α. «Πού αλλού θα βρισκόμουν καλύτερα, παρά ανάμεσα στα τρία κέντρα της ύπαρξης: Τα σπίτια της αμαρτίας, την εκκλησία που τις συγχωρεί και το νοσοκομείο όπου πεθαίνεις” (Κ.Καβάφης).
β. «Είμαι κι εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε ελληνίζων, αλλά ελληνικός» (Κ.Καβάφης)**.
γ. «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π.ΚΑΒΑΦΗΣ / ΠΟΙΗΤΗΣ / ΘΑΝΩΝ ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΗΝ 29ην ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1933» (επιτύμβια πλάκα).
δ. Κ. Π. Καβάφης: 29 Απριλίου 1863 – 29 Απριλίου 1933.
Ο σημερινός αναγνώστης και μελετητής της ποίησης του Κ. Καβάφη θα ήταν δύσκολο και συνάμα άστοχο αν παραβλέψει ή προσπεράσει με ασύγγνωστη ταχύτητα τα παραπάνω στοιχεία-αναφορές (αυτοαναφορές) του ποιητή. Κι αυτό γιατί οι αυτοαναφορές αυτές (α, β) συνιστούν τα δομικά στοιχεία του ποιητικού του έργου και της λανθάνουσας πηγής της έμπνευσής του. Ο αλεξανδρινός ποιητής με μία αυτοβιογραφική ομολογία του φανερώνει τις βασικές συντεταγμένες της ποίησής του που καταυγάζουν το ρόλο-επιδράσεις τόσο των ερωτικών του επιλογών όσο και της πνευματικής ή ιδεολογικής του σχέσης με τον Ελληνισμό** ως Ιστορία ή Ιδέα.
Οι οίκοι ανοχής και τα χαμαιτυπεία της Αλεξάνδρειας, η ομοφυλοφιλία του αλλά και ο ιδιαίτερος τρόπος να προσεγγίζει και να μετουσιώνει σε ποιητικό δημιούργημα τα ιστορικά γεγονότα (κατά προτίμηση της Ελληνιστικής περιόδου) αποτελούν τους αναγκαίους ερμηνευτικούς κώδικες της ποίησης του Καβάφη. Η ταξινόμηση των ποιημάτων του σε Φιλοσοφικά, Ιστορικά και Ηδονικά, όσο σχηματική κι αν είναι, αποτυπώνει με περισσή ενάργεια το πλαίσιο αναφοράς της ποιητικής δημιουργίας. Μιας δημιουργίας που 160 χρόνια μετά τη γέννησή του (1863) και 90 χρόνια μετά το θάνατό του (1933) εξακολουθεί να είναι τόσο σύγχρονη και επίκαιρη.
Οι πολέμιοι του Καβαφικού έργου
Στα επετειακά αφιερώματα, ωστόσο, θα πρέπει να καταγραφούν και οι αντιδράσεις του ποιητικού κατεστημένου της εποχής εκείνης απέναντι στην ποίηση του Καβάφη. Οι αντίπαλοί του παραγνωρίζοντας και παραβιάζοντας τους κανόνες της – απούσας τότε - πολιτικής ορθότητας εστίασαν την κριτική τους και στις ερωτικές ιδιαιτερότητες του ανθρώπου Καβάφη.
Πρωταγωνιστής της αρνητικής υποδοχής και κριτικής της ποίησης του Κ. Καβάφη υπήρξε τότε ο ιεροφάντης του δημοτικισμού Κ. Παλαμάς που αδυνατούσε να κατανοήσει και να αποδεχτεί την τεχνοτροπία του Καβάφη στην οποία δέσποζε ο ελεύθερος στίχος και ο πεζολογικός χαρακτήρας. Κι αυτό γιατί ο Παλαμάς και η σχολή του αποθέωναν τον έμμετρο στίχο, την δημοτική γλώσσα και τα πολλά και ηχηρά επίθετα. Ειδικότερα έλεγε:
“Ποιητής ο Καβάφης; Δεν ξέρω, ίσως να κάμνω λάθος… Μάλλον για ρεπορτάζ από τους αιώνες μοιάζουνε τα γραφτά του. Σκίτσα ιδεών, που πάνε να γίνουν καλά τραγούδια, αλλά παραμένουν ημιτελή σχεδιάσματα”.
Σε ανάλογο κλίμα και ύφος ήταν και η κριτική του Γ. Κορδάτου:
“Απόστημα της λογοτεχνίας μας, γι αυτό πρέπει να αποκοπεί… Πιστεύω πως θάρθει ο καιρός, όπου ο Καβάφης θα ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκαν ο Αχ. Παράσχος κι άλλοι ποιητές που είχαν μεγάλη δημοσιότητα”.
