Τον τελευταίο καιρό γινόμαστε μάρτυρες μιας σοβαρής όξυνσης στο επίπεδο και την ένταση με την οποία εκδηλώνεται η εγκληματικότητα στην ελληνική κοινωνία, μια κατάσταση που εκφράζεται με τραγικό τρόπο τόσο με γεγονότα που καταφέρνουν να απασχολήσουν την επικαιρότητα, όπως ο θάνατος του επιχειρηματία που χτυπήθηκε βάναυσα στο σπίτι του από τους ληστές που εισέβαλαν σε αυτό· βεβαίως υπάρχει και η αρνητική δημοσιότητα, όπως εκείνη που πήραν οι αλήστου μνήμης (και απύθμενης βλακείας) οδηγίες της ΕΛ.ΑΣ. μεταξύ των οποίων και η περίφημη «εάν στο σπίτι σας μπουν εγκληματίες, κάντε πως κοιμάστε…».
Η συγκεκριμένη ανακοίνωση σχολιάστηκε εκτενώς στις ιλαροτραγικές τις διαστάσεις, ωστόσο θέτει και καίρια ζητήματα με άκρως σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες: Όταν σηκώνει τα χέρια ψηλά ο κατ εξοχήν θεσμός που είναι επιφορτισμένος με την διαφύλαξη ενός από τα πιο θεμελιώδη δημόσια αγαθά που διασφαλίζουν την συνοχή της κοινωνίας, δηλαδή της ασφάλειας, του οικιακού ασύλου, της σωματικής ακεραιότητας, σε τελευταία ανάλυση, ενός ομαλού καθημερινού βίου δίχως να απειλείται η ίδια μας η ζωή, τι άραγε μπορεί να σημαίνει αυτό για την ίδια την βιωσιμότητα αυτής της χώρας;
“Η ακραία σχετικοποίηση του αγαθού της ασφάλειας, πυροδοτεί την ανάδυση μιας φοβικής κοινωνίας· μαζί με αυτήν έρχεται και η απαξίωση της δημοκρατικής πολιτείας”
Η ατζέντα της κυρίαρχης ιδεολογίας κατά την ύστερη μεταπολίτευση, ας την χαρακτηρίσουμε ψευδο - αλλά και χαζό - φιλελεύθερη, τείνει να υποτιμάει σημαντικά την σημασία που έχει αυτό το αγαθό της ασφάλειας για την εκάστοτε κοινωνία. Στην βάση αυτής της υποτίμησης διακρίνεται ένα αντανακλαστικό παβλοφικού τύπου, το οποίο διόλου δεν την τιμάει: Επειδή το ζήτημα της ασφάλειας πολύ συχνά γίνεται στόχος πλειοδοσίας από αυταρχικές πολιτικές ατζέντες, άρα, ανήκει εξ ορισμού και οργανικά σε αυτές, οπότε εξορίζεται από την ημερήσια διάταξη του πολιτικού διαλόγου· «όποιος θέλει ασφάλεια, ας γίνει ασφαλίτης» που έλεγε κι ένα σύνθημα βλακώδους και ψευδεπίγραφης ελευθεριακότητας στις αρχές του 2000.
