Η ελληνική κρίση έχει αποτελέσει πολλάκις αντικείμενο ανάλυσης, από την έναρξή της μέχρι σήμερα- ωστόσο πολλές πτυχές αυτής και των μνημονίων που τη χαρακτηρίζουν παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες στο ευρύ κοινό. Παράλληλα, τα ερωτήματα, αντί να απαντώνται και να «κλείνουν», αυξάνονται και πληθύνονται- και το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει ένα μεγάλο έλλειμμα γνώσης στη δημόσια σφαίρα σχετικά με την «εποχή των μνημονίων», η οποία δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Παρατηρητήριο για την Κρίση του ΕΛΙΑΜΕΠ ζήτησε από μια σειρά επιστημόνων με εξειδίκευση και εμπειρία στα σχετικά θέματα να απαντήσουν σε καίρια ερωτήματα γύρω από την κρίση: Από το κατά πόσον το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, εάν η φορολόγηση είναι όντως υπερβολική, πόσο μεγάλος είναι πραγματικά ο δημόσιος τομέας, κατά πόσον υπήρξε όντως αλληλέγγυα η ΕΕ κ.ο.κ. Οι απαντήσεις αυτές περιλαμβάνονται στο νέο βιβλίο «Κατανοώντας την Ελληνική Κρίση: Απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα για το Κράτος, την Οικονομία και την Ευρώπη», των εκδόσεων Παπαζήση, σε επιστημονική επιμέλεια των Δημήτρη Κατσίκα (Δρ., Λέκτορας, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, ΕΚΠΑ και υπεύθυνος του Παρατηρητηρίου για την Κρίση) Κυριάκου Φιλίνη (Δρ., μεταδιδακτορικός ερευνητής, επιστημονικός συνεργάτης του Παρατηρητηρίου για την Κρίση) και Μαριάνθης Αναστασάτου (Δρ., οικονομολόγος, Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος και Επιστημονική Συνεργάτιδα, Παρατηρητήριο για την Κρίση).
Όπως σημειώνουν οι τρεις ερευνητές, η διαχείριση της ελληνικής κρίσης έχει προκαλέσει έναν έντονο δημόσιο διάλογο, στο επίκεντρο του οποίου βρέθηκαν οι πολύ αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της, καθώς και η αποτελεσματικότητά της. Ωστόσο, αν και κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο, δεν έχουν εξεταστεί πάντα με σαφήνεια, νηφαλιότητα και με επαρκώς τεκμηριωμένα επιχειρήματα, ενώ το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου γύρω από τα ζητήματα της κρίσης δεν ήταν ανάλογο της κρισιμότητας της κατάστασης.
Όπως τονίζουν, στόχος του συλλογικού έργου είναι να συνεισφέρει στην προσπάθεια πλήρωσης αυτού του ελλείμματος ανάλυσης και γνώσης- ωστόσο, υπογραμμίζουν πως οι απαντήσεις που προσφέρονται στον τόμο αυτό δεν αποτελούν επ’ ουδενί τον τελευταίο λόγο στα εν λόγω ερωτήματα: απώτερος στόχος είναι η τεκμηριωμένη ανάλυση των ζητημάτων αυτών προκειμένου να υπάρξει ένας πιο νηφάλιος και τεκμηριωμένος δημόσιος διάλογος για την κρίση.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι τρεις ερευνητές μίλησαν στη HuffPost Greece για μια σειρά θεμάτων τα οποία σχετίζονται με την κρίση: Από τους μύθους και τις πραγματικότητες, μέχρι τις προβλέψεις για την εποχή που θα έρθει μετά το τέλος των μνημονίων.
Σημειώνεται πως σειρά κειμένων για την ελληνική κρίση, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Κατανοώντας την Ελληνική Κρίση» του Παρατηρητηρίου για την Κρίση του ΕΛΙΑΜΕΠ, δημοσιεύθηκε στη HuffPost Greece το 2015, μαζί με γραφικές απεικονίσεις. Τα εν λόγω κείμενα μπορείτε να βρείτε εδώ.