Ο Γ. Κορδάτος έντονα επικριτικός στην ποίηση του Καβάφη σε ένα άλλο επίπεδο σημείωνε πως ο ποιητής “απηχούσε το πνεύμα της απαισιοδοξίας και τις ιδέες της παρακμής… Ορισμένα ποιήματά του εκφράζουν την πίκρα που αισθανόταν για τον ξεπεσμό του και το μίσος ενάντια στους νεόπλουτους”.
Οι υπερασπιστές του Καβάφη
Ωστόσο, στο ποιητικό αρχιπέλαγος του Παλαμά και των παλαμιστών υπήρξαν και επώνυμες φωνές που εκθείαζαν την ποίηση του Καβάφη. Ήταν όλοι εκείνοι που στην καβαφική ποίηση διέκριναν το νέο και το πρωτοποριακό στοιχείο τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Ειδικότερα ο Σεφέρης τόνιζε:
“Το έργο του Καβάφη είναι ένα και μόνο ποίημα εν προόδω που το τερματίζει ο θάνατος”.
Σε ανάλογο ύφος και κλίμα ήταν και η υπεράσπιση του Κ. Βάρναλη:
“Χωρίς αμφιβολία ο Καβάφης είναι ένας μοναδικός ιδιότυπος ποιητής. Ασεβής σε όλα, από τη μορφή ίσαμε την ουσία…. Το περιεχόμενο αυτής της ποίησης είναι σχεδόν ένα επεισόδιο ιστορικό ή προσωπικό του ποιητή”.
Στον κύκλο των υπερασπιστών του Καβαφικού έργου ανήκε και ο Ν. Καζαντζάκης ο οποίος μεταξύ άλλων έγραφε:
“Ο Καβάφης είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού θαρραλέου”.
Η αξιολόγηση του Καβαφικού έργου που ακολουθεί αποδείχτηκε άκρως προφητική για τη διαχρονικότητά του.
“Ο Καβάφης, κατά την γνώμη μου, είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. Εκτός από την ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική αξία του, η λιτότης του ύφους του, που εγγίζει ενίοτε τον λακωνισμό, ο ζυγισμένος ενθουσιασμός του που ελκύει προς τη διανοητική συγκίνηση, η ορθή φράσις του, αποτέλεσμα μιας αριστοκρατικής φυσικότητας, η ελαφρά ειρωνεία του, αντιπροσωπεύουν στοιχεία που θα εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο οι γενεές του μέλλοντος, παρακινημένες από την πρόοδο των ανακαλύψεων και την λεπτότητα του νοητικού μηχανισμού. Οι σπάνιοι ποιηταί σαν τον Καβάφη θα καταλάβουν τότε πρωτεύουσα θέσι σ’ έναν κόσμο που θα σκέπτεται πολύ περισσότερο παρά σήμερα”
(απόσπασμα από το «αυτοεγκώμιο»).
Η αξία και η διαχρονικότητα των ποιημάτων του Καβάφη καθίστανται πιο εμφανείς στο βαθμό που πολλοί στίχοι του ανιχνεύονται στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, όπως: “Σαν βγεις στον πηγεμό για την Ιθάκη», «Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους;», «Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω», «Σαν έτοιμος από καιρό…».
Αλήθειες ζωής και διαχρονικές Ιδέες
Αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στη νεοελληνική ποίηση το γεγονός πως πολλοί στίχοι του Καβάφη χρησιμοποιούνται για να αναδείξουν κάποιες κρυμμένες και διαχρονικές αλήθειες και ιδέες της ανθρώπινης ζωής. Ο διδακτικός τόνος των ποιημάτων σε συνδυασμό με τον προτρεπτικό τους χαρακτήρα διαμορφώνουν για τον αναγνώστη έναν κώδικα ερμηνείας και κατανόησης της πραγματικότητας που μάς περιβάλλει αλλά και ένα πολύτιμο εργαλείο αυτογνωσίας και ανθρωπογνωσίας.
Αρωγός σε όλα αυτά τα παραπάνω και η αποφθεγματική μορφή πολλών στίχων που ενσωματώθηκαν στο λεξιλόγιό μας καθώς και στις κοινωνικές μας σχέσεις.
Η σταχυολόγηση που ακολουθεί είναι ενδεικτική του πλούτου της ποιητικής δημιουργίας του Καβάφη και δεν ενέχει κανένα αξιολογικό στοιχείο.
Α. Ο εγκλωβισμός και τα αδιέξοδα του ανθρώπου.
