Εν μέσω εξελίξεων που άπτονται τουρκικών δρομολογήσεων και προκλήσεων που αφορούν εν προκειμένω στο άνοιγμα της πόλης της Αμμοχώστου και δη των Βαρωσίων, ολοκληρώθηκε ο δεύτερος γύρος των εκλογών στο ψευδοκράτος, κατά ταύτα δε στην κατεχόμενη βόρεια περιοχή της Κύπρου.
Διαβάστε επίσης: Αμμόχωστος: Γεωστρατηγικό προπύργιο προώθησης πολιτικών
Η Τουρκία επέλεξε να στηρίξει προδήλως μεταξύ των δύο υποψηφίων τον απολύτως εξαρτώμενο από την ίδια, Ερσίν Τατάρ, έναντι του θεωρούμενου και ως φιλοκύπριου και κατά το δυνατόν αποστασιοποιημένου από την Άγκυρα, Μουσταφά Ακιντζί.
Επομένως, η κυρίαρχη διαφορά των δυο υποψηφίων δεν παραπέμπει στις προγραμματικές τους διαθέσεις έναντι της τουρκοκυπριακής κοινότητας τόσο, όσο στον βαθμό εξάρτησης του ενός και του άλλου από τις καθοδηγητικές, παρεμβατικές λειτουργίες της Άγκυρας.
Σημειώνεται για του λόγου το αληθές πως ο Μουσταφά Ακιντζί εκπροσωπεί περισσότερο την παλαιόθεν υφιστάμενη ως παράσταση παρουσίας τουρκοκυπριακή κοινότητα, συνθήκη που σήμερα έχει αλλοτριωθεί τα μάλα από τον εποικισμό, ενώ ο Ερσίν Τατάρ θεωρείται ως ο ενσαρκώνων τη βούληση της Αγκύρας, εκπροσωπών ταυτόχρονα πρωτίστως την πολιτική θέληση των εποίκων.
Σε τμήμα της ελλαδικής δημοσιότητας, όπως και της των Ελλήνων της Κύπρου, καλλιεργείται η αντίληψη ότι η νίκη του Τατάρ θα ενδυναμώσει μια στρατηγική διχοτόμησης, ενώ αντιθέτως εάν προέκυπτε νίκη του Μουσταφά Ακιντζί αυτή θα ευνοούσε μια «θετική» πορεία των συνομιλιών για λύση του Κυπριακού, κατά τα πρότυπα παλαιόθεν υφισταμένων σχεδίων στο πλαίσιο πάντοτε της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Η παραπάνω αντίληψη προβάλλεται ως ρηχή αναφορικά προς την προσέγγιση της πραγματικότητας, διότι η στρατηγική της Τουρκίας, που αποβλέπει στη φινλανδοποίηση της Κύπρου, δηλαδή στον στρατηγικό έλεγχό της ως συνέχεια της λύσης, εξυπηρετείται πλήρως από μια λύση διζωνικής δικοινοτικής διάστασης, όπου η Άγκυρα θα ήταν σε θέση να ελέγχει απολύτως τον Βορρά και να επηρεάζει τον Νότο, καθορίζοντας εν προκειμένω διά της ευάλωτης διάρθρωσης της κεντρικής εξουσίας την πορεία των αποφάσεων της ομοσπονδιακής δομής.
Αντιθέτως, το σενάριο μιας διχοτόμησης, που για ορισμένους προβάλλει ως εφιάλτης και παραπέμπει στον εξαναγκασμό υιοθέτησης μιας λύσης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, παραβλέποντας τις αδυναμίες αποτελεσματικής λειτουργίας των ομοσπονδιακών δομών, αλλά και αγνοώντας στο πλαίσιο των υπό συζήτηση σχεδίων, βασικά στοιχεία του ευρωπαϊκού κεκτημένου ως κράτους δικαίου, που σημαίνει ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες και εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής του ένας άνθρωπος - μία ψήφος, δεν εξυπηρετεί τους τουρκικούς σχεδιασμούς για έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.
Η Τουρκία, των ανωτέρω δεδομένων, ουδόλως επιδιώκει τη διχοτόμηση, διότι δι’ αυτής το βόρειο κομμάτι θα τουρκοποιείτο μεν απολύτως και θα συνιστούσε de facto τμήμα του τουρκικού κράτους, ο νότος, όμως, για λόγους πρωτίστως επιβίωσης, θα επιδίωκε παντί τρόπο την ενσωμάτωσή του με τον ελλαδικό κορμό και επομένως το Κυπριακό Πρόβλημα πιθανότατα θα οδηγείτο εν τοις πράγμασι στο παλαιόθεν εκπονηθέν σχέδιο περί διπλής ενώσεως.
Το παραπάνω σενάριο, απευκταίο εν προκειμένω ως προς την επιταγή διεκδίκησης της αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας στη μεγαλόνησο, θα συνιστούσε εφιαλτικό σκηνικό για την Άγκυρα, ακυρώνοντας έτσι τα σχέδιά της για εμπέδωση συνθηκών ελέγχου ολόκληρης της μεγαλονήσου. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω σεναριακή διάσταση πολιτικής θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως παραπλανητικό σκηνικό υλοποίησης πολιτικών, τιθέμενο κατά ταύτα εκτός πλαισίου ρεαλιστικών σχημάτων, ανεξαρτήτως του ποιος εκ των δυο υποψηφίων, Ακιντζί ή Τατάρ, θα εκλεγεί.
Ούτως ή άλλως και στην περίπτωση της ηγεσίας Ακιντζί, οι επιλογές του ιδίου ή και οιουδήποτε άλλου είναι εξαιρετικά περιορισμένες, καθότι τον πρώτο λόγο στις διαπραγματεύσεις και όχι μόνο τον έχει κυρίαρχα και απολύτως η Άγκυρα.
Η οποιαδήποτε εξέλιξη πρόκειται να λάβει χώρα σε σχέση με την κατεχόμενη βόρεια περιοχή της Κύπρου καθορίζεται απολύτως και αναντιρρήτως από τον Τούρκο Πρόεδρο και ουδέν πέραν τούτου.
Επομένως και εν κατακλείδι, η διλημματική διάσταση της επιλογής μεταξύ Ακιντζί και Τατάρ δεν αντανακλά μια πραγματικότητα ουσιαστικού προβληματισμού, αλλά κατ’ ουσίαν παραπέμπει στη μια περίπτωση σε μιαν ανοιχτή και εξόφθαλμη αποδοχή και ενθάρρυνση τουρκικής παρέμβασης, ενώ στην άλλη περίπτωση η τουρκική παρέμβαση πραγματώνεται συγκεκαλυμμένα, εφαρμοζόμενη εν τέλει και διά της ισχύος.