Σάββατο 10 Αυγούστου, Λεμεσός
…Κι η πόλη στους δρόμους. Στο λιμάνι, στις διασταυρώσεις, στις αερογέφυρες, μαυρίζει ο τόπος. Νοιώθουμε επάνω μας καρφωμένα αμέτρητα ζευγάρια μάτια, χέρια που σηκώνονται να μας αγγίξουν, στόματα όπου ανθίζει το καλωσόρισμα.
«Όχι γιαγιά, δεν είμαστε εμείς οι ελευθερωτές, αν κάποτε γίνει, εσείς θα είστε, η Κερύνεια δεν παίρνεται με μηχανάκια, μια συμβολική ενέργεια κάνουμε εμείς».
«Μα αυτό καμαρώνουμε σε σας, ότι λευτερώνετε την ελπίδα, αυτά τα σύμβολα που κουβαλάτε στις μοτόρες χειροκροτάμε…»
…Και το ποτάμι βρυχώμενο παίρνει το δρόμο για τον Βορρά και πλημμυρίζει τις εθνικές οδούς και στις όχθες και στα γεφύρια αντηχεί το χειροκρότημα.
Τα μάτια βουρκώνουν, είναι πολύ για να τ’ αντέξεις.
Κι αυτή η αγάπη θα μας ακολουθεί όλη την καυτή εβδομάδα του Αυγούστου. Μοτοροκυκλιστές στην Κύπρο…
Κυριακή 11 Αυγούστου, Λευκωσία
…Αναμονή κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Φάλαγγες μηχανάκια πάνε κι έρχονται. Κάθε κυβισμός. Τα «παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα». Η πίσω όψη του κυπριακού «θαύματος». Στα αγριεμένα πρόσωπά τους αποτυπωμένη η υπέρβαση μιας κοινωνίας βολεμένης και συντηρητικής, μιας κοινωνίας που πάσχισε εικοσιδύο χρόνια να ξεχάσει το ολοφάνερο.
…Αυτός ο τυφλός φόβος, ο απόηχος του ‘74 που καρφώθηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο ολόκληρων γενιών λείπει σ’ αυτή την γενιά, καινούργια, αθώα απ’ την ενοχή και τον φόβο, οργισμένη με το συρματόπλεγμα που ματώνει το νησί, οργισμένη με την στάση της ίδιας της κυπριακής κοινωνίας που αποστρέφει τα μάτια.
…Εμφανίζεται ο πρόεδρος της ΚΟΜ. Είναι σαν να έχει περάσει από πάνω του τανκ. Αυτό που δεν μπόρεσε να πετύχει η συστηματική τρομοκρατία του λαού στην Κύπρο από τα media για την απειλή που αντιπροσωπεύουν οι ταραξίες στην καθημερινή καλοπέραση, το πέτυχε η πίεση σ’ έναν και μόνο άνθρωπο. Οι πιέσεις, οι εκβιασμοί, οι απειλές για κατηγορία «εσχάτης προδοσίας» αποδείχτηκαν πολύ βαριές για τις πλάτες του.
Η πορεία ματαιώνεται. Ο μαραθώνιος Βερολίνο-Κερύνεια θα τελειώσει στην Λευκωσία. Μια πορεία που σχεδιάστηκε με τα δεδομένα και τους τρόπους της Ευρώπης προσγειώθηκε απότομα στην φαγωμένη άσφαλτο των βαλκανικών αυτοκινητοδρόμων, ύστερα σταμάτησε μπροστά στα χαντάκια της κυπριακής πραγματικότητας.
Κυριακή 11 Αυγούστου, Λευκωσία
… «Πουλημένοι»…
… Κι η οργή και η απόγνωση μεταφέρεται στο δεξί χέρι… η ντίζα του γκαζιού ξυπνάει τα άλογα και τινάζει τα στροφόμετρα στα κόκκινα. Ομάδες-ομάδες ξεκινάνε μέσα σ’ ένα ουρλιαχτό από στόματα και κινητήρες, αφήνοντας πίσω μια μυρουδιά από καμένο λάστιχο και μαύρες γραμμές πάνω στην άσφαλτο.