“Είπες «Θα πάγω σ΄άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλην θάλασσα. / Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή / Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. / Η πόλις θα σε ακολουθεί…»” (“Η Πόλις”).
Οι παραπάνω στίχοι αποτυπώνουν με δραματικότητα το αίσθημα του εγκλωβισμού του ανθρώπου που αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή του. Το ανέφικτο του στόχου του αισθητοποιεί πέραν όλων των άλλων αρνητικών συναισθημάτων και την οδυνηρή διάψευση κάθε προσδοκίας αλλά και την συνειδητοποίηση της πλήρους αδυναμίας του ανθρώπου να αποδεσμευτεί από το παρελθόν του.
Ο ποιητής με απόλυτο τρόπο διακηρύσσει πως δεν υπάρχει καμία προοπτική να απεγκλωβιστούμε από ένα πλαίσιο ζωής που χτίσαμε πάνω σε λάθη και πως τα λάθη αυτά και οι επιλογές μας θα μάς ακολουθούν παντού και πάντα ( “Η πόλις θα σε ακολουθεί”).
Β. Oι κίνδυνοι από τα Μεγαλεία
“Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. / Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις / αν δεν μπορείς με δισταγμό και προφυλάξεις / να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις, / τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι”(“Μάρτιαι Ειδοί”).
Ο ποιητής προειδοποιεί όσους εμμονικά στοχεύουν την εξουσία και τα μεγαλεία πως αυτό το πάθος μπορεί να αποβεί μοιραίο για την ίδια την ζωή τους. Προτρέπει, επίσης, να χαλιναγωγούμε τις φιλοδοξίες μας γιατί μπορούν από μία δημιουργική δύναμη να εξελιχθούν σε μία ανεξέλεγκτη τραγωδία μας.
Συμβουλεύει, επίσης, μία προσεκτική διαχείριση των προνομίων που απορρέουν από τα “μεγαλεία” γιατί τα ίδια αυτά μεγαλεία μπορεί να μάς φέρουν σε μία κατάσταση Οίησης και Ύβρης και απώλειας της αυτογνωσίας. Η προσωπική ανάδειξη, όσο κι αν συνιστά μία εσώτατη ανάγκη, δεν πρέπει να μάς αλλοτριώνει και να μάς απομακρύνει από το μέτρο και την ανθρώπινη ταπεινότητα. (“μάλλον / σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων”, «Ο Δαρείος»).
Γ. Η αξιοπρέπεια μπροστά στην απώλεια
“Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, / αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει” (“Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”).
H απώλεια όλων εκείνων για τα οποία ξοδέψαμε τη ζωή μας δεν πρέπει να μας καταβάλει, ούτε να μας οδηγεί σε συμπεριφορές και αντιδράσεις που ακυρώνουν την αξιοπρέπειά μας. Ο ποιητής προτείνει τη διατήρηση της συναισθηματικής μας ισορροπίας και την αποφυγή κάθε συναισθηματικού ξεσπάσματος και πανικού.
Ο άνθρωπος πρέπει να γυμνάζεται στην απώλεια και στην αποδοχή κάποιων αναγκαιοτήτων της ζωής μας. Οι συμφορές και οι αποτυχίες συνιστούν κομμάτι της φθαρτής μας ύπαρξη, όπως και οι επιτυχίες και τα μεγάλα άλματα. Η ψυχραιμία, η αξιοπρέπεια και η υπομονή είναι αυτά που κοσμούν τον ανώτερο άνθρωπο και όχι τα βίαια συναισθήματα και οι μεγάλες απογοητεύσεις.
Εξάλλου όλα έχουν κάποτε το τέλος τους. Όλα κάποτε χάνονται και γι αυτό αρμόζει μία αξιοπρέπεια και γενναιότητα στην απώλεια ”Κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις”.
Δ. Οι Φοβίες μας – Τα τέρατα της Ψυχής μας
“Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, / τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, / αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, / αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου” (“Ιθάκη”).
Η επιστήμη της ψυχολογίας θεωρεί πως τις περισσότερες φορές οι κίνδυνοι δεν έχουν αντικειμενική υπόσταση, αλλά είναι προϊόν της δικής μας φοβίας και ανασφάλειας. Οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες ως μυθικά όντα αισθητοποιούν τις εσωτερικές μας αδυναμίες, φοβίες, ανασφάλειες και ψυχικά αδιέξοδα. Οι άνθρωποι, δηλαδή, συνηθίζουν μέσα από τους αμυντικούς μηχανισμούς και ιδιαίτερα της προβολής να προβάλλουν τις αγωνίες και ανησυχίες τους στον εξωτερικό κόσμο δίνοντας σε αυτές διάφορα ονόματα.