Ποια θεωρείτε πως είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της κρίσης;
Για πολλά χρόνια οι δαπάνες του δημόσιου τομέα ξεπερνούσαν τα έσοδά του, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση ελλειμμάτων και τη σταδιακή αύξηση του δημόσιου χρέους. Πριν την κρίση, ο δημόσιος τομέας κάλυπτε αυτά τα ελλείμματα και εξυπηρετούσε το χρέος του, μέσω του δανεισμού, που ήταν σχετικά εύκολος και φθηνός. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, κατέστησε το δανεισμό δυσκολότερο και πιο ακριβό, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η διατήρηση των ελλειμμάτων και εξαιρετικά δύσκολη η εξυπηρέτηση του χρέους.
Σημαντικά ήταν και τα προβλήματα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, ο οποίος παρήγαγε κυρίως προϊόντα και υπηρεσίες που μπορούσαν είτε να καταναλωθούν μόνο στην εγχώρια οικονομία είτε δεν ήταν ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές να ξεπερνούν κατά πολύ τις εξαγωγές της.
Το μοντέλο αυτό οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας δεν μπορούσε να είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα και ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς διαρθρωτικών προβλημάτων όπως η φοροδιαφυγή, τα υψηλά ποσοστά του μη-ενεργού πληθυσμού, το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, η γραφειοκρατία, η διοχέτευση των δανειακών κεφαλαίων κυρίως προς την κατανάλωση, η επικέντρωση των επενδύσεων σε μη-εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας, το ρυθμιστικό πλαίσιο που δημιουργούσε στρεβλώσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας κλπ.
Με άλλα λόγια, οι παθογένειες του ιδιότυπου οικονομικού μοντέλου που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες κατέστησαν ιδιαίτερα ευάλωτη την οικονομία σε ένα εξωγενές σοκ όπως η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η επιβολή μιας πολιτικής αυστηρής λιτότητας που ακολούθησε και η συνεχόμενη πολιτική αστάθεια και οικονομική αβεβαιότητα δυσχέραιναν τα πράγματα περισσότερο και οδήγησαν σε μια βαθιά οικονομική κρίση άνευ προηγουμένου στον ανεπτυγμένο κόσμο στην μεταπολεμική περίοδο.
Για ποιον λόγο εκτιμάτε πως η χώρα μας βρίσκεται ακόμα εν μέσω κρίσης;
Η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί μια σπάνια περίπτωση κακής διαχείρισης κρίσης. Χρησιμοποιούμε την έννοια σπάνια αφού, όπως και ο αναγνώστης του βιβλίου μπορεί να διαπιστώσει, ήταν πολλοί οι δυσμενείς παράγοντες που εμπόδισαν την ικανή αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ελλάδας έγκαιρα ώστε η κρίση να μην βαθύνει. Αρχικός και κρισιμότερος παράγοντας είναι πως τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας ήταν περισσότερα και πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ που υιοθέτησαν αντίστοιχα Προγράμματα Προσαρμογής. Ο συνδυασμός υψηλών ελλειμμάτων, χρέους και χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων απαιτούσε βαθιές τομές και παρεμβάσεις πολιτικής. Τα Προγράμματα όμως που η Ελλάδα υιοθέτησε έδωσαν μεγάλη έμφαση στην εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή, ενώ η υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων καθυστέρησε, και το μείγμα πολιτικής αμφισβητήθηκε συχνά. Η ίδια η ΕΕ ήταν απροετοίμαστη να διαχειριστεί μια τέτοια κρίση καθώς δεν διέθετε τους απαραίτητους μηχανισμούς. Ο πολιτικός χειρισμός, εντός και εκτός των συνόρων της Ελλάδας, χαρακτηρίστηκε από λάθη, καθυστερήσεις και ολιγωρία ενώ, τέλος, η κοινωνική συναίνεση για πραγματική αλλαγή των κακοδαιμονιών του παρελθόντος ήταν απούσα.
