Μεγάλος πρωταγωνιστής στον πρώτο γύρο των εκλογών την περασμένη Κυριακή ήταν η αποχή – σχεδόν ένας στους τρεις πολίτες επέλεξαν να απέχουν από την εκλογική διαδικασία. Από το σύνολο των 550.876 ψηφοφόρων, οι 154.927 επέλεξαν να μην προσέλθουν στην κάλπη.
Ο Νίκος Αναστασιάδης και ο Σταύρος Μαλάς είναι οι υποψήφιοι που θα διεκδικήσουν την ψήφο του κυπριακού λαού στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου ο Νίκος Αναστασιάδης συγκέντρωσε 35,50% έναντι 30,25% του Σταύρου Μαλά. Στον δεύτερο γύρο δεν περνά ο Νικόλας Παπαδόπουλος ο οποίος συγκέντρωσε 25,74%. Ακολουθεί ο Χρίστος Χρίστου με 5,65% και ο Γιώργος Λιλλήκας με 2,17%.
Οι δύο μονομάχοι της ερχόμενης Κυριακής καρπώθηκαν έκαστος από πέντε μονάδες συν στο εκλογικό αποτέλεσμα των κομμάτων που στήριξαν τις υποψηφιότητές τους σε αντίθεση με τον βασικό τους αντίπαλο που απώλεσε πέντε μονάδες από την εκλογική δύναμη όλων των συνεργαζομένων δυνάμεων που στήριξαν την υποψηφιότητά του. Έκπληξη αποτελεί η σχετικά μικρή διαφορά στη ψαλίδα Νίκου Αναστασιάδη – Σταύρου Μαλά, μόνο 5,3%, γεγονός που αφήνει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα για τον δεύτερο γύρο.
Ο δεύτερος γύρος των εκλογών αποτελεί μια εντελώς καινούργια εκλογική αναμέτρηση με άλλους συσχετισμούς και άλλη δυναμική. Οι πολιτικές παράμετροι που ίσχυαν την πρώτη Κυριακή των εκλογών αλλάζουν, οπότε αλλάζουν και τα σενάρια της εκλογής. Τα κριτήρια της ψήφου ενδεχομένως να διαφοροποιηθούν καθόσον αφορά τους ψηφοφόρους του ενδιάμεσου χώρου αλλά και τους ανέντακτους. Εκτιμώ ότι ένα σημαντικό ποσοστό από τους σκεπτόμενους πολίτες που συνειδητά απείχαν στον πρώτο γύρο, την ερχόμενη Κυριακή θα ψηφίσουν.
Το κυπριακό κομματικό σύστημα έχει μπει σε μια μεταβατική περίοδο, σε μια εποχή πολύ μεγάλης εκλογικής κινητικότητας με πολλαπλά είδη μετατοπίσεων. Σήμερα στην Κύπρο, μόλις 1 στους 2 εκλογείς δηλώνει ότι αισθάνεται κοντά σε κάποιο πολιτικό κόμμα. Η ρευστότητα και το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε εξαιρετικά απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Η επίδραση της προεκλογικής περιόδου στο εκλογικό αποτέλεσμα δεν είναι κάθε φορά η ίδια. Υπάρχουν εκλογικές αναμετρήσεις όπου η επίδραση της προεκλογικής εκστρατείας δεν διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο. Στην περίπτωση των επερχόμενων προεδρικών εκλογών πιστεύω θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Η δυναμική της προεκλογικής περιόδου θα αποδειχτεί η μεγαλύτερη που έχει παρατηρηθεί ιστορικά μέχρι σήμερα στην Κύπρο.
Παρά τις δυσκολίες και τις παγίδες που κρύβει το πολιτικό υπέδαφος, υπάρχουν και σημαντικές εκλογικές ευκαιρίες μέσα από τους σωστούς στρατηγικούς σχεδιασμούς του πολιτικού μάρκετινγκ.
Αν χρησιμοποιήσουμε μεταφορικά την ορολογία του μάρκετινγκ «Unique Selling Proposition», o νυν πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης «ποντάρει» στην ισχυρή πολιτική του προσωπικότητα ενώ ο ανθυποψήφιός του Σταύρος Μαλάς προβάλλει την επιστημοσύνη του.