Όσο περισσότερο νιώθουμε ανέτοιμοι, αδύναμοι και ανίκανοι, άλλο τόσο περισσότερα εμπόδια και κινδύνους φανταζόμαστε και πλάθουμε με την σκέψη μας. Οι μυθικές μορφές των τεράτων είναι απότοκα του ανορθολογισμού μας και της προσωποποιημένης αδυναμίας μας καθώς και του χαμηλού δείκτη αυτοεκτίμησης.
Δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που οι φοβίες μας δρουν πολλαπλασιαστικά στην διόγκωση κάποιων προβλημάτων ή στην δραματοποίηση κάποιων μικρών. Η πρόταση του ποιητή για την υπέρβαση όλων αυτών είναι σαφής «Τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, / αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή / συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει».
Ε. Το αίσθημα της απόλυτης ήττας
“Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων. / είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων…./ Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία” (“Τρώες“) .
O Καβάφης περιγράφει με περισσή καθαρότητα το αίσθημα και το βίωμα της αναπότρεπτης ήττας του ανθρώπου μπροστά στα προβλήματα της ζωής. Εκφραστής μιας ”ηρωικής” πεσσιμιστικής αντίληψης και θέασης της πορείας του ανθρώπου – που δεν απέχει και πολύ από τον Σοπενχάουερ – δεν αφήνει περιθώρια για ελπίδα και υπέρβαση της μοίρας μας. Είναι κατηγορηματικός για την αναπότρεπτη ήττα και πτώση.
Η χρήση του α’ πληθυντικού προσώπου καταδεικνύει την καθολικότητα ενός προσωπικού βιώματος, που δεν αφήνει προσδοκίες για ανατροπή των μηχανισμών της συμφοράς που επέρχεται ως αναγκαιότητα. Κάπου στο σημείο αυτό αντιγράφει τον Σοφοκλή από την τραγωδία Αντιγόνη «Ουδέν έρπει θνατών βιότω πάμπολυ γ’ εκτός άτας» (ο βίος των θνητών καιρό δε σέρνεται πολύ έξω από της συμφοράς το μονοπάτι).
Για τον Καβάφη οι προσπάθειες δεν αρκούν για να αποτρέψουν της επερχόμενη βέβαιη ήττα και πτώση «Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι γραφτή» (“Η Πόλις”).
ΣΤ. Το βίωμα της μοναδικότητας
“Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. / Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου / πάντα βάζω-/ που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των / που μισώ) / που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ΄ εγώ εκεί / απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό / ποσό / δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί” (“Πρόσθεσις”).
Ένα ποίημα σε μία στροφή. Με λιτότητα και χωρίς συναισθηματικούς πλεονασμούς ο ποιητής προσπαθεί να ορίσει εκείνο το στοιχείο που συνιστά το υπόβαθρο της ευτυχίας του. Από την αρχή δηλώνει πως απεχθάνεται τα μεγάλα αθροίσματα και τις απρόσωπες προσθέσεις. Οι ανθρώπινες μάζες ως προσθέσεις ανθρώπων τον αφήνουν αδιάφορο. Απορρίπτει την ψευδαίσθηση της ευτυχίας που υπόσχεται η συναρίθμηση στα μεγάλα ανθρώπινα πλήθη.
Μοναχικός και εσωστρεφής ο Καβάφης, αλλά όχι και μισάνθρωπος, αποφεύγει τους μεγάλους “ανθρώπινους καταλόγους” και διεκδικεί την διάσωση της ιδιαιτερότητάς του μακριά από το “χωνευτήρι ταυτοτήτων” του άμορφου πλήθους. Δεν το κάνει από ελιτισμό ή από περιφρόνηση προς το λαό, αλλά από μία βαθιά πεποίθηση πως η μοναδικότητα της ύπαρξής μας δεν μπορεί να ανθοφορήσει στην εξομοίωση που επιβάλλουν οι μηχανισμοί της κοινωνίας.
Η αριθμοποίηση των μεγαλουπόλεων τρομάζει τον ποιητή και αναζητά την ευτυχία στην “αφαίρεση” και στο “πρόσωπο” και όχι στο προσωπείο των προσθέσεων. Μπορεί το τίμημα της διάσωσης της διαφορετικότητας και της αυτονομίας να είναι μεγάλο, αλλά αξίζει να το επιχειρήσει κάποιος μακριά από τις ισοπεδωτικές “συνάφειες” των ανθρώπων.