Ποιοι εκτιμάτε πως είναι οι μεγαλύτεροι «μύθοι» για την κρίση;
Όλα αυτά τα χρόνια αναπτύχθηκαν πολλοί «μύθοι» γύρω από τα αίτια, τις επιπτώσεις και τις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης. Διατυπώθηκαν δηλαδή θέσεις γύρω από τα ζητήματα αυτά στο δημόσιο διάλογο χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια συστηματική και αμερόληπτη ανάλυση ή χωρίς να συνεκτιμηθούν όλες οι πτυχές τους.
Για παράδειγμα, στο ερώτημα αν η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων είναι εφικτή διατυπώθηκαν τόσο αρνητικές όσο και καταφατικές απαντήσεις, χωρίς ωστόσο να ληφθούν υπόψη και οι προϋποθέσεις επίτευξής τους βάσει της διεθνούς εμπειρίας και κατά πόσο αυτές είναι πιθανόν να ισχύσουν και στην περίπτωση της Ελλάδας. Αντιστοίχως, στο ερώτημα για το αν ο δημόσιος τομέας είναι υπερβολικά μεγάλος οι τοποθετήσεις τείνουν να είναι απόλυτες χρησιμοποιώντας συνήθως ένα μόνο κριτήριο, όπως για παράδειγμα τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς να συνεκτιμώνται άλλες παράμετροι όπως η αποτελεσματικότητά του, ή το επίπεδο των δημοσίων δαπανών σε σχέση με τα δημόσια έσοδα.
Στα παραπάνω παραδείγματα «μύθων» θα μπορούσαν να προστεθούν και πολλά άλλα, όπως αυτά που αφορούν τη βιωσιμότητα του χρέους, το επίπεδο φορολόγησης των Ελλήνων, την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων που προωθήθηκαν στις αγορές προϊόντων και εργασίας, την χρήση των δανείων που έλαβε η χώρα στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής, την στάση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έναντι της Ελλάδας, την αλληλεγγύη που έδειξαν οι ευρωπαίοι εταίροι στην χώρα και κατά πόσο αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη διάσωσης των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Αυτό ακριβώς είναι που επιχειρήσαμε και στο βιβλίο αυτό, δηλαδή να συζητήσουμε τους μεγαλύτερους «μύθους», ζητώντας από ειδικούς να «φωτίσουν» με συστηματικό τρόπο όλες τις πτυχές τους.
Είναι οι μεταρρυθμίσεις αυτές που πρέπει να γίνουν;
Στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής έχουν προωθηθεί πολλές μεταρρυθμίσεις σε μια σειρά πεδίων πολιτικής. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και αφορούν παρεμβάσεις που θα έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και πολλά χρόνια στην πατρίδα μας.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν πολλές ακόμα μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν ή και ακόμα που θα έπρεπε να έχουν γίνει ταυτόχρονα. Η προώθηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας προηγήθηκε των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και το επιχειρηματικό περιβάλλον με αποτέλεσμα η μείωση του κόστους εργασίας να συνεισφέρει λιγότερο από το αναμενόμενο στην αύξηση της παραγωγικής δραστηριότητας και των εξαγωγών. Έτσι για παράδειγμα, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας που οδήγησε στην μείωση του κόστους εργασίας ίσως ήταν αναγκαία για την βραχυπρόθεσμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά θα έπρεπε να έχουν προωθηθούν ταυτόχρονα μεταρρυθμίσεις που να αφορούν τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα που περιορίζουν την εξωστρέφεια της οικονομίας. Παρομοίως, έπρεπε να έχει δοθεί μεγαλύτερη έμφαση σε «συμπληρωματικές» πολιτικές, όπως για παράδειγμα η προώθηση Ενεργητικών Πολιτικών Απασχόλησης με στόχο την επανένταξη των ανέργων σε θέσεις εργασίας.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, όπως επισημαίνουν αρκετοί συγγραφείς στο βιβλίο, δεν είναι λίγες οι φορές που μεταρρυθμίσεις που ήταν προς τη «σωστή» κατεύθυνση, υλοποιήθηκαν μερικώς, με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχαν αρχικά σχεδιαστεί, ή με μεγάλες καθυστερήσεις εξαιτίας πολιτικών σκοπιμοτήτων ή της χαμηλής λειτουργικής επάρκειας της δημόσιας διοίκησης.
