Πολλή συζήτηση γίνεται στην προεκλογική περίοδο για τις συνέπειες της απλής αναλογικής, για το αν θα σχηματιστεί κυβέρνηση, για το ενδεχόμενο επαναληπτικών εκλογών, για κυβερνήσεις νικητών και ηττημένων.
Τι εξυπηρετεί αλήθεια το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής; Ο πρώτος βασικός σκοπός για τη θέσπισή του είναι να αποτυπωθεί η πραγματική βούληση του λαού, να έχει τη δυνατότητα ο κάθε πολίτης να επιλέξει τον πολιτικό συνδυασμό, ο οποίος εκφράζει πραγματικά τις πολιτικές του πεποιθήσεις και προσδοκίες, χωρίς να αναγκάζεται να κάνει συμβιβασμούς με τη συνείδησή του ή να ψηφίζει «το μη χείρον βέλτιστον». Με την απλή αναλογική εξυπηρετείται ο πολιτικός πλουραλισμός, υποβάλουν υποψηφιότητα συνδυασμοί με ποικίλα πολιτικοϊδεολογικά προγράμματα και μπορεί να προκύψει ένα κοινοβούλιο, στο οποίο θα συμμετέχει ένα ευρύ φάσμα εκπροσωπούμενων πολιτικών προτάσεων.
Βέβαια, αν συμμετέχουν στις εκλογές 30 ή 40 ή 50 συνδυασμοί, δεν πρόκειται για πραγματικό πλουραλισμό, γιατί δεν υπάρχουν τόσα πολλά πραγματικά διαφορετικά πολιτικοϊδεολογικά προγράμματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις αρκετοί από τους συνδυασμούς, που συμμετέχουν στις εκλογές, είτε αποτελούν προσωπικά κατασκευάσματα χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό στίγμα, είτε προέρχονται από την πολυδιάσπαση ενός μεγαλύτερου πολιτικοϊδεολογικού χώρου.
Έτσι όμως ακυρώνεται εν μέρει η λειτουργία της απλής αναλογικής, επειδή οι λίγοι, πραγματικά διαφορετικοί και εκτός των συνήθων κομμάτων συνδυασμοί, χάνονται ανάμεσα στο πλήθος των υποψήφιων συνδυασμών και αδυνατούν να αναδείξουν την ενδιαφέρουσα και ελπιδοφόρα ιδιαιτερότητά τους, η οποία θα λειτουργούσε γόνιμα, δημιουργικά και ριζοσπαστικά, αν κατακτούσε εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο. Τέτοιοι ελπιδοφόροι συνδυασμοί εξάλλου ουδέποτε καταμετρώνται στις δημοσκοπήσεις, ώστε μέσω αυτών να κινήσουν το ενδιαφέρον των πολιτών, που αναζητούν κάτι διαφορετικό.
Ο άλλος σημαντικός σκοπός της απλής αναλογικής είναι ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνεργασίας, ώστε να μην ασκείται η εκτελεστική εξουσία από ένα κόμμα, με μία συγκεκριμένη νοοτροπία, με το συνεπακόλουθο αυταρχισμό, αλλά να συντίθενται περισσότερες νοοτροπίες και πολιτικοϊδεολογικές προσεγγίσεις των προβλημάτων και να προκύπτουν περισσότερες επιλογές για την επίλυσή τους. Σε μία κυβέρνηση συνεργασίας οι περισσότεροι συνεργαζόμενοι συνδυασμοί θα αλληλοσυμπληρώνονται και θα αλληλοελέγχονται συνεχώς.
Στη χώρα μας δυστυχώς είναι παντελώς απαξιωμένη η κουλτούρα πολιτικής συνεργασίας. Όλα τα κόμματα εξουσίας και τα λοιπά κατά καιρούς κοινοβουλευτικά κόμματα αρέσκονται να εμφανίζουν τον εαυτό τους ως τη μοναδική δύναμη της δημοκρατίας, της ευημερίας, της δικαιοσύνης και της προόδου και όλους τους υπόλοιπους ως εθνικά επικίνδυνους, μη σοβαρούς, αντιδημοκράτες, και ανάλγητους.
Ενώ στην πραγματικότητα και όταν ο καθένας κυβερνά και όταν ψηφίζουν τους νόμους συγκλίνουν σε πολλές επιλογές και τρόπους διαχείρισης των κοινών, επιδιώκουν να εμφανίζουν ότι μεταξύ τους ανοίγεται μέγα χάσμα, ότι διαφέρουν όπως το φως από το σκοτάδι ή ότι εκπροσωπούν οι μεν την πρόοδο κι οι δε την οπισθοδρόμηση.