… Κι αναλαμβάνουν να ολοκληρώσουν αυτοί ότι έμεινε μισό. Μονάχοι, δίχως οργάνωση και σχέδια, έτσι, στα τυφλά…
… Η φάλαγγα του Βερολίνου (ή του Πειραιά) μένει αποσβολωμένη. Είναι αρκετοί ελλαδίτες που επιμένουν να τελειώσει η πορεία μ’ ένα πιο αξιοπρεπή τρόπο:
«Κι όλοι αυτοί που μας αγκάλιασαν, μας υποδέχτηκαν, μας χειροκρότησαν; Πώς θα τους πούμε πως μέχρι εδώ ήμασταν;»
Καταλήγουμε στο ξενοδοχείο να συζητήσουμε. Τελικά συζητούν μόνο οι επικεφαλείς, οι ώρες περνούν. Έρχονται οι πρώτες εικόνες στην τηλεόραση από το Σοπάζ. Κάποιοι μαρσάρουμε ακολουθώντας τους λόγους που μας έφεραν στην Κύπρο.
…Στήλες καπνού υψώνονται στον ουρανό. Πυρπολημένα χωράφια πάνω στα τούρκικα ναρκοπέδια. Τα μπλόκα της αστυνομίας παρακάμπτονται εύκολα. Το συρματόπλεγμα δεν είναι πρόβλημα: «Άρσις εμποδίων» κατά πως το έλεγαν στο Κ.Ε.Μ.Χ. στο Ναύπλιο. Σύννεφα σκόνης -οι τροχιές των ελλαδίτικων μηχανών- ανοίγονται σαν παράξενο λουλούδι στην νεκρή ζώνη. Οι τροχιές συγκλίνουν ανάμεσα σε δύο ναρκοπέδια. Εκεί, διπλό μπλόκο, ΟΗΕδες και Κύπριοι αστυνομικοί. Αυτό δεν περνιέται δίχως χοντρή φασαρία. Τα πηδήματα ενός λαγού μέσα στο ναρκοπέδιο είναι πειρασμός για να κάνουμε το ίδιο. Όμως μια μηχανή ζυγίζει πολύ περισσότερο. Σωφροσύνη. Μονάχα που λίγο πιο μπροστά, στο τούρκικο φυλάκιο, ίσαμε εκατό άνθρωποι απλώνουν μπροστά στις τούρκικες λόγχες την αποκοτιά που σημάδεψε την εβδομάδα αυτή του κυπριακού καλοκαιριού.
Έρχονται πληροφορίες πως στην Άχνα και τη Δερύνεια άρχισαν συγκρούσεις. Στο Σοπάζ πιο μπροστά δεν γίνεται να πάμε κι αυτοί δεν το κουνάνε. Έτσι ο κόσμος τραβιέται σιγά-σιγά και παίρνει τους δρόμους που οδηγούν Aνατολικά.
Φεύγουμε και μεις πίσω και απαντάμε στα καλέσματα των Κυπρίων πως θα τους ακολουθήσουμε σε λίγο με όλη την αντιπροσωπεία μαζί.
Αλίμονο, σε λίγο θα δούμε με ανήμπορη λύσσα στις οθόνες τον θάνατο του Τάσου Ισαάκ, καθώς οι δολοφόνοι του Ντενκτάς βρήκαν απέναντί τους λίγους κι ανοργάνωτους διαδηλωτές. Το οργανωμένο κομμάτι της πορείας, οι άνθρωποι που τα είχαν μια χαρά καταφέρει τα δύο προηγούμενα χρόνια, δεν ήταν εκεί. Οι ξένοι, που για μια στιγμή ο κόσμος πίστεψε πως οι σημαίες στις μηχανές τους θα έκανε πιο μαζεμένους τους φονιάδες, δεν ήταν εκεί. Οι ελλαδίτες δεν ήταν εκεί. Οι δολοφόνοι δούλεψαν ανενόχλητοι.
…Ενοχή.
