Νέo κύμα βίας ξέσπασε στην κύρια πόλη του Καζακστάν, το Αλμάτι, την Πέμπτη, καθώς η Ρωσία έστειλε αλεξιπτωτιστές τη νύχτα για να καταπνίξει την εξέγερση που μαίνεται σε ολόκληρη τη χώρα, η οποία αποτελεί έναν από τους στενότερους -πρώην σοβιετικούς- συμμάχους της Μόσχας.
Η αστυνομία στο Αλμάτι ανέφερε ότι σκότωσε δεκάδες ταραχοποιούς κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι αρχές ανέφεραν ότι τουλάχιστον 18 μέλη των δυνάμεων ασφαλείας έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων δύο βρέθηκαν αποκεφαλισμένα. Πάνω από 2.000 άτομα έχουν συλληφθεί.
Επιπλέον, «δεκάδες» διαδηλωτές σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 1000 τραυματίστηκαν, σύμφωνα με τις αρχές που απέφυγαν να δώσουν συγκεκριμένο αριθμό θυμάτων.
Μετά από μια νύχτα σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ διαδηλωτών και στρατιωτών στους δρόμους, η προεδρική κατοικία στο Αλμάτι και το γραφείο του δημάρχου κάηκαν αμφότερα, ενώ καμένα και αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα γέμισαν την πόλη, ανέφεραν δημοσιογράφοι του Reuters.
Το στρατιωτικό προσωπικό ανέκτησε τον έλεγχο του κεντρικού αεροδρομίου, το οποίο κατέλαβαν νωρίτερα οι διαδηλωτές. Το απόγευμα της Πέμπτης σημειώθηκαν εκ νέου μάχες στην κεντρική πλατεία του Αλμάτι, που καταλήφθηκε εναλλάξ από στρατεύματα και εκατοντάδες διαδηλωτές καθ′ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Η αποστολή ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων αποτελεί ένα στοίχημα για το Κρεμλίνο, που ποντάρει ότι με την ταχεία ανάπτυξη τους θα μπορέσει να διασφαλίσει τα συμφέροντά του σχετικά με τα πλούσια αποθέματα πετρελαίου και το ουρανίου που παράγει το έθνος της Κεντρικής Ασίας, καταπνίγοντας γρήγορα τη χειρότερη βίαη εξέγερση στα 30 χρόνια ανεξαρτησίας του Καζακστάν.
Οι δημοσιογράφοι του Reuters ανέφεραν ότι άκουσαν εκρήξεις και πυροβολισμούς καθώς στρατιωτικά οχήματα και δεκάδες στρατιώτες προχωρούσαν, αν και οι πυροβολισμοί σταμάτησαν ξανά μετά το βράδυ. Το πρακτορείο ειδήσεων TASS, επικαλούμενο μάρτυρες, ανέφερε ότι αρκετοί άνθρωποι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν από τους νέους πυροβολισμούς.
Η παραγωγή πετρελαίου στο κορυφαίο κοίτασμα Tενγκίζ του Καζακστάν μειώθηκε την Πέμπτη, δήλωσε εκπρόσωπος της Chevron, καθώς ορισμένοι εργολάβοι και εξωτερικοί συνεργάτες της πολυεθνικής πετρελαϊκής εταιρείας υποστηρίζουν τις διαδηλώσεις.
Το Διαδίκτυο έπεσε σε όλη τη χώρα, καθιστώντας αδύνατο να μετρηθεί η έκταση των ταραχών. Όμως η βία ήταν άνευ προηγουμένου σε ένα κράτος που κυβερνούσε σταθερά από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης ο Νουρσουλτάν Nαζαρμπάγεφ, ο οποίος παραμένει ο ισχυρότερος άντρας στο Καζακστάν παρά το γεγονός ότι παραιτήθηκε πριν από τρία χρόνια από την προεδρία.
Ο εκλεκτός από τον ίδιο τον Ναζαρμπάγεφ, διάδοχος του στην προεδρία, ο Κασίμ-Ζομάρτ Τοκάγεφ, κάλεσε τις ρωσικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της νύχτας ως μέρος μιας στρατιωτικής συμμαχίας πρώην σοβιετικών κρατών υπό την ηγεσία της Μόσχας (Οργάνωση του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας ή CSTO η οποία ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2002 με συμβαλλόμενα μέρη τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, την Αρμενία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν). Κατηγόρησε ως υπαίτιους της αναταραχής, ”τρομοκράτες” που έχουν εκπαιδευτεί σε ξένες χώρες, και οι οποίοι, όπως είπε, είχαν καταλάβει κτίρια και όπλα.
