαδικασία της σοβαρής μελέτης, δεν παράγουν τίποτα άξιο λόγου. Ας μην ξεχνάμε πως για να παραχθεί κάτι αξιόλογο πρέπει και το μυαλό που θα το παραγάγει να είναι βουτηγμένο μέσα στο μόχθο της τέχνης, να είναι δουλεμένο περίτεχνα και στην τελευταία του λεπτομέρεια, ένα μάρμαρο χωρίς τη σμίλη του έμπειρου μάστορα άγαλμα δε γίνεται, πέτρα θα είναι και θα την λιώνει ο χρόνος κι η βροχή.
Τι γίνεται όμως με όλους εκείνους τους κατηχούμενους ακολούθους που εκλαμβάνουν όλη αυτή την άτεχνη παραγωγή ως τιμαλφή και μάλιστα έχοντας ύψιστο χρέος να την αναπαραγάγουν και να την κοινοποιήσουν σε φίλους και γνωστούς και άγνωστους, προκειμένου να διασπείρουν τη δήθεν γνώση και σοφία; Διαμορφωμένη εντέχνως, αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε, ως εύπεπτη τροφή κατάλληλη για βρώση από τους απαίδευτους συμπολίτες μας, οι σοφιστείες αυτές διασπείρονται όπως τα μικρόβια μέσα στον οργανισμό και από κάποιο σημείο κι έπειτα δεν μπορεί κανείς να τις περιορίσει. Λειτουργώντας με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν οι σύντομες διαφημίσεις, κεντρίζουν το ενδιαφέρον επειδή κινούνται στην επιδερμίδα και όχι στο βάθος της σκέψης, έχοντας, όπως προείπαμε, δημιουργήσει ένα «ρεύμα», το οποίο τελικά ίσως χαρακτηρίσει την εποχή μας, τουλάχιστον στο επίπεδο της διεπαφής των ανθρώπων μέσω των κοινωνικών δικτύων. Κατά τη γνώμη μας, πέρα από την άγρα των «Μου αρέσει», δεν έχουν να προσφέρουν κάτι άλλο ουσιαστικό, δημιουργούν όμως την εύλογη απορία: Είμαστε όλοι εμείς και η κοινωνία που ζούμε, τόσο αφελείς πια που πιστεύουμε πως ζούμε σε μια εποχή που βρίθει φιλοσόφων κι έχουμε την τύχη να ζούμε ανάμεσά τους; Μήπως τελικά ο Αριστοτέλης κι ο Επίκουρος κι ο Καζαντζάκης και ο Γκάτσος και... και... και... (για να τους μελετήσουμε) είναι πια... ντεμοντέ;