…Το βράδυ οι μηχανές παίρνουν πάλι μπροστά. Ledra Palace, μια αντιπροσωπεία με συνοδεία του ΟΗΕ πάει στο τούρκικο οδόφραγμα. Αρνείται να δείξει διαβατήριο ή να υπογράψει οποιοδήποτε χαρτί αναγνώρισης του κατοχικού καθεστώτος. Οι Τούρκοι αρνιούνται φυσικά ν’ αφήσουν την πορεία να περάσει. Δηλώσεις μπροστά στις κάμερες. Ήταν ότι περισσότερο μπορούσε να κάνει η FEM στις συνθήκες αυτές.
Μόνο που οι Κύπριοι μοτοσυκλετιστές, αυτοί που μάτωσαν όλη μέρα στα συρματοπλέγματα, δεν ήταν εκεί. Μια ομάδα περιφρούρησης κράτησε μακριά και τους ελάχιστους που θέλησαν να έρθουν στο Λήδρα. Όρος, βλέπεις, των ξένων. Φοβήθηκαν. Πριν το διαλύσουμε, ραντεβού στην κηδεία του Τάσου.
Δευτέρα, Τρίτη 12 Αυγούστου. Λευκωσία.
…Αναμονή.
…Ο Τάσος Ισαάκ νεκροτομείται κατ’ επανάληψη σε μια προσπάθεια να γίνει η κηδεία όταν καταλαγιάσουν τα πνεύματα. Οι συνήθεις πολιτικοί ασχολούνται με τον συνήθη καταμερισμό ευθυνών. Ο Λυσσαρίδης (κατόπιν εορτής) εναντίον όλων. Όλοι εναντίον του άτυχου προέδρου της Κ.Ο.Μ. Οι ελλαδίτες ηγέτες αλλάζουν πλευρό στις παραλίες, για να ’χουν ομοιόμορφα βαθύ το μόνο μαύρισμα που επιτρέπουν στον εαυτό τους. Οι Τούρκοι πολιτικοί αλωνίζουν στα διεθνή Media. Οι ξένες κυβερνήσεις εξομοιώνουν το φονιά με το θύμα, όταν δεν τα βάζουν με την κυπριακή κυβέρνηση που δεν ξυλοφόρτωσε αυτή τους Τάσους Ισαάκ κι έβαλε τους Τούρκους σε τέτοιο κόπο. Όλες οι συνιστώσες του Κυπριακού ζητήματος, ολοκάθαρα, επί σκηνής. Οι μάσκες, ο χορός. Και κανείς δε ήξερε εκείνες τις δύο μέρες πως όλα οδηγούσαν στην κορύφωση…
Τετάρτη 15 Αυγούστου, Λευκωσία
… Πρωί-πρωί οι μοτόρες ζωντανεύουν πάλι. Στο δρόμο για Παραλίμνι άλλοι ενώνονται μαζί μας και άλλοι εκκενώνουν με σπουδή το μικρό θέρετρο της ανατολικής μεριάς…
Παραλίμνι
Το φέρετρο τυλιγμένο με την ελληνική σημαία…
Δεν εξελίσσεται το αντικυβερνητικό ξέσπασμα που θα περίμενε κανείς. Ο κυπριακός πολιτικός κόσμος εισπράττει το (φτωχικό είναι αλήθεια) μερίδιο χειροκροτήματος.
… Η μάνα του Τάσου ζητάει να ’ναι οι μηχανές που θα συνοδέψουν το νεκρό. Μια ομάδα φίλων του Τάσου τον αποχαιρετάει μαρσάροντας. Live free, ride free, γράφει η αφίσα της πορείας. Ελευθερία ή θάνατος μεταφράζει η κυπριακή πραγματικότητα σ’ ένα πανό πάνω στην εκκλησία.
