Η Παλιά Περίθεια εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της την δεκαετία του ΄60. Τώρα επιστρέφουν χάρη σε ένα μοναδικό πρότζεκτ που αναμένεται να μεταμορφώσει το μοναδικό αυτό μεσαιωνικό χωριό της Κέρκυρας σε μια εκπληκτική ατραξιόν.
Ενώ οι περισσότεροι επισκέπτες προτιμούν κάποια από τα πολυάριθμα παραθαλάσσια θέρετρα, ο Αλεξ Σακαλής, συντάκτης του σχετικού άρθρου στον Guardian, αναφέρει ότι ακολουθεί έναν μοναχικό και ελικοειδή δρόμο προς τα βουνά στον δρόμο προς τον προορισμό του, την Παλιά Περίθεια - ένα ατμοσφαιρικό πρώην χωριό φάντασμα - και την συνάντησή του με τον Μαρκ και την Σάσκια Χέντρικσεν, το ζευγάρι που βοήθησαν να αναβιώσει και να μετατραπεί σε ένα από τα πιο μαγευτικά αξιοθέατα της Κέρκυρας.
Με σπίτια που χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα, η Παλαιά Περίθεια είναι το αρχαιότερο χωριό της Κέρκυρας. Χτισμένο για να είναι ασφαλές από επιθέσεις πειρατών, βρίσκεται κοντά στην κορυφή της ψηλότερης κορυφής του νησιού, στο όρος Παντοκράτορας, περιτριγυρισμένο από πυκνό δάσος και με θέα στο Ιόνιο πέλαγος προς την Αλβανία. Και όμως για δεκαετίες αυτό ήταν ένα χωριό φάντασμα, που εγκαταλείφθηκε τη δεκαετία του 1960 όταν ο τουρισμός έπληξε την Κέρκυρα και οι χωρικοί αναζητούσαν την τύχη τους παραθαλάσσια.
Όταν ο Μαρκ, εκδότης από το Λονδίνο, και η Σάσκια, Ολλανδικής καταγωγής, επισκέφθηκαν για πρώτη φορά την Παλιά Περίθεια το 2009, είδαν ένα όμορφο αλλά εγκαταλελειμμένο λείψανο μιας περασμένης εποχής το οποίο, όμως, ερωτεύτηκαν και αφοσιώθηκαν στην αποκατάσταση του χωριού, καθώς αντιλήφθηκαν τις δυνατότητές του ως καταφύγιο επισκεπτών που «απενεργοποιήθηκε» από τα, γεμάτα κόσμο, παράκτια θέρετρα της Κέρκυρας.
Το ζευγάρι ξεκίνησε αποκαθιστώντας ένα περίτεχνο συγκρότημα διαδοχικών κτηρίων και μετατρέποντάς τα στο Merchant’s House, ένα πολυτελές B&B με έξι σουίτες. Σταδιακά, εκτός από τους τουρίστες, άρχισαν να καταφθάνουν και οι κάτοικοι: «Ποτέ δεν πίστευα ότι θα επέστρεφα», λέει ο Νίκος, ο οποίος γεννήθηκε στην Παλαιά Περίθεια και θυμάται μεγάλες βόλτες με μουλάρια ως παιδί από το χωριό στην ακτή. Τώρα διευθύνει την Ωγνίστρα, μία από τις πέντε ταβέρνες του χωριού. «Το έργο αποκατάστασης έφερε ελπίδα, όχι μόνο στο χωριό, αλλά (και) στο νησί», προσθέτει.
Η τεράστια αύξηση των επισκεπτών σημαίνει ότι η ταβέρνα του, η οποία είναι ανοιχτή καθημερινά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, είναι πάντα απασχολημένη με το να σερβίρει παραδοσιακά κερκυραϊκά πιάτα, όπως παστιτσάδα (μακαρόνια με κόκορα) και σοφρίτο (μοσχάρι σε σάλτσα κρασιού και σκόρδου). Ο Νίκος μπόρεσε να φτιάξει το παλιό του σπίτι και να επιστρέψει μόνιμα στο χωριό όπου γεννήθηκε.
