Την παρεμπόδιση του έργου του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης επιχειρούν οι ΗΠΑ ανακοινώνοντας κυρώσεις κατά της Εισαγγελέως και με απώτερο στόχο να προχωρήσει η διερεύνηση πιθανής διάπραξης εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στο Αφγανιστάν.
Οι κυρώσεις της Ουάσινγκτον κατά της εισαγγελέως Φατού Μπενσούντα είναι ”απαράδεκτες”, δηλώνει ο ο πρόεδρος της Συνέλευσης των Κρατών Μελών του Δικαστηρίου, δικαστής Ο-Γκον Κουόν, τονίζοντας πως αποτελούν μια επίθεση κατά της διεθνούς δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου.
Σημειώνεται πως το ΔΠΔ που εδρεύει στη Χάγη, αποφάσισε σε δεύτερο βαθμό τον Μάρτιο να εγκρίνει την έναρξη διενέργειας έρευνας για την πιθανή διάπραξη των δύο ανωτέρω αδικημάτων παρά τις απειλές της κυβέρνησης Τραμπ. Έχοντας ήδη εξαπολύσει επίθεση άνευ προηγουμένου εναντίον του Δικαστηρίου, ο Αμερικανός πρόεδρος ενέκρινε τον Ιούνιο οικονομικές κυρώσεις σε βάρος στελεχών του Δικαστηρίου προκειμένου να το αποθαρρύνει να ασκήσει διώξεις σε Αμερικανούς στρατιώτες για την εμπλοκή τους στη σύγκρουση στο Αφγανιστάν.
Την Τετάρτη η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε και κυρώσεις κατά της εισαγγελέως