…Όλα μοιάζουν ήσυχα, όμως υπάρχει κάτι στον αέρα. Κι’ αυτό το κάτι ξεκινάει απρόσμενα…
Δερύνεια…
…Κι αν για τους ανθρώπους της προσφυγιάς του ‘22 ο τόπος τους ήταν μονάχα μνήμες που ξεθώριαζαν από τη θάλασσα που παρεμβλήθηκε, για τα θύματα αυτού του τωρινού ξεριζωμού η πραγματικότητα του χθες είναι εκεί, μπροστά τους. Ονειρεμένη Αμμόχωστος, δύο τρία χιλιόμετρα πίσω απ’ το σύρμα, να απλώσεις το χέρι να την αγγίξεις, να πετάξεις μια πρώτη σκασμένη στη μηχανή και να φθάσεις με μια γκαζιά και «γαία πυρί μιχθήτω».
…Κανένα μπλόκο της αστυνομίας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την οργή.
…Κανένας ΟΗΕς, κανένα συρματόπλεγμα, τίποτε δεν ήταν ικανό να σταματήσει την τροχιά του Σολωμόντος, τον ήρεμο χορό του με το θάνατο.
…Η Τσιλέρ απειλεί πως θα τσακίσει κάθε χέρι που απλώνεται στα σύμβολα της κατοχής. Η Τσιλέρ φοβάται. Δείχνει να ξέρει πως το σημαντικό έχει ήδη συμβεί, η αρχή έγινε πια, πάντα κάποιο χέρι ή μυριάδες χέρια θα απλωθούν ξανά και ξανά, να εξαλείψουν τα σύμβολα του αίσχους. Και τα χέρια αυτά δεν θα ’ναι, δεν μπορεί να ’ναι πάντα γυμνά.
…Ο Σολωμός ήρθε να θυμίσει σε έναν ολόκληρο λαό την ιερή εκείνη αποκοτιά που σπάει τις πράσινες γραμμές και λευτερώνει τις πατρίδες.
… Θα ανεβαίνει και θα πέφτει στους κύκλους του ατέλειωτου χορού του, με κινήσεις ήρεμες και το τσιγάρο στο στόμα, πάλι και πάλι σαν ένας Σίσυφος στις οθόνες της μνήμης μας. Μέχρις ότου η ζωή που ανατρέφει τούτος ο τόπος δώσει τη μάχη κατά πως είναι ταγμένη σπάζοντας ιστούς, συρματοπλέγματα κι ατσάλι.
Δερύνεια…
… Ριπές στον σωρό, άνθρωποι πεσμένοι ένα κουβάρι. Κάποιοι όρθιοι μετά το χαλάζι ν’ απαντάνε με πέτρες. Οι Ελλαδίτες κι οι λίγοι ξένοι παίρνουν κι αυτοί το βάπτισμα του πυρός. Τα δευτερόλεπτα κυλάνε αργά. Εθνοφρουροί ακροβολισμένοι. Πρόχειρες θέσεις μάχης. Οι άνδρες των ΜΜΑΔ μεταβάλλονται μεμιάς σε «φίλιες δυνάμεις», αφήνοντας τις ασπίδες και παίρνοντας όπλα. Όλοι ζητάνε όπλα, ο κάθε εθνοφρουρός έχει ένα-δυο πολίτες πεσμένους δίπλα του που του ζητάνε να ρίξει, ή ας τους δώσει το όπλο να ρίξουν αυτοί.
… Όμως οι διαταγές είναι σαφείς: απαντάμε στα πυρά μόνο αν διαρκέσουν πάνω από τρία λεπτά. Και, όσο κι αν μας φάνηκαν αιώνες που σφύριζαν οι σφαίρες, τα τρία λεπτά δεν πέρασαν.
… Οι τραυματίες και το άψυχο κορμί του Σολωμού μεταφέρθηκαν πίσω. Οι διαδηλωτές αποχωρούν κι αυτοί, την ευθύνη έχει πλέον η εθνοφρουρά. Μένουν μονάχα οι σειρήνες των ασθενοφόρων να ταράζουν τη σιωπή αυτού του αυγουστιάτικου μεσημεριού που σκεπάζει τα σύρματα, τα ορύγματα, την Δερύνεια, και, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, την πόλη-φάντασμα, την Αμμόχωστο, πατρίδα του παληκαριού.