Θεωρείτε πως θα βγούμε όντως από την επιτροπεία το 2018; Ναι/Όχι/Γιατί; Αν ναι, τότε πόσο αλλαγμένη (και πώς) θα είναι η ελληνική οικονομία σε σχέση με την προ κρίσης εποχή (από άποψης «χαρακτήρα»/ προσανατολισμού περισσότερο).
Το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ προβλέπει πως μετά την έξοδο από το Πρόγραμμα η Ελλάδα θα υπαχθεί αυτόματα σε ένα ειδικό καθεστώς «Εποπτεία μετά το Πρόγραμμα» μέχρι να αποπληρώσει τουλάχιστον το 75% των συνολικών επίσημων δανείων που έχει λάβει από τα κράτη μέλη της ΕΕ και την ΕΕ. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς αυξημένης εποπτείας για πάρα πολλά χρόνια ακόμη. Όσον αφορά τη μορφή που μπορεί να λάβει αυτή η εποπτεία, υπάρχουν δύο πιθανά σενάρια.
Πρώτον, η Ελλάδα θα ενταχθεί σε καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας», οπότε και μιλάμε για αποστολές επιθεώρησης από την Επιτροπή αλλά χωρίς υπογραφή νέου μνημονίου, ό,τι δηλαδή έγινε στις περιπτώσεις της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας.
Δεύτερον, υπαγωγή σε καθεστώς «προληπτικής στήριξης». Η δεύτερη αυτή περίπτωση προβλέπει την παροχή πιστωτικής γραμμής και έχει δύο μορφές, την πιο αυστηρή «Πιστωτική Γραμμή Ενισχυμένων Προϋποθέσεων» η οποία συνοδεύεται από υπογραφή μνημονίου και επισκέψεις αξιολόγησης από ΕΕ/ΕΚΤ και ίσως και το ΔΝΤ ή την «Πιστωτική Γραμμή Προληπτικών Προϋποθέσεων», οπότε και η υπογραφή μνημονίου και οι επισκέψεις αξιολόγησης απαιτούνται μόνο αν χρησιμοποιηθεί η πίστωση. Έτσι, ενώ η ενισχυμένη εποπτεία αποτελεί ένα χαλαρότερο καθεστώς επιτροπείας δεν είναι λίγοι αυτοί που τονίζουν πως η προληπτική στήριξη θα εφησύχαζε τις αγορές επιτρέποντας στην Ελλάδα να δανειστεί με χαμηλότερα επιτόκια.
Σε κάθε περίπτωση η επόμενη ημέρα θα βρει την ελληνική οικονομία αλλαγμένη. Οι δημοσιονομικοί και ορισμένοι βασικοί οικονομικοί δείκτες (π.χ. ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δείκτες ανταγωνιστικότητας) είναι σήμερα σημαντικά βελτιωμένοι σε σχέση με την προ κρίσης εποχή αν και η κρίση αφήνει πίσω της μια κακή κληρονομία σε μια σειρά άλλων εξίσου σημαντικών μεταβλητών: υψηλή ανεργία, μη εξυπηρετούμενα δάνεια και υψηλό χρέος. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα αρχίσουν να αποδίδουν όσο η οικονομία ανακάμπτει και η αλλαγή του προσανατολισμού του παραγωγικού υποδείγματος από την κατανάλωση και τον δανεισμό προς επενδύσεις και εξαγωγές θα εξασφαλίσουν αυτό που αρκετοί από τους συγγραφείς του βιβλίου θεωρούν ως το μεγάλο στοίχημα, τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο μεγαλύτερος «σκόπελος» που ξεπεράστηκε και ποιο το πιο επίμονο «χρόνιο νόσημα» το οποίο θα συνεχίσει να βασανίζει την ελληνική οικονομία ακόμα και μετά την έξοδο από την επιτροπεία;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει ξεπεραστεί είναι τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία αποτέλεσαν κατά το παρελθόν μια από τις πιο σημαντικές παθογένειες του συστήματος. Αυτό βέβαια έγινε με την υιοθέτηση αυστηρών πολιτικών λιτότητας οι οποίες είχαν πολύ μεγάλο κόστος για τους Έλληνες πολίτες και συνέβαλαν σημαντικά στη μεγάλη ύφεση που γνώρισε η ελληνική οικονομία. Κατά συνέπεια, ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθη ο στόχος αυτός ίσως να μην ήταν ο ενδεδειγμένος.
Το μεγάλο στοίχημα που παραμένει είναι η υλοποίηση σημαντικών διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων τόσο στην οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης, όσο και στο πεδίο ρύθμισης λειτουργίας της ιδιωτικής οικονομίας. Στόχος είναι η δημιουργία μιας δημόσιας διοίκησης και γενικότερα, ενός κρατικού μηχανισμού που θα λειτουργεί με αποτελεσματικότητα, διαφάνεια και αξιοκρατία και μιας δυναμικής οικονομίας που θα χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια, καινοτομία και ανταγωνιστικότητα.
Ένα «χρόνιο νόσημα» που ίσως εμποδίσει τις αναγκαίες αυτές μεταρρυθμίσεις είναι ο τρόπος λειτουργίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο δεν ευνοεί τις πολιτικές αλλά και ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις οι οποίες αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Αναλυτικά στον τόμο γράφουν οι:
-Αναστασάτου Μαριάνθη, Δρ., Οικονομολόγος, Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος και Επιστημονική Συνεργάτιδα, Παρατηρητήριο για την Κρίση, ΕΛΙΑΜΕΠ.
-Ζωγραφάκης Σταύρος, Δρ., Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
-Καπλάνογλου Γεωργία, Δρ., Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
-Καστέλλη Ιωάννα, Δρ., Ερευνήτρια, Εργαστήριο Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας και Συντονίστρια, Μονάδα Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας, ΕΜΠ
-Κατσίκας Χ. Δημήτρης, Δρ., Λέκτορας, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Υπεύθυνος, Παρατηρητήριο για την Κρίση, ΕΛΙΑΜΕΠ.
-Κουτσιαράς Νίκος, διδάσκει πολιτική οικονομία και δημόσιες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
-Λαδή Στέλλα, Δρ., Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο και Queen Mary University of London.
-Μανούζας Ζήσης, Υποψήφιος Διδάκτωρ, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
-Μονοκρούσσος Πλάτων, Δρ., Επικεφαλής Οικονομολόγος Ομίλου Eurobank και Προέδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
-Παναγιωταρέα Ελένη, Δρ., Ερευνήτρια ΕΛΙΑΜΕΠ, Senior Economist στον χρηματοπιστωτικό τομέα και Onassis Scholar.
-Πετραλιάς Αθανάσιος, Δρ., Γενικός Διευθυντής Έρευνας, Ινστιτούτο Προληπτικής, Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Ιατρικής, Prolepsis και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
-Τριαντόπουλος Χρήστος, Δρ., Ερευνητής ΚΕΠΕ.
-Φιλίνης Κυριάκος, Δρ., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Παρατηρητήριο για την Κρίση, ΕΛΙΑΜΕΠ.
Διαβάστε επίσης: