Κύπρος, 50 χρόνια μετά

Κατανοώντας το παρελθόν
via Associated Press

Του Διονύση Τσιριγώτη, Επίκουρου Καθηγητή, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Αφορμώμενοι από τη διαπιστωτική απόφανση του Χ. Κίσσιντζερ προς τον Αμερικανό πρόεδρο Φόρντ, ότι “δεν υπάρχει κάποιος αμερικανικός λόγος, για τον οποίο οι Τούρκοι δεν πρέπει να έχουν το ένα τρίτο της Κύπρου” και τη μεταγενέστερη επισήμανση του Α. Νταβούτογλου ότι «ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα» καθώς «καμιά χώρα δεν μπορεί να μένει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου», θα διερευνήσουμε τα αίτια της Τουρκικής εισβολής-κατοχής στη Μεγαλόνησο. Εκκινώντας από πραξικοπηματική ανατροπή του Μακάριου από το αυταρχικό καθεστώτος Ιωαννίδη και τα συνακόλουθα διλήμματα ασφαλείας της Τουρκίας περί κεκαλυμμένης ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, απολήγουμε στο αξονικό ρόλο του Αμερικανού παράγοντα ως μηχανισμού ύστατης προσφυγής για Ελλάδα-Τουρκία. Στο περιβάλλον αυτό καθίσταται αναγκαία η διερεύνηση του ρόλου των εξωκοινοβουλευτικών μηχανισμών μεσεγγύησης που ελέγχουν την ελληνική εσωτερική-εξωτερική πολιτική και καταρρίπτουν την αναγκαία μυθοπλασία για τις σκοπούμενες αβελτηρίες του αυταρχικού καθεστώτος.

Αναλυτικότερα στους εξωκοινοβουλευτικούς μηχανισμούς ελέγχου της εσωτερικής-εξωτερικής πολιτικής εμπερικλείονταν ο στρατός, οργανικά εξαρτημένος από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ο θρόνος και οι μυστικές υπηρεσίες (ΚΥΠ) που ελέγχονταν από την CIA.

Το δίλημμα ασφαλείας της Άγκυρας συνίστατο στον φόβο που ενέγειρε το πραξικόπημα Σαμψών για ενδεχόμενη ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέσα (ακόμη και στρατιωτικά) για την αποτροπή του. Ειδικότερα υπό την επίπλαστη επίκληση του δικαιώματος της ως εγγυήτριας δύναμης, απειλεί με επίθεση εντός ολίγων ημερών εάν δεν ανατραπεί το νέο καθεστώς στην Κύπρο. Προδηλώνοντας ωστόσο την πιθανότητα για προσωρινή αναστολή της επιθετικής της δράσης εάν διασφαλίζονταν μία δίοδος προς τη θάλασσα για τους Τουρκοκυπρίους.

Υπό αυτό το πρίσμα τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ επιτάσσουν την αποφυγή οιασδήποτε Ελληνοτουρκικής διαμάχης εντός του ΝΑΤΟ διανοίγοντας ένα παράθυρο ευκαιρίας για την πολιτικοστρατιωτική διείσδυση της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο, εξοβελίζοντας τη στρατηγική ανάσχεσης της Ουάσιγκτον. Στο περιβάλλον αυτό αιτιολογείται η πολιτική ουδετερότητα που θα τηρήσουν τόσο ως προς την ανατροπή του Μακάριου όσο και ως προς την τουρκική εισβολή, επαληθεύοντας την υπόθεση εργασίας για τη δημιουργία τετελεσμένων και την παγίωση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας, ως συνέχεια της Βρετανικής πολιτικής του διαίρει και βασίλευε.

«Προς έκπληξη της διεθνούς κοινότητας, οι ΗΠΑ ήταν οι μόνες που αρνήθηκαν να καταδικάσουν ρητά το πραξικόπημα και το αντάρτικο καθεστώς στη Λευκωσία. Το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έλαβε τη θέση ότι η αλλαγή κυβέρνησης στην Κύπρο ήταν ένα «τετελεσμένο γεγονός» και ότι ο πρωταρχικός στόχος των ΗΠΑ ήταν απλώς να «αποτρέψουν περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης» «προτρέποντας σε περιορισμούς σε όλους τους ενδιαφερόμενους».