Επιμύθιο 1
Η ελλαδική ηγεσία αποφάσισε να διακόψει τις διακοπές της. Αποφεύγοντας επιμελώς να παραστεί στην κηδεία του Σολωμού (μην ανάψουνε πάλι τα αίματα), αποφεύγοντας επίσης να πάρει μαζί της τον Αρσένη (μην τυχόν και πιστέψει κανείς ότι ενεργοποιείται το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου), προήδρευσε με την ανεπάρκειά της σε ένα ανεπαρκές Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου. Η κακοποίηση της έννοιας του συγκεκριμένου που κυριάρχησε στις δηλώσεις μετά (συγκεκριμένη διπλωματική εκστρατεία και άλλα τινά ηρωικά) θα μπορούσε να είχε συμβεί σε οποιοδήποτε από τα είκοσι δύο χρόνια που πέρασαν κιόλας από την εισβολή. Όμως το Σάββατο, 17 Αυγούστου του ’96, ηχούσαν κούφια λόγια.
Στους αντίποδες, μερικές εκατοντάδες μοτοσυκλετιστές μάρσαραν έξω από το Προεδρικό ζητώντας από τον ελλαδίτη Πρωθυπουργό τη στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας στην Κύπρο, όχι απλά για να σώσουμε ό,τι δεν μας έχουν πάρει ακόμα, αλλά για να ελευθερώσουμε όσα μας έχουν αρπάξει. «Απελευθέρωση η μόνη λύση», γράφουν τα μπλουζάκια. Αίτημα τόσο παλιό και τόσο καινούργιο, όσο παλιοί και καινούργιοι είναι αυτοί οι νέοι άνθρωποι της πρώτης γραμμής, τα «παιδιά που τα ’λεγαν αλήτες» του ’41, τα «παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα» του ‘60-’70, μοτοροκυκλιστές στο δρόμο για την πράσινη γραμμή σήμερα. Να ’ναι το πρελούδιο μιας καινούργιας κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας;
Επιμύθιο 2
Στο πλοίο, στην επιστροφή, τα μποφόρ θρασομανούσαν στις σκέψεις μας. Δεν είναι μονάχα οι εικόνες, βίαιες, καταλυτικές. Είναι που χρειάστηκε η θυσία δύο νέων ανθρώπων για να λάμψουνε με ένα καινούργιο, σκληρό φως κάποια πράγματα μέσα μας.
Αυτό που κοίμισε το ανιαρό μουρμουρητό κάποιου γυμνασιάρχη, η κουλτούρα της αριστεράς της ήττας, η καπηλεία του μετεμφυλιακού χουντικού μεταπολιτευτικού κράτους, η λήθη της ληστρικής καθημερινότητας, το ενύπνιον της Ευρωπαϊκής μας αλλοτρίωσης.
Για όσους βρεθήκαμε εκεί, ο χώρος κι ο χρόνος που ξετυλίγεται η ζωή μας, για μια εκθαμβωτική στιγμή βιώθηκε σαν χώρος-χώρα και χρόνος-ιστορία.
Και τα σύμβολα και οι εθνικοί ύμνοι κι οι σημαίες αποκτούν περιεχόμενο και ζωή, καθώς όσα αξίζουν να πεθάνει κανείς γι’ αυτά, αξίζουν χίλιες φορές να ζει μ’ αυτά.
Να ‘ναι άραγε τα φώτα που αναβόσβηναν στην εθνική Αθήνα-Θεσσαλονίκη -στο απάντημα της πορείας των μηχανών που επέστρεφαν- μια σπίθα αναγνώρισης αυτής της πραγματικότητας; Θα βρει άραγε αυτό το καινούργιο που άνθισε στην Αυγουστιάτικη κυπριακή γη το δρόμο ν’ αγγίξει τις μυστικές χορδές που κρύβει μέσα του αυτός ο λαός;
Ίσως. Ίσως κάποτε, καθώς «θα ξαναμοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια», αυτή η θυσία συναντήσει τον σκοπό της.
Θανάσης Τζιούμπας
Μοτοροκυκλιστής
Θεσσαλονίκη 20 Αυγούστου 1996