Στη θάλασσα του Αιγαίου και σε πολύ μικρή απόσταση από τις ακτές του Λαυρίου βρίσκεται η Κέα, γνωστή και ως Τζιά, μια ονομασία που της έχουν αποδώσει οι ίδιοι οι κάτοικοι του νησιού και που τις περισσότερες φορές επικρατεί της πρώτης.
Πρόκειται για το βορειότερο νησί των δυτικών Κυκλάδων, αλλά και το κοντινότερο στην Αττική, με απόσταση μόλις 16 ναυτικών μιλίων από το Σούνιο. Στα βόρεια του νησιού βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ο όρμος του Αγίου Νικολάου με τον ομώνυμο φάρο στα αριστερά της εισόδου να καλωσορίζει όλους τους εισερχόμενους καλεσμένους του. Και μπορεί να είναι χτισμένος στα ερείπια του ναού του Ποσειδώνα, όμως στις μέρες μας ορθώνεται ολόλευκος και μοιάζει με κάτασπρο πέτρινο φρούριο, γνωρίζοντας την σπουδαιότητά αλλά και την παλαιότητά του, όντας ένας από τους δύο παλαιότερους φάρους του Ελληνικού δικτύου.
Στα «σπλάχνα» του όρμου, με την αντίθετη φορά του ρολογιού, ο επισκέπτης θα συναντήσει πρώτα το κεντρικό λιμάνι του νησιού, την Κορησσία ή αλλιώς Λιβάδι, θα κολυμπήσει στο Γυαλισκάρι με την χρυσή άμμο και θα περιπλανηθεί στο Βουρκάρι, έναν γραφικό οικισμό, σημείο συνάντησης των ιστιοπλόων, κατά κόρον το πιο κοσμοπολίτικο μέρος του νησιού.
Όσο όμως οι δείκτες του ρολογιού πλησιάζουν στο αρχικό σημείο τους και ο επισκέπτης στον φάρο, υπάρχει ένα σημείο που θα πρέπει οπωσδήποτε να σταθεί ο καθένας από εμάς. Και εάν είναι τυχερός και δεν έχει «άσχημο» καιρό, θα πρέπει να μείνει για λίγο ώστε να μυρίσει τον αέρα της ιστορίας που θα του αποκαλύψουν οι ίδιοι οι Τζιώτες στις συζητήσεις τους.
Πρόκειται για το στενό της Κόκκας, μια στενή λωρίδα γης, όπου κοιτώντας την από μακριά μοιάζει με την ουρά μιας νωχελικά αραγμένης καμήλας, στην άλλη άκρη της οποίας σαν τεράστιο μάτι που παρακολουθεί τους πάντες, στέκει ο φάρος.
Στο στενό αυτό πέρασμα, που πλέον αποκαλείται «το στενό του Λάμπρου Κατσώνη», την Άνοιξη του 1790, ο θρυλικός θαλασσομάχος, ιππότης του ρωσικού Τάγματος του Αγίου Γεωργίου, Λάμπρος Κατσώνης, εκμεταλλευόμενος το χαμηλό του ύψος, επιχείρησε και πέρασε με επιτυχία το πλοίο του στην «ανοιχτή» θάλασσα…
Γεννημένος το 1752 στην Λιβαδειά, ο Λάμπρος Κατσώνης έλαβε μέρος σε πολύ μικρή ηλικία στα Ορλωφικά και στον πόλεμο της Κριμαίας, έχοντας ήδη καταταχθεί από το 1774 ως αξιωματικός στο ελληνικό τάγμα του Ρωσικού στρατού. Δεκατρία χρόνια μετά, με την έναρξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, ξεκινά με επιτυχία τις επιθέσεις κατά των Τούρκων στο Ιόνιο και αργότερα στο Αιγαίο πέλαγος.
Την Άνοιξη του 1790, εξοργισμένοι οι Τούρκοι με τη δράση του, στέλνουν το στόλο τους στην Τζια με διαταγή να καταστρέψουν το οχυρό του. Μετά από συμπλοκή, ο Λάμπρος Κατσώνης βρίσκει καταφύγιο μέσα στον όρμο του Αγίου Νικολάου. Οι Τούρκοι παραμένουν στην είσοδο του λιμανιού περιμένοντας να ξημερώσει για να τον πιάσουν.
Όμως ο Κατσώνης με την βοήθεια των νησιωτών καταφέρνει να βρεθεί στο ανοιχτό πέλαγος από τη στενή αυτή λωρίδα γης, χρησιμοποιώντας κορμούς δέντρων αλειμμένων με χοιρινό λίπος. Το ξημέρωμα της επομένης, βρίσκει τους Τούρκους εξοργισμένους, συνειδητοποιώντας το κατόρθωμα του θρυλικού αυτού θαλασσομάχου. Την ίδια στιγμή ο Τούρκος ναύαρχος διατάσσει τους άνδρες του να αποβιβαστούν στο νησί και να το καταστρέψουν ολοσχερώς. Πολλοί Τζιώτες βρίσκουν τραγικό θάνατο, ενώ σπίτια, εκκλησίες και μοναστήρια καίγονται στο πέρασμά τους. Ο Λάμπρος Κατσώνης πέθανε σε ηλικία 52 χρονών, όμως τα κατορθώματά του άλλαξαν για πάντα τον ρου της ελληνικής ιστορίας...
Όταν λοιπόν η φυσική ομορφιά ενός τόπου συνδυάζεται με τα απίστευτα, αλλά αληθινά γεγονότα της ιστορίας του λαού μας, τότε το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι άλλο, πέρα από μαγικό!