Η στάση αυτή του ποιητή είναι απόλυτη, όπως ανευρίσκεται και σε άλλα ποιήματά του. Το πλήθος και οι προσθέσεις μάς αλλοτριώνουν
«Την ζωή σου…/ μην την εξευτελίζεις / μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου / μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες»(«Όσο Μπορείς») .
Ζ. Το πέρασμα του Χρόνου και η νοσταλγία της Νιότης
“Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα / …Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. / Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια”(“Απ’ τες εννιά”).
Η μοναξιά, η νοσταλγία, το ημίφως και η ταχύτητα του χρόνου διαπλέκονται αρμονικά στο ποίημα για να δώσουν το πικρό παράπονο με την μορφή μιας οδυνηρής διαπίστωσης πως ο χρόνος περνά γρήγορα. Το φως της αναμμένης λάμπας διακονεί την επιστροφή του ποιητή στο παρελθόν, όπου η νιότη και το «είδωλον του νέου σώματος» ενεργοποιούν τις μνήμες κάποιων ξεχωριστών ηδονικών στιγμών (“Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου / είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι”, «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου, Ποιητού εν Κομμαγηνή ,595 μ.χ.»)
Οι αναμνήσεις και η αναπόληση κυριαρχούν στο ποίημα και βοηθούν τον ποιητή σε μία νοητή απόδραση στο παρελθόν στα ηδονικά χρόνια της νιότης του. Ωστόσο ο ποιητής δεν αφήνεται αιχμάλωτος στη μελαγχολία, αλλά με κάποιο κρυφό παράπονο διαπιστώνει, αλλά και υπενθυμίζει σε όλους μας πως τα πάντα φεύγουν γρήγορα και τίποτα δεν μένει ίδιο. Ο Ηράκλειτος από την άλλη πλευρά.(“Τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, / τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν”, «Κεριά»).
Οι δείκτες του ρολογιού και του χρόνου εξακολουθούν να γυρίζουν χωρίς αισθήματα και αναστολές. Αυτή είναι η πραγματικότητα και με την οποία είμαστε υποχρεωμένοι ως πεπερασμένα όντα να συμβιβαστούμε και να αποδεχτούμε ό,τι καλό μάς προσφέρει.
Ευχαριστούμε Έλληνα Ποιητή
Η σταχυολόγηση και η ανάλυση κάποιων στίχων του Καβάφη καταδεικνύει όχι μόνον τον φιλοσοφικό στοχασμό του αλλά και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο συναρμολόγησε τα διάφορα κομμάτια του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον). Έτσι μοιάζουμε να νιώθουμε πως ως σημερινοί αναγνώστες (παρόν) των καβαφικών ποιημάτων που αναφέρονται σε γεγονότα του παρελθόντος ζούμε το επερχόμενο μέλλον ,αφού οι αλήθειες που αναδύονται από την καβαφική ποίηση προβάλλονται στο βάθος του χρόνου.
Κι αυτό γιατί σύμφωνα και με τον Στρατή Τσίρκα το καβαφικό έργο εκόμισε:
“Βάθος χρόνου, βάθος οράματος, βάθος σκέψης, βάθος συγκίνησης”.
Ευχαριστούμε “Παγκόσμιε Έλληνα Ποιητή” για όσες αλήθειες της ζωής μάς δίδαξες, για όσες ιδέες μάς ενέπνευσες και για όσα μαθήματα μάς έδωσες με την λεπτή σου ειρωνεία που ποτέ δεν πρόσβαλε κανέναν παρά φανέρωνε την ανθρώπινη ματαιοδοξία, την κενότητα κάποιων “υψηλόφρονων” και την αξία να μένουμε ο εαυτός μας όταν όλα γύρω μας πλέκουν τον ιστό της ομοιομορφίας και της έκπτωσης του ανθρώπου σε έναν “αριθμό”.
***
*Παγκόσμιος: ”Ο Καβάφης είναι μαζί με τον Αργεντινό Μπόρχες και τον Πορτογάλο Πεσσόα ένας από τους τρεις ποιητές της λογοτεχνικής περιφέρειας που, παρότι δεν βρίσκονται εν ζωή, έχουν σήμερα παγκόσμια απήχηση και αποτελούν σημεία αναφοράς για την καλλιτεχνική ιδιοτυπία τους”(Νάσος Βαγενάς).
** Έλλην-Ελληνικός:To ” Έλλην” ο Ποιητής το συνέδεε με το αίμα, την καταγωγή, το δε “Ελληνικό” με το πνεύμα, τη στάση.» «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός- / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν. / εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν» ( “Επιτύμβιον Αντιόχου, Βασιλέως Κομμαγηνής”) και «Βγήκαμε εμείς./ ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας» (“Στα 200 π.χ.).