Έχοντας διαμορφώσει όμως στη διάρκεια της κάθε τετραετίας και στην προεκλογική περίοδο ένα τέτοιο κλίμα στους ψηφοφόρους τους, έχουν σε μεγάλο βαθμό αυτοδεσμευτεί και δεν τους είναι πλέον δυνατό, ακόμα κι αν αλλάξουν προσανατολισμό μετά τις εκλογές, να εμφανιστούν ότι συνεργάζονται με κάποιους από εκείνους που κατήγγειλαν.
Εκτός του φαινομένου αυτού όμως υποστηρίζονται και απόψεις, κατά τις οποίες κυβέρνηση συνεργασίας επιτρέπεται δήθεν να σχηματισθεί μόνο μεταξύ νικητών των εκλογών και όχι μεταξύ ηττημένων.
Η άποψη αυτή είναι τελείως λανθασμένη και πάντως αντίθετη στους σκοπούς και το πνεύμα της απλής αναλογικής. Όταν διενεργούνται εκλογές με απλή αναλογική, δεν υπάρχει νικητής, που βγήκε πρώτος και θα σχηματίσει κυβέρνηση αυτοδύναμη, ούτε ηττημένοι, που θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση. Υπάρχουν πολιτικοί συνδυασμοί, που έλαβαν ένα αριθμό ψήφων και εκλέγουν ένα αριθμό βουλευτών.
Εάν συμπράξουν κάποιοι από αυτούς και συγκεντρώνουν τέτοιο αριθμό βουλευτών, που θα τους επιτρέπει να σχηματίζουν κυβέρνηση, η οποία θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, η σύμπραξη αυτή είναι ο νικητής των εκλογών και η κυβέρνηση, που θα σχηματισθεί, είναι η κυβέρνηση, που επέλεξε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Όπως πάντως αντιλαμβάνεται ο καθένας, που διαθέτει μία βασική πολιτική αίσθηση, οι δήθεν χαώδεις διαφοροποιήσεις μεταξύ των κομμάτων δεν αποτυπώνουν την αντίληψη του μέσου πολίτη. Στην πραγματικότητα η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, αν εξαιρεθεί ένα ποσοστό 10-15%, που κινείται στο χώρο της κομμουνιστικής και οικολογικής αριστεράς κι άλλο ένα 10%, που εκφράζεται από το χώρο του ακραίου εθνικισμού και της άκρας δεξιάς, το υπόλοιπο 70-75% μετακινείται ανάμεσα στο χώρο της λεγόμενης κεντροδεξιάς και της λεγόμενης κεντροαριστεράς.
Το μεγαλύτερο τμήμα αυτών των πολιτών θα μπορούσε να ανήκει στο ίδιο κόμμα, ένα κόμμα με στοιχεία οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού και μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατίας. Δεν συμβαίνει όμως αυτό, επειδή οι πολίτες αυτοί είναι εγκλωβισμένοι παραδοσιακά ή από συνήθεια στα τρία μεγαλύτερα κόμματα, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, εκ των πραγμάτων επηρεάζονται από την τεχνητή αντιπαλότητα, που καλλιεργείται μεταξύ τους και δεν διανοούνται να τα εγκαταλείψουν μαζικά και να διαμορφώσουν κάτι καινούργιο, που θα τους εκφράζει όλους και θα διαμορφώσει μία διαφορετική πολιτική κουλτούρα.
Παρότι κατά καιρούς στις δημοσκοπήσεις εμφανίζονται αξιοσημείωτα ποσοστά πολιτών, που θα επιθυμούσαν την εμφάνιση καινούργιων και διαφορετικών πολιτικών φορέων, όσοι τελικά εμφανίζονται δεν είναι παρά προσωπικά δημιουργήματα δυσαρεστημένων αποχωρούντων από τα μεγάλα κόμματα ή αμφίβολης σοβαρότητας κατασκευάσματα προβεβλημένων ραδιοτηλεοπτικών ή διαδικτυακών αστέρων.
Επειδή οι Έλληνες πολίτες σπάνια έχουν την ευκαιρία να δηλώσουν με την ψήφο τους αυτό που πραγματικά πιστεύουν και τους εκφράζει, οι τωρινές εκλογές, που διενεργούνται με την απλή αναλογική, προσφέρουν μία μοναδική ευκαιρία να αναζητήσουν και να ανακαλύψουν μέσα στους 35 συνδυασμούς εκείνον τον ένα, τον καινούργιο, τον πραγματικά διαφορετικό, τον έντιμο, τον υπεύθυνο και σοβαρό, που ίσως ανοίγει μία προοπτική ελπίδας για το μέλλον.
***
Παναγιώτης Νικολόπουλος Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