Στη διαμόρφωση του γενικού προεκλογικού κλίματος φαίνεται να επιδρούν, τόσο οι ενδείξεις ανάκαμψης της οικονομίας, όσο και η αποτυχία της τελευταίας διάσκεψης για το Κυπριακό, στο Κραν Μοντανά.
Η στρατηγική δεύτερου γύρου εστιάζεται σε τρεις βασικούς άξονες:
1. Στήριξη από προσωπικότητες και κοινωνικά σύνολα. Η προσπάθεια για συνεργασία με άλλες πολιτικές δυνάμεις δεν βρήκε ίσως όσο πρόσφορο έδαφος θα αναμενόταν.
2. Εμπλουτισμός των προεκλογικών προγραμμάτων με καινοτόμες ιδέες και νέες λύσεις σε σημαντικά ζητήματα.
3. Άντληση ψήφων από την τεράστια δεξαμενή των ανέντακτων και των αναποφάσιστων. Τα τελευταία εικοσιτετράωρα τα εκλογικά επιτελεία ρίχνουν όλο τους το βάρος στις προσωπικές επαφές και στις συναντήσεις με τον κόσμο.
Στη μάχη της ερχόμενης Κυριακής, μια έξυπνη κίνηση στην εκλογική σκακιέρα μπορεί να κρίνει την πιο κρίσιμη και τελευταία αυτή παρτίδα. Παρουσιάζεται πιο κάτω σχέδιο–πρόταση για ένα θέμα κεντρικής σημασίας που θα μπορούσε να ενισχύσει την προσπάθεια του υποψήφιου προέδρου που θα το αξιοποιούσε ενόψει του δεύτερου γύρου των εκλογών.
Εισηγούμαι όπως ανακοινωθεί η δημιουργία μιας διεπιστημονικής ομάδας, με κύρια αποστολή το κτίσιμο του «Brand Κύπρος» και την ενίσχυση της εικόνας της χώρας στο διεθνές στερέωμα. Στόχος το πολυδιάστατο και πολυσήμαντο αυτό έργο να τοποθετηθεί σε μια πιο συστηματική βάση με τη συμμετοχή όλων των εταίρων (stakeholders).
Τα βασικά στάδια που χρειάζονται προκειμένου να χτιστεί η εικόνα ενός κράτους μπορούν να κωδικοποιηθούν ως ακολούθως:
1. Να δημιουργηθεί μια ομάδα εργασίας με αντιπροσώπους της κυβέρνησης, της επιχειρηματικότητας, του πολιτισμού, της εκπαίδευσης και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
2. Μέσα από έγκυρες ερευνητικές μεθόδους να διαγνωστεί και να γίνει ευρέως κατανοητός, ο ακριβής τρόπος με τον οποίο το κράτος «αντιλαμβάνεται τον εαυτό του», τόσο στους πολίτες του, όσο και στην παγκόσμια κοινότητα.
3. Να τεκμηριωθούν τα δυνατά σημεία, αλλά και οι αδυναμίες της χώρας και να γίνουν οι κατάλληλες παρεμβάσεις εκεί όπου χρειάζεται.
4. Να δημιουργηθεί, η κεντρική ιδέα του κράτους απλή και ισχυρή, γύρω από την οποία θα κτιστεί μια στρατηγική όπου θα αναδεικνύει τις μοναδικές αξίες και ξεχωριστά του πλεονεκτήματα.
5. Να επιτευχθεί ο συντονισμός των μηνυμάτων που στέλνονται στη διεθνή κοινότητα, από επίσημους φορείς του κράτους, με σεβασμό στο τουρισμό, στη εσωτερική αγορά και στις εξαγωγές.
