Άρθρο του Γιώργου Σταμάτη, Βουλευτή Επικρατείας της ΝΔ.
Η Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων, που τιμάται στις 21 Μαρτίου, καθιερώθηκε από τη Γενική Συνέλευση των ΗΕ το 1966, σε ανάμνηση ενός τραγικού γεγονότος που συγκλόνισε τη διεθνή κοινότητα.
Στη Νότιο Αφρική, οι νόμοι του απαρτχάιντ, που θεσμοθετούσαν πλήρως τη φυλετική ανισότητα, κλιμακώθηκαν το 1960 με την ψήφιση του pass law, ενός νόμου που υποχρέωνε τους μαύρους πολίτες να διαθέτουν ένα είδος πάσο, το οποίο έπρεπε να επιδεικνύουν στις μετακινήσεις τους. Στη Χώρα είχε επιβληθεί πλήρης φυλετικός διαχωρισμός και δεν επιτρέπονταν επαφές πολιτών που ανήκαν σε διαφορετική φυλή.
Το Μάρτιο του 1960, χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, διαδηλώνοντας ειρηνικά, ζητώντας την κατάργηση των αναχρονιστικών φυλετικών νόμων και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας στη βάση της φυλετικής ισότητας και της ειρηνικής συνύπαρξης. Το μεσημέρι της 21ης Μαρτίου, περίπου 20000 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί έξω από το τοπικό αστυνομικό τμήμα του δήμου Σάρπβιλ,, χωρίς τα πάσο τους και διαδήλωναν ειρηνικά κατά των φυλετικών διακρίσεων. Η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί εν ψυχρώ, με αποτέλεσμα 69 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους, ανάμεσα τους γυναίκες και παιδιά και να τραυματιστούν 180.
Η σφαγή του Σάρπβιλ αποτέλεσε ένα ισχυρό ράπισμα κατά της χλιαρής μέχρι τότε στάσης της διεθνούς Κοινότητας προς το καθεστώς του απαρτχάιντ.
Η κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής απομονώνεται διεθνώς, ενώ πέντε χρόνια αργότερα υιοθετείται από τη Γενική Συνέλευση των ΗΕ η Διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων. Τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εφαρμόσουν πολιτική αποκλεισμού των φυλετικών διακρίσεων και να προαγάγουν τη συνύπαρξη και αμοιβαία κατανόηση μεταξύ όλων των φυλών.
Η Σύμβαση θεσπίζει την υποχρέωση των κρατικών οργάνων και φορέων να μην προβαίνουν σε διακρίσεις, καθώς επίσης να απαγορεύουν και να καταστέλλουν με κάθε πρόσφορο μέσο φυλετικές διακρίσεις που εκδηλώνονται από άτομα, ομάδες ή οργανώσεις. Παράλληλα, τα κράτη ενισχύουν κατά το μέτρο του δυνατού οργανισμούς και κινήσεις που αποσκοπούν στην ένταξη και συμπερίληψη όλων των φυλετικών ομάδων στην κοινωνία.
Σήμερα, οι φυλετικές διακρίσεις έχουν καταργηθεί σε κάθε φιλελεύθερη δυτική Δημοκρατία. Ωστόσο, οι διαδοχικές κρίσεις σε συνάρτηση με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη αναβιώνουν συμπεριφορές ρατσισμού και μισαλλοδοξίας σε αρκετές χώρες. Ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία και οι διακρίσεις αποτελούν παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή και κοινωνική ειρήνη. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αντίκεινται ευθέως στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της Δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου.
Η καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού και της μισαλλοδοξίας είναι διακηρυγμένοι στόχοι της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας του Συμβουλίου της Ευρώπης (ECRI), η οποία διατυπώνει συστάσεις προς τα κράτη – μέλη, βασισμένες στις αρχές της μη διάκρισης και των ίσων ευκαιριών. Στις μέρες μας, μπορεί οι φυλετικές διακρίσεις να έχουν περιοριστεί, ωστόσο έχουν αναπτυχθεί άλλοι παράγοντες που μπορεί να συνιστούν λόγοι άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων, όπως είναι το φύλο, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, η αναπηρία, η ηλικία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η ανεκτικότητα και ο σεβασμός της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων αποτελούν θεμέλιο μίας δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοινωνίας. Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA), διαπιστώνει σε έκθεση του ότι, ο ρατσισμός, τα εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά και οι διακρίσεις εκδηλώνονται από άτομα που προέρχονται από ολόκληρο το κοινωνικό και πολιτικό φάσμα ενώ αφορούν όλους τους τομείς της ζωής.
Η καταπολέμηση των φαινομένων του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και των εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά αποτελεί μείζονα προτεραιότητα της Ελλάδας εδώ και αρκετά χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, η τέλεση εγκλήματος με ρατσιστικά κίνητρα, λόγω χαρακτηριστικών του θύματος φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, συνιστά επιβαρυντική περίσταση για το δράστη και προσαυξάνει την ποινή του.
Στην κατεύθυνση καταπολέμησης κάθε μορφής διάκρισης έχει εκπονηθεί και υλοποιείται το Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας, το οποίο βασίζεται στο αντίστοιχο ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης και στοχεύει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του ρατσισμού, της ρατσιστικής βίας και των διακρίσεων. Παράλληλα, αποσκοπεί να ευαισθητοποιήσει όλους μας για τον σεβασμό της αρχής της ισότητας, της ίσης μεταχείρισης και της αξιοπρέπειας, σε μια πλουραλιστική κοινωνία που αποδέχεται και ενσωματώνει τη διαφορετικότητα.
Τους τελευταίους μήνες, η βάναυση τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς εναντίον αθώων και άοπλων ανθρώπων, με αποκλειστικό κριτήριο τη θρησκεία τους, συνιστά την πλέον οδυνηρή απόδειξη ότι το τέρας του ρατσισμού είναι ακόμη εδώ και αποτελεί μια σταθερή απειλή. Ο αντισημιτισμός πλήττει κατάφωρα τον πυρήνα των ευρωπαϊκών αξιών, του ανθρωπισμού, της θρησκευτικής ελευθερίας και της ισότητας και είναι ευθύνη μας να τον αντιμετωπίσουμε. Σε αυτό το πλαίσιο συμβάλλει η στρατηγική της ΕΕ για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού.
Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει και ο Ραβίνος Jonathan Sacks , «Το μίσος που έχει ως αφετηρία τους Εβραίους δεν σταματά ποτέ στους Εβραίους. Είναι απειλή, πάνω απ’ όλα, για την Ευρώπη και τις ελευθερίες που πέρασαν αιώνες να κατακτήσουμε».
Υπό αυτό το πρίσμα και αντλώντας και τα διδάγματα που είναι χαραγμένα στη συλλογική μας μνήμη από το Oλοκαύτωμα, αποτελεί αναντίρρητο χρέος μας να επιδεικνύουμε μηδενική ανοχή απέναντι στο ρατσισμό, καθώς και απέναντι σε οποιαδήποτε ιδεολογία προάγει το φανατισμό, το μίσος και την ανισότητα. Στόχος μας να διαμορφώνουμε κοινωνίες ανεκτικές, συμπεριληπτικές, με βάση τις αρχές της αρμονικής συνύπαρξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης.