Ο Απρίλης τελείωνε και όσοι ήλπιζαν στην Πρωτομαγιάτικη έξοδο απογοητεύτηκαν καθώς η απαγόρευση της κυκλοφορίας συνεχιζόταν. Μέσα στο σπίτι λοιπόν. Για το καλό τους. Όταν ο ″αόρατος″ μικροσκοπικός εχθρός χτύπησε την ανθρωπότητα, ο άμαχος πληθυσμός αιφνιδιάστηκε. . Στην επικράτεια του φόβου, βομβαρδιζόμενος από μειλίχιες ενημερώσεις, διαφημίσεις και ‘’επιστρατευμένα’’ χαμόγελα ανθρώπων της τέχνης, αναγκάστηκε με τη θέλησή του να ακινητοποιηθεί πριν καλά καλά πεισθεί. Αφού ήταν για το καλό του.
Οι περισσότεροι προσαρμόστηκαν στο ″μάντρωμα″ και εξακολούθησαν να κάνουν τη ζωούλα τους. Ωστόσο, οι κυνηγοί παρέμειναν με το όπλο στο χέρι, όπως οι καπνιστές με το τσιγάρο στο στόμα, παρόλο που είχε τελειώσει η κυνηγετική περίοδος.
Με τον πρώτο πυροβολισμό που ακούστηκε διασαλεύτηκε η κοινή γαλήνη.
Οι περίοικοι άρπαξαν την ευκαιρία και άνοιξαν τα παράθυρα. Η εικόνα ήταν εξόχως αποκαλυπτική. Στη βεράντα σύγχρονης μεζονέτας, ένας άνδρας με στολή παραλλαγής σημάδευε και πυροβολούσε με κατεύθυνση κοντινά δένδρα. Καθισμένος σε άνετη πολυθρόνα, με μακρύκανη καραμπίνα και στόχαστρο ως προέκταση του χεριού του, γέμιζε κι` έριχνε αστόχαστα. Το κινητό και ο καφές από delivery ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι σε πρώτο πλάνο. Σε δεύτερο και πίσω από τη τζαμαρία, η γυναίκα και τα παιδιά. Ήταν πατέρας. Ήταν και κυνηγός. Τα παιδιά φανέρωναν τον πρώτο ρόλο, το όπλο έδειχνε τον θηρευτή. Η αναζήτηση του θηράματος έκανε τη διαφορά στον τόπο και τον χρόνο.
Το συμβάν τροφοδότησε τα σχόλια των εγκλείστων. Οι πυροβολισμοί του κυνηγού από το μπαλκόνι ζωήρεψαν τη φαντασία και οι ψίθυροι πίσω από τις κουρτίνες δραστηριοποίησαν τους αδρανείς. Ξεθάρρεψαν και ξεμύτισαν μέχρι το παράθυρο. Στην κανονικότητα δεν έβλεπαν ποτέ αυτόν τον άνδρα να κάθεται στο μπαλκόνι. Στην απορύθμιση εμφανίστηκαν και τα πρώτα έκτακτα- κρυφά ταλέντα. Στο μεταξύ εκείνος γέμιζε και έριχνε. Απτόητος. Με την πράξη του προκαλούσε τον περίγυρο αφού η περιοχή δεν ήταν κυνηγότοπος. Ωστόσο, κανείς από τους εσώκλειστους δεν αναθάρρησε τόσο, όσο να αντιδράσει φανερά για το περιστατικό. Τα κουτσομπολιά ανακυκλώνονταν τηλεφωνικώς αλλά κατέληγαν στον τοίχο του περιορισμού τους. Παρέμεναν σπίτι. Ο πυροβολισμός ως κρυφή ανάγκη εκτόνωσης ήταν αυτό που νοηματοδοτούσε τη ζωή του. Οι διαφωνίες περί της κανονικότητας ή μη του συμβάντος έδιναν κι` έπαιρναν εξ αποστάσεως, όπως ήταν της μόδας. Όλα εξ αποστάσεως. Η εργασία, η εκπαίδευση, το εμπόριο, ο έρωτας...
Το ερώτημα επλανάτο στον αέρα. Δύναται κάποιος να πυροβολεί μέρα μεσημέρι σε κατοικημένη περιοχή; Έχει δικαίωμα ο κυνηγός να κάθεται με το όπλο στη βεράντα, να σημαδεύει και να ρίχνει στον αέρα; Άλλοι αναρωτιούνταν. Άραγε ποιον κυνηγά; Υπάρχει θήραμα; Την τύχη του, απαντούσαν κάποιοι, διασκεδάζοντας την πλήξη τους. Ορισμένοι, θυμήθηκαν ότι από νεαρός είχε ταλέντο. Κυνηγούσε τα κορίτσια. Οι πρεσβύτεροι μιλούσαν για αυθαίρετες σχέσεις με Αρχές και σίγουρα όχι καντιανές. Στην περίπτωσή του, η κατηγορική προσταγή, την είχε κάνει για το βουνό, προφανώς για να γλιτώσει τα σκάγια.
Ελάχιστοι, διέκριναν στον κυνηγό ξετσιπωσιά για την προσβολή στην αξία της ζωής.
Ένα επί πλέον στοιχείο προστέθηκε από τα ‘’κουτσομπολιά’’ της γειτονιάς. Κάποιες, τον θυμήθηκαν νεότερο κάτω στην παραλία να ψαρεύει. Κυνηγός και ψαράς λοιπόν; Την εποχή της απαγόρευσης τι περίμενε να πιάσει σε κατ` οίκον περιορισμό;
Ο Βασιλάκης που το έβρισκε διασκεδαστικό και από ώρα ήθελε να βγει να τον ρωτήσει αλλά εμποδιζόταν από τους γονείς του, αναφώνησε : ‘’Μαμά τον Ιό κυνηγάει, τον Κορωνοϊό.’’