Ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα που πρέπει να κάνει κανείς για να μοιραστεί μια ιστορία που θα φτάσει στο κοινό; Να βρει την κατάλληλη ιστορία -μια ιστορία με ενδιαφέρουσα πλοκή- και να την προετοιμάσει, θα έλεγαν οι περισσότεροι. Και θα είχαν δίκιο ως προς την ανάγκη να ετοιμάσουμε μια συνεκτική ιστορία με ελκυστικό θέμα. Όμως, πριν τη διαμόρφωση του περιεχομένου, υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε να ξεχνάμε, καθώς έρχεται πρώτο σε προτεραιότητα: να «διαβάσουμε» το κοινό μας. Να καταλάβουμε σε ποιους απευθυνόμαστε και να τους σεβαστούμε.
Ναι, το ακροατήριο είναι ο σημαντικότερος παράγων για την επιτυχία μιας ιστορίας, όπως και μιας ομιλίας. Οι αντιδράσεις του – τα βλέμματα που εστιάζουν στον ομιλητή, οι κόρες των ματιών που διαστέλλονται, η αναπνοή που γίνεται πιο γρήγορη ή το γέλιο του – είναι η μεγαλύτερη και αμεσότερη ανταμοιβή γι’ αυτή τη δουλειά.
Η ανάγνωση του κοινού είναι αναμφισβήτητα η πρώτη προτεραιότητα στο storytelling. Όσοι χρησιμοποιούν ιστορίες, οι επαγγελματίες του χώρου, έχουν την τάση να το παραβλέπουν, δίνοντας έμφαση σε αυτά που έχουν προαποφασίσει να μοιραστούν και στους στόχους που θέλουν οι ίδιοι να πετύχουν. Ωστόσο, δίνοντας έμφαση στον εαυτό τους, κάποτε χάνουν εντελώς το κοινό τους.
Κι αυτό συμβαίνει επειδή όταν λέμε ιστορίες σε ένα επαγγελματικό περιβάλλον ή τις χρησιμοποιούμε εντάσσοντάς τες στα υλικά επικοινωνίας μας, δεν τις μοιραζόμαστε χωρίς σκοπό. Τις επιλέγουμε επειδή θέλουμε να πετύχουμε έναν συγκεκριμένο στόχο, όπως το να αποκτήσουμε σημαντικούς υποστηρικτές ή να εξασφαλίσουμε κάποια χρηματοδότηση. Οι ιστορίες μας είναι μέρος ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού και η δυνατότητα να φτάσουν άμεσα στο κοινό είναι αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία.
Πώς «διαβάζουμε» το κοινό και τα ενδιαφέροντά του; Για να τα καταφέρουμε πρέπει καταρχάς να υπερβούμε τα στερεότυπα και τα δημογραφικά στοιχεία. Ζούμε στην εποχή των post-demographics και οι αναγνώσεις μας απελευθερώνονται από τα όρια των παραδοσιακών δημογραφικών κατατάξεων. Αντιλαμβανόμαστε το κοινό με βάση τις προσωπικές του προτιμήσεις, τα ενδιαφέρονται και τις πεποιθήσεις του -επομένως, για να επικοινωνήσουμε αποτελεσματικά είναι αναγκαίο πρωτίστως να κατανοήσουμε αυτά που συγκινούν το κοινό και δημιουργούν μια αίσθηση συνανήκειν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοήσουμε παντελώς τα δημογραφικά στοιχεία. Πληροφορίες όπως το φύλο, η ηλικία, η εκπαίδευση, το βιοτικό επίπεδο και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν μια πολύ χρήσιμη βάση για να σκεφτούμε πώς να ξεκινήσουμε να δομούμε μια ιστορία. Είναι η αρχή. Στη συνέχεια, θα πρέπει να υπερβούμε αυτά τα δεδομένα και να προσπαθήσουμε κατά το δυνατόν να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του κοινού. Να σκεφτούμε τι το απασχολεί, τι δυσκολίες αντιμετωπίζει, τι το ανησυχεί και το θυμώνει -αλλά και τι το συγκινεί, τι γεννά μέσα του ελπίδα και επιθυμία να δράσει.