Αυτή η νοοτροπία αδυνατεί να συλλάβει τους αυτοματισμούς που εξελίσσονται αυτήν την στιγμή μέσα στην ελληνική κοινωνία, και οι οποίοι μεταβάλουν επιδεινώνουν δραματικά το επίπεδο διαβίωσης των ανθρώπων – ιδίως των ασθενέστερων αλλά και των πιο τσακισμένων από την κρίση, αλλά όχι μόνο.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, και με πολύ δραματική επιτάχυνση από το τέλος της δεκαετίας του 2000, η εγκληματικότητα στην Ελλάδα έχει υποστεί αλλαγές, η υφή των οποίων είναι πολύ γνώριμη και από άλλα φαινόμενα που αναπτύσσονται μέσα στην παγκοσμιοποίηση: Δεν είναι μόνον ότι η ένταση και η εμβέλειά της έχει πυκνώσει, είναι ότι οι μηχανισμοί της τρόπον τινά έχουν «εκσυγχρονιστεί» καθώς τα δίκτυά της γίνονται ολοένα και πιο απρόσωπα, πολυεθνικά, συστηματοποιημένα. Όμοια με τις… πολυεθνικές επιχειρήσεις, θα λέγαμε, τείνουν και αυτά πυκνώνοντας μια τυφλή δραστηριότητα να εκμηδενίσουν κάθε ανθρώπινη αξία. Και όπως συμβαίνει και με άλλα ζητήματα που γνώρισαν παρόμοιο τύπο μετασχηματισμών, αυτό που λέμε κοινωνικό Κράτος στέκεται αδύναμο πλέον να προλάβει, να αποτρέψει, αλλά και να παρέμβει, προκειμένου να ελέγξει αυτές τις δραστηριότητες ώστε να διαφυλάξει το συμφέρον και την συνοχή της κοινωνίας: «Γίναμε Σικάγο», όπως συχνά δηλώνουν οργισμένοι, κυρίως ηλικιωμένοι άνθρωποι μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες· ή πιο εύστοχα, Κολομβία...
Σα συνέπεια αυτού του πράγματος, το έγκλημα γίνεται πιο τραχύ, η ωμότητά του πυκνώνει και κανονικοποίειται. Για να αντιληφθούμε γιατί συμβαίνει αυτό, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι το έγκλημα δεν ρυθμίζεται μόνο από το κράτος, και δεν αποτελεί μόνο αντικείμενο διαχείρισης από τα τυπικά σώματα ασφαλείας. Υπάρχουν και αυτόνομοι κοινωνικοί μηχανισμοί που ρυθμίζουν το πώς εκδηλώνεται η συμπεριφορά του, πράγμα που έχει να κάνει με τον τρόπο που διαμεσολαβείται πολιτισμικά: Υπήρχαν και στο έγκλημα, παλαιότερα, άγραφοι νόμοι που πήγαζαν από τις αξίες και τις αρχές αυτής της κοινωνίας – μόλο που ως δραστηριότητα, η εγκληματική κινούνταν πάντα στα όρια των τελευταίων.
Στα σπίτια, λογουχάρη, οι κλεπταποδόχοι προτιμούσαν να μπαίνουν όταν αυτά ήταν άδεια, για να αποφύγουν το ενδεχόμενο της εμπλοκής με εκείνους που κατοικούσαν μέσα σε αυτά: «Κλέφτες είμαστε, όχι δολοφόνοι». Όμοια, υπήρχε αυστηρότερη διάκριση του μικροεγκλήματος με το μεγάλο· η πλειοψηφία του κόσμου, ο «κοσμάκης» που λένε στην πιάτσα, σπανίως και οριακά ερχόταν σε επαφή με τις πρακτικές (και τις συνέπειες) του μεγάλου εγκλήματος καθώς αυτό τελούσε σχετικά αυτονομημένο μέσα στον κοινωνικό βίο: Τα μπλεξίματα ήταν για τους μπλεγμένους, ενώ η μικροεγκληματικότητα εκδηλώνονταν λίγο πολύ ήπια. Όσο για τα ψυχοπαθολογικά εγκλήματα αυτά ήσαν άλλης τάξεως ζήτημα, πάντοτε παρόντα για να μας θυμίζουν ότι η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη διατηρεί μεταξύ άλλων και μια εντροπία προς το έρεβος.