Όταν ο Μαρκ και η Σάσκια έφτασαν, μόνο περίπου τοχ 10% των σπιτιών ήταν σε κατοικήσιμη κατάσταση. Σήμερα είναι το 35% και αυξάνεται, χάρη σε μια ευαίσθητη διαδικασία αποκατάστασης που επιβλέπεται από το διαβόητα δύσκολο να ικανοποιηθεί, Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο της Ελλάδας, το οποίο έχει χαρακτηρίσει το χωριό ως «ιστορικό μνημείο». Τα σπίτια πρέπει να αποκατασταθούν με αυστηρές απαιτήσεις τους, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών χώρων. Οι δρόμοι μπορούν να στρωθούν μόνο με πέτρα. Τα αυτοκίνητα πρέπει να αφήνονται έξω από το χωριό. Επιτρέπονται μόνο φώτα LED. Δεν υπάρχουν πισίνες. Αυτό σημαίνει ότι η Παλαιά Περίθεια φαίνεται (λίγο πολύ) όπως ήταν πριν από 500 χρόνια. Είναι ένα ζωντανό απολίθωμα ενός χωριού, αλλά ζωντανό.
Στη βόλτα μου, αναφέρει ο συντάκτης του άρθρου, συναντώ τον Βασίλη, οι γονείς του οποίου ήταν από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν την Παλαιά Περίθεια τη δεκαετία του 1960. Χάρη στο έργο αποκατάστασης και την ανάκαμψη του τουρισμού, μπόρεσε να επιστρέψει με την οικογένειά του και να αναλάβει τα μελίσσια του πατέρα του που ήταν σε αδράνεια. Τώρα κερδίζει τα προς το ζην βγάζοντας μέλι για να το πουλήσει στους επισκέπτες. «Μεγάλωσα με τις ιστορίες των γονιών μου για τη ζωή εδώ», μου λέει. «Υπήρχε σχολείο, καφετέρια, φούρνος, αγρότες, τεχνίτες… αυτό ήταν ένα από τα πιο σημαντικά χωριά της Κέρκυρας. Σημαίνει πολλά να επιστρέψω εδώ, εκεί που βρίσκονται οι ρίζες μου. Αυτό που με χαροποιεί ιδιαίτερα είναι ότι τα παιδιά μου το λατρεύουν εδώ και θέλουν να μάθουν μελισσοκομία και έτσι οι παραδόσεις του χωριού θα συνεχιστούν με τη νέα γενιά».
Σήμερα ο Βασίλης και η οικογένειά του συγκαταλέγονται στους 20 περίπου μόνιμους κατοίκους της Παλαιάς Περίθιας. Ενώ ο Μαρκ και η Σάσκια μπορεί να ξεκίνησαν την αναβίωση, οι ίδιοι οι χωρικοί πλέον έχουν αναλάβει πρωτοβουλία αποκαθιστώντας τα παλιά τους σπίτια, εκκλησίες και ταβέρνες. «Φυσικά, δεν μπορούμε να σταματήσουμε τους τουρίστες, αλλά θέλω να παραμείνει ένα αυθεντικά Κερκυραϊκό χωριό», λέει ο Βασίλης. «Δεν θέλω ποτέ να δω σούπερ μάρκετ εδώ».
Η ευκαιρία να δείτε την «πραγματική Κέρκυρα» είναι ένα από τα κύρια αξιοθέατα του χωριού, αναφέρει επίσης ο συντάκτης. Το άλλο είναι άφθονες ευκαιρίες πεζοπορίας.
Κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της πανδημίας, η απομόνωση του χωριού ήταν μια «ασπίδα» που επέτρεψε στη ζωή να συνεχίσει σχετικά αλώβητη. «Οι άνθρωποι κατάλαβαν και εκτιμούσαν αυτό που είχαν, επέστρεψαν στις ρίζες τους και έτσι φρόντισαν περισσότερο για τη γη και τις περιουσίες τους στην Παλαιά Περιθία», λέει ο Μαρκ. «Ωστόσο, φέτος είδαμε αύξηση των κρατήσεων, κυρίως επειδή το χωριό είναι ένα από τα ασφαλέστερα και γενικά τα πιο ήσυχα μέρη για να μείνετε».
Στο πλαίσιο του σχεδίου της Blue Freedom, η ελληνική κυβέρνηση έδωσε προτεραιότητα στον εμβολιασμό των νησιών για να ενθαρρύνει τους τουρίστες. Λίγο περισσότεροι από τους μισούς επιλέξιμους νησιώτες ολοκλήρωσαν και τις δυο δόσεις του εμβολίου.
Το επόμενο πρωί, περνάω από το σπίτι του Βασίλη για να αγοράσω ένα βάζο μέλι, καταλήγει ο συντάκτης του άρθρου. «Είναι αστείο», μου λέει, «πριν από 20 χρόνια, θα σου έλεγα ότι η Παλαιά Περίθεια δεν είχε μέλλον. Τώρα νιώθω ότι οι καλύτερες μέρες μας μπορεί και να είναι μπροστά».
ΠΗΓΗ: theguardian.com