Η Μόσχα δεν αποκάλυψε πόσα στρατεύματα έστειλε ή ποιον ρόλο θα έχουν και παραμένει αδυνατό να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο οι Ρώσοι έχουν εμπλακεί στις ταραχές της Πέμπτης.
Η εξέγερση, η οποία ξεκίνησε ως διαδήλωση ενάντια στην αύξηση της τιμής των καυσίμων και του υγροποιημένου φυσικού αερίου την Πρωτοχρονιά, διογκώθηκε την Τετάρτη, όταν διαδηλωτές που φώναζαν συνθήματα κατά του Ναζαρμπάγιεφ εισέβαλαν και πυρπόλησαν δημόσια κτίρια στο Αλμάτι και σε άλλες πόλεις.
Ο Τοκάγιεφ αρχικά απάντησε απολύοντας ολολκληρο το υπουργικό συμβούλιο του, αντιστρέφοντας την άνοδο της τιμής των καυσίμων, ενώ αποστασιοποιήθηκε από τον προκάτοχό του, μεταξύ άλλων αναλαμβάνοντας μια ισχυρή θέση ασφαλείας που είχε διατηρήσει ο Ναζαρμπάγιεφ. Όμως αυτές οι κινήσεις απέτυχαν να κατευνάσουν τα πλήθη που κατηγορούν την οικογένεια του Ναζαρμπάγιεφ και τους συμμάχους του ότι συγκέντρωσαν τεράστια περιουσία την στιγμή που το έθνος των 19 εκατομμυρίων παραμένει στην πλειοψηφία του φτωχό.
Το μεγάλο ρίσκο της Μόσχας που μπορεί να της γυρίσει μπούμερανγκ
Η ταχεία άφιξη των ρωσικών στρατευμάτων απέδειξε την προθυμία του Κρεμλίνου να διαφυλάξει την επιρροή του στην πρώην Σοβιετική Ένωση με πυγμή. Από τα τέλη του 2020, η Μόσχα στήριξε τον ηγέτη της Λευκορωσίας, Αλεξάντρ Λουκασένκο ενάντια σε μια λαϊκή εξέγερση, παρενέβη για να σταματήσει έναν πόλεμο μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας στο Ναγκόρνο - Καραμπάχ και, προκαλώντας την δυσαρέσκεια της Δύσης, συγκέντρωσε στρατεύματα ξανά κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, στην οποία η Ρωσία εισέβαλε πριν από οκτώ χρόνια και προσάρτησε την Κριμαία.
Η ανάπτυξη στο Καζακστάν εγκυμονεί κινδύνους: εκθέτοντας τις αρχές του Καζακστάν ως εξαρτώμενες από τη ρωσική δύναμη, η Μόσχα θα μπορούσε να εξάψει περαιτέρω τους διαδηλωτές.
″Είναι Καζάκοι και ο Τοκάγιεφ θα προσπαθήσει να τους καταπνίξει με ρωσικά στρατεύματα. Αυτό δεν θα είναι κολακευτικό για τη Μόσχα”, έγραψε στο Twitter ο οικονομολόγος Τιμ Ας, ο οποίος ειδικεύεται στην περιοχή.
Η Δύση έχει περιορίστει μέχρι στιγμής, κυρίως κάνοντας εκκλήσεις για ηρεμία. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν μίλησε στον Καζακστάν ομόλογό του «και υποστήριξε μια ειρηνική επίλυση της κρίσης με σεβασμό των δικαιωμάτων», δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Νεντ Πράις.
Ο κορυφαίος διπλωμάτης της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ είπε ότι η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας έφερε ”μνήμες καταστάσεων που πρέπει να αποφευχθούν”.
Τα μακροχρόνια κρατικά ομόλογα σε δολάρια του Καζακστάν έχουν υποχωρήσει, χάνοντας περίπου 7 σεντς από την αρχή της εβδομάδας.
Το Καζακστάν είναι ο κορυφαίος παγκόσμιος παραγωγός ουρανίου, η τιμή του οποίου εκτινάχθηκε κατά 8% μετά τις ταραχές.