Σήμερα όλα τούτα, σα συνέπεια της παγκοσμιοποίησης του εγκλήματος, έχουν απορρυθμιστεί. Για τους λόγους τους οποίους προείπαμε, και για χίλιους δυο άλλους που όλοι μέσες - άκρες γνωρίζουμε – διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, φτώχεια, έξαρση της ψυχοπαθολογίας, κατάρρευση των αξιών και υποκατάστασή τους με μια τυφλή εγωκρατία του τύπου «ζήσε και άφησε τους άλλους να πεθάνουν», κυριαρχία μιας κουλτούρας επίδειξης της άμετρης φετιχοποιημένης βίας από την τηλεόραση ή το διαδίκτυο, δηλαδή μια γενική απανθρωποποίηση της κοινωνίας – όλα τα παραπάνω στοιχεία έχουν αναμειχθεί χαοτικά παράγοντας έναν καθημερινό πόλεμο χαμηλής έντασης, όπου το κάποτε μικροέγκλημα υιοθετεί πρακτικές… Εσκομπάρ, ενώ το μεγάλο δεν διεκδικεί μόνον οικονομικό κέρδος αλλά ταυτόχρονα, κοινωνική και πολιτική εξουσία: Γιατί η θεσμική αποτυχία της ελληνικής πολιτείας να αντιμετωπίσει αυτή η κατάσταση γεννά κενό δικαίου και ισχύος του νόμου (και του Συντάγματος, στο οποίο η προστασία της ζωής, της ασφάλειας και της ακεραιότητας έχει θεμελιώδη σημασία), με συνέπεια τα δίκτυα των πολυεθνικών μαφιών να γίνονται «κράτος εν κράτει» σε ολόκληρες περιοχές των μεγάλων πόλεων, και της επαρχίας. Έτσι, φαινόμενα τα οποία βλέπαμε στις φαβέλες του λατινοαμερικάνικου κινηματογράφου, ή στα φιλμ νουάρ του νέου αμερικάνικου κινηματογράφου που αποτύπωναν την σκληρή πραγματικότητα στην rust belt («ζώνη της σκουριάς»), τις εκτεταμένες κοινωνικά και οικονομικά ρημαγμένες περιοχές που ζουν οι νεόπτωχοι των ΗΠΑ, σήμερα συμβαίνουν δίπλα μας.
Ποια είναι η πολιτική συνέπεια αυτού του πράγματος; Η ακραία σχετικοποίηση του αγαθού της ασφάλειας, πυροδοτεί την ανάδυση μιας φοβικής κοινωνίας· μαζί με αυτήν έρχεται και η απαξίωση της δημοκρατικής πολιτείας: Ποια η αξία της όταν δεν μπορεί να υπερασπίσει την ζωή μέσα στην καθημερινότητα των πολλών; Εξάλλου οι πολιτικές ελίτ εδώ και καιρό δεσμεύουν ένα πολύ μεγάλο μέρος της διαθεσιμότητας της αστυνομίας για να εξασφαλίζουν την δική τους δωρεάν προστασία – το περίφημο… «υπουργείο προστασίας Φλαμπουράρη». Όσο για τους κοινωνικά ισχυρούς, καταφεύγουν στην ιδιωτική προστασία, (που και πολύ συχνά, αν όχι πάντοτε, και η ίδια αποτελεί αυθεντικό παρακλάδι του εγκλήματος). Κάπως έτσι χάνονται οι προϋποθέσεις και το περιβάλλον που επιτρέπουν στο να ανθίσουν οι ελευθερίες, και έρχεται η ώρα που διατυπώνεται και μαζικοποιείται το αίτημα, η ροπή προς τον κάθε φύσεως αυταρχισμό: Το κόμικ του δικαστή Dredd, που εξιστορεί τις περιπέτειες ενός υπερτεχνολογικοποιημένου αστυνομικού ο οποίος δικάζει, συλλαμβάνει και καταδικάζει αυτοστιγμεί μέσα σε μια μελλοντική, κατεστραμμένη και δυστοπική μητρόπολη έχει να μας διδάξει πολλά ως προς αυτό.