Προσημειώνουμε την υποστηρικτική πολιτική θέση των αμερικανικών κυβερνήσεων Τζόνσον και Νίξον στο αυταρχικό καθεστώς των Αθηνών, όπως και στο πραξικόπημα «κατά του Μακαρίου και στην κατοχή του 1/3 της Κύπρου, από τον τουρκικό στρατό, την καυτή περίοδο Ιουλίου – Αυγούστου 1974».

Κατά τούτο, η έναρξη της αμφίβιας τουρκικής επίθεσης στις «05:20 π.μ. την 20η Ιουλίου 1974 με ταυτόχρονη ρίψη αλεξιπτωτιστών και απόβαση (αποβίβαση) εχθρικών δυνάμεων ανατολικά της Κερύνειας», πέρα από τις αβελτηρίες, λάθη, παραλείψεις και παρανοήσεις του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, συνεπικουρήθηκε από την απουσία της Ελληνικής ναυτικής και αεροπορικής στρατιωτικής ισχύος. Παρέχοντας ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην Τουρκική αεροπορία να υποστηρίξει το τουρκικό προγεφύρωμα βομβαρδίζοντας «τα περισφίγγοντα το εχθρικό προγεφύρωμα φίλια τμήματα, φάλαγγες κινουμένων εφεδρειών και λοιπούς στόχους στο εσωτερικό, με ιδιαίτερη σφοδρότητα δε το Α/Δ Λευκωσίας, ενώ από τις 07:00 (21 Ιουλίου) συνεχίστηκε η αποβίβαση δυνάμεων πεζικού και αρμάτων του τουρκικού στρατού».

Η στρατηγική αναγκαιότητα των ΗΠΑ να αποτραπεί με οποιαδήποτε τρόπο και μέσο ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα αποκαθηλώσει εν ριπή οφθαλμού τον αόρατο δικτάτορα, Δημήτριο Ιωαννίδη, «ο οποίος, ήταν αποφασισμένος να στείλει τα phantoms, που ήσαν έτοιμα, στο Ηράκλειο Κρήτης, να βυθίσουν τον τουρκικό στόλο, που έπλεε και βρισκόταν, στην Κύπρο και να αποδεκατίσουν το μικρό τουρκικό προγεφύρωμα, που είχαν δημιουργήσει οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, σε μια αποβατική επιχείρηση, που δεν πήγαινε καλά». Το επιτελείο των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων πλήρως ελεγχόμενο από τη CIA θα αντιταχθεί στην απόφαση του Ιωαννίδη να καταστείλει την τουρκική αεροναυτική επίθεση.

Αναλυτικότερα :

«1) Ο Α/ΓΕΑ πτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, που ματαίωσε, δύο φορές, στις 22 Ιουλίου 1974, την προγραμματισμένη αεροπορική επίθεση, στο τουρκικό προγεφύρωμα και τον τουρκικό αποβατικό στόλο, στην Κύπρο.

2) Ο Α/ΓΕΝ ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, που απέσυρε τα ελληνικά υποβρύχια, από την αποστολή τους, στην Κύπρο και στις 23 Ιουλίου 1974, συμφώνησε τηλεφωνικά, με τον Henry Kissinger, ενεργώντας, ως κυβέρνηση, την καταστροφική εκεχειρία, στην Κύπρο, βοηθώντας, έτσι, στην εδραίωση του τουρκικού προγεφυρώματος, το οποίο, μέχρι τότε, ήταν μικρό και ασταθές, με αποτέλεσμα να τεθούν οι βάσεις, για την δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, στις 14 Αυγούστου 1974, οπότε και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν το 37% του κυπριακού εδάφους.

3) Ο Α/ΓΕΣ στρατηγός Ανδρέας Γαλατσάνος, που δεν ήταν διατεθειμένος να εισβάλει, από τον Έβρο, στην ανατολική Θράκη.

4) Και φυσικά, ο Α/ΓΕΕΘΑ στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος, ο οποίος κατάντησε να πει ότι η Κύπρος ήταν ένα αγκάθι και μια πληγή, για την Ελλάδα».

Δημοφιλή