Έπειτα χρειάζεται να σκεφτούμε τι περιμένει το κοινό μας. Τι, ενδεχομένως, θέλει να ακούσει από εμάς. Αναζητά γνώση για κάποιο θέμα; Να αποκτήσει μια νέα οπτική; Θέλει να συνδεθεί με μια ιδέα και έναν σκοπό; Να νιώσει μέλος μιας ομάδας ή ενός κινήματος; Να εκφράσει την αγωνία του;
Επόμενο στάδιο είναι να προσδιορίσουμε όσο γίνεται τον βαθμό γνώσης του κοινού για το θέμα για το οποίο θα μιλήσουμε. Δεν θέλουμε ούτε να επαναλάβουμε πράγματα ήδη γνωστά και να μοιάσουμε βαρετοί, ούτε να είμαστε τόσο αφαιρετικοί που θα δυσκολευτεί η κατανόηση. Προφανώς το κοινό μας δεν έχει ενιαίο επίπεδο γνώσης, εκτός αν πρόκειται για εκπαιδευτική συνθήκη, ωστόσο η απόπειρα να βρούμε το «ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο» γνώσης και αντίληψης είναι μια άσκηση που χρειάζεται να κάνουμε προκειμένου να δώσουμε σε όλους τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν, χωρίς να γίνουμε βαρετοί σε όσους ήδη γνωρίζουν.
Όλα αυτά είναι μια προεργασία που ξεκινά πριν βρεθούμε με το κοινό, στη μοναχική προετοιμασία των υλικών μας. Χρειάζεται χαρτί και μολύβι, χρειάζεται, ωστόσο, και ένα στοιχείο δημιουργικού οραματισμού. Να κλείσουμε, δηλαδή, τα μάτια και να φέρουμε τον εαυτό μας στη συνθήκη. Ακούγεται σαν μια εύκολη, σύγχρονη συνταγή, πρόκειται όμως για μια προτροπή που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Στο πολυδιαβασμένο του «Εγχειρίδιο», ο Επίκτητος θυμίζει πόσο σημαντικό είναι το να γνωρίζουμε εκ των προτέρων τη συνθήκη που μας περιμένει, για να μην απογοητευόμαστε στη συνέχεια. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα μιας επίσκεψης στα λουτρά, θυμίζει στον αναγνώστη να προβάλλει εκ των προτέρων στη σκέψη του όσα γίνονται εκεί: τη φασαρία, εκείνους που σπρώχνουν, εκείνους που κοροϊδεύουν. Και παρότι η σύνδεση με το κοινό μιας ιστορίας ή μιας ομιλίας δεν είναι άμεση, η προτροπή είναι εξαιρετικά σημαντική ως άσκηση πριν από κάθε επαφή με το κοινό.
Όλα αυτά είναι ένας πρώτος κύκλος προετοιμασίας σε ό,τι αφορά το κοινό. Ο δεύτερος αφορά την κατανόηση της δικής μας σχέσης με αυτό. Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τη θέση μας από το ακροατήριό μας, όχι μόνον σε σχέση με τον ρόλο μας. Αν είμαστε ένας ή μία από αυτούς, έχουμε μεν κάποιο πλεονέκτημα, επειδή γνωρίζουμε κάποια από τα θέματα που τους ενδιαφέρουν και τους απασχολούν, αλλά δεν είμαστε ακριβώς ίδιοι -και η αίσθηση της πλήρους ταύτισης ενδέχεται να μας αποπροσανατολίσει. Εάν έχουμε βρεθεί παλιότερα στη θέση του κοινού μας αλλά έχουμε μετακινηθεί από αυτό, η ύπαρξη ενός κοινού σημείου αναφοράς μας βοηθά, αλλά είναι σημαντικό να αξιοποιήσουμε αυτή τη σύνδεση χωρίς να γίνουμε υπερβολικά ή αναίτια διδακτικοί. Εάν, τέλος, δεν έχουμε ούτε είχαμε ποτέ κάποια προφανή σύνδεση, η συνθήκη μοιάζει πιο δύσκολη, όμως μας δίνει μεγαλύτερη ελευθερία να κινηθούμε και να σκεφτούμε. Σε αυτήν την περίπτωση, το κλειδί είναι ακριβώς αυτή η ελευθερία.