Μπροστά σε αυτήν την σιδερένια αλληλουχία που περιγράψαμε, με τις τεράστιες επιπτώσεις για την ίδια μας την ζωή. Η παρούσα κυβέρνηση ακολουθεί πιστά της οδηγίες της ΕΛΑΣ: «Κάνει ότι κοιμάται». Κι αυτό όχι μόνο γιατί κατέκτησε την εξουσία ισχυροποιούμενη ως παρασιτική γραφειοκρατία της κοινωνικής διαμαρτυρίας, αλλά και γιατί ο ιδεολογικός της κόσμος την στερεί από τα εργαλεία εκείνα που θα της επέτρεπαν να καταλάβει τι συμβαίνει στους «αποκάτω» που θα ’λέγαν και οι ίδιοι.
“Υπάρχει άραγε ένας τρίτος δρόμος πέρα της διελκυστίνδας γενικευμένης ανασφάλειας και αυταρχικοποίησης;”
Το παράδειγμα Παρασκευόπουλου είναι εξόχως χαρακτηριστικό. Ο ίδιος, επί δεκαετίες δίδασκε στο τμήμα Νομικής ΑΠΘ, μια «κριτική σωφρονιστική» πομπώδικη στην φρασεολογία της αλλά υπεραπλοϊκή στις κοινωνιολογικές της προσλαμβάνουσες: Το έγκλημα ως προϊόν του «καπιταλισμού» (sic!), και συνακόλουθα το συγχωρητικό κράτος, και οι πολιτικές ένταξης ως απάντηση μιας προοδευτικής πολιτικής, η οποία ταυτοχρόνως, όπως είπαμε και στην αρχή, αρνείται να αναγνωρίσει την θεμελιώδη σημασία της ασφάλειας για την συνοχή της εκάστοτε κοινωνίας, απορρίπτοντάς την ως «ακροδεξιά ιδεοληψία».
Με το που πήγε αυτή η «κριτική σωφρονιστική» να νομοθετήσει σε αυτό το περιβάλλον που περιγράψαμε προηγουμένως, έφαγε θεαματικά τα μούτρα της, αν και δεν ήταν οι ιεραπόστολοί της, αλλά η υπόλοιπη κοινωνία που πόνεσε περισσότερο από αυτήν την πρόσκρουση. Σα συνέπεια, πυροδοτήθηκε και πάλι η περίφημη πανουργία της ιστορίας: Επειδή ακριβώς αυτή η άποψη υπηρέτησε ιδεοληπτικά μια… απερίσκεπτη θεωρία, απερίσκεπτη κυριολεκτικά και με όλη την σημασία της λέξης, εν τέλει θα παίξει ρυθμιστικό, πρωταγωνιστικό ρόλο στο να φέρει πιο κοντά τους χειρότερούς της εφιάλτες, δηλαδή μια αυταρχική απάντηση στο διάχυτο αίτημα της κοινωνίας για ασφάλεια.
Υπάρχει τρίτος δρόμος; Υπάρχει άραγε ένας τρίτος δρόμος πέρα της διελκυστίνδας γενικευμένης ανασφάλειας και αυταρχικοποίησης; Ίσως την απάντηση να την δίνει ο αστυνόμος Μπέκας του Γιάννη Μαρή, ο Χαρίτος του Πέτρου Μάρκαρη, και οι άλλοι, διεθνείς ήρωες της κοινωνικά ευαισθητοποιημένης αστυνομικής λογοτεχνίας, η οποία πολύ συχνά προικίστηκε με μια κοινωνιολογική ματιά πολύ πιο κοφτερή από εκείνην που παράγουν τα αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα. Καθώς αγωνίζονται να διασώσουν μέσα απ’ την δράση τους το δίκαιο και την υπεράσπιση των αδυνάμων, αυτοί οι ήρωες αντιπροσωπεύουν μια εκδοχή αντιμετώπισης του εγκλήματος στην πράξη κοινωνιστική. Μπορεί η αντίληψη αυτή άραγε να προσλάβει διαστάσεις μιας δημοκρατικής στρατηγικής για την ασφάλεια; Δυστυχώς βέβαια, το ερώτημα παραμένει ακόμα πολύ θεωρητικό…