6. Να υπάρχει ουσιαστική διασυνδεσιμότητα, μεταξύ των ομάδων εργασίας, ώστε να ακολουθήσει προγραμματισμός και συντονισμός παράλληλων δράσεων, στην επιχειρηματικότητα, την βιομηχανία, τον πολιτισμό, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Η ενίσχυση της εικόνας της χώρας μας θα βοηθούσε επίσης στην προώθηση της επίλυσης του Κυπριακού. Για να πετύχουμε ένα έντιμο συμβιβασμό, είναι ουσιαστικής σημασίας η επανάκτηση της ηθικής υπεροχής της ελληνοκυπριακής πλευράς και η αντιμετώπιση της τουρκικής προπαγάνδας. Στόχος να πεισθεί η διεθνής κοινότητα να πιέσει την Τουρκία να συνεργαστεί και να συμβάλει στην επίτευξη δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού.
Ένα δυνατό εθνικό brand χαράσσει τις κατευθυντήριες γραμμές –κυρίως σε επικοινωνιακό αλλά και σε στρατηγικό επίπεδο– που πρέπει να ακολουθούν όλοι οι εταίροι. Οι υψηλές επιδόσεις επιτυγχάνονται μέσα από την ανάπτυξη παράλληλων, αλληλένδετων δράσεων, που επηρεάζουν θετικά την εικόνα αλλά και την ουσία ενός εθνικού brand.
Η οικοδόμηση της εικόνας ενός κράτους απαιτεί βάθος χρόνου και κινητοποίηση όλων των παραγωγικών μονάδων της χώρας υπό την καθοδήγηση ενός δημόσιου φορέα, τον συντονισμό και την εμπλοκή του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, και αυτό γιατί κάθε ένας από τους πιο πάνω τομείς διαθέτει διαφορετικού είδους τεχνογνωσία απαραίτητη για την επίτευξη του στόχου.
Ένας καλός στρατηγικός σχεδιασμός και η δημιουργία μιας πολιτικής βούλησης –για τη δημιουργία μιας θετικής εικόνας– συμβάλλουν, ώστε τα σταθερά και μεταβλητά δεδομένα μιας αδύναμης χώρας να σχηματίζουν μια ισχύ κατά πολύ ανώτερη από τις δυνατότητές της, ενώ, ένας ασυνεπής πολιτικός σχεδιασμός και μια ανίσχυρη πολιτική βούληση σε συνδυασμό με μια ανίσχυρη εικόνα, μπορεί να γίνουν η αιτία, ώστε η εξίσωση ισχύος μιας χώρας με σημαντικές ικανότητες να κυμαίνεται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα της κλίμακάς της.
Η εικόνα και η φήμη μιας χώρας δημιουργείται χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα κανάλια επικοινωνίας:
1. Ο τουρισμός αποτελεί το κυριότερο μέσο προβολής της χώρας, την πιο «ηχηρή φωνή» του branding.
2. Οι εξαγωγές αποτελούν τον κυριότερο πρεσβευτή της χώρας στο εξωτερικό.
3. Οι επενδύσεις – κύριο ζητούμενο η διευκόλυνση του επιχειρείν.
4. Η εσωτερική και εξωτερική πολιτική.
5. Internal Branding. Η διαχείριση της εικόνας μιας χώρας αρχίζει πρωτίστως από το εσωτερικό της. Η βασικότερη στρατηγική ισχύος μιας χώρας είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Μια χώρα θα πρέπει να επενδύσει πρώτα στη αξιοπιστία της όσον αφορά τις σχέσεις της με τους πολίτες της χώρας και στη συνέχεια να επιδιώξει την ενίσχυσή της και στην παγκόσμια αρένα.
6. Κουλτούρα και πολιτιστική κληρονομιά. Ο πολιτισμός μπορεί και διεισδύει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.
Συμπερασματικά: Η καινοτομία μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα της δημόσιας πολιτικής και πολλαπλασιάζει τον αντίκτυπο της προεκλογικής εκστρατείας.
Οι πιο αποτελεσματικοί πολιτικοί είναι δημιουργικοί – στην επίλυση διαφορών, στις διαπραγματεύσεις, στην αντίδραση σε απρόσμενες κρίσεις, στην ανάπτυξη καινοτόμων λύσεων, στην παραγωγή νέας αξίας και στη διάχυση των οφελών της ανάπτυξης σε όλους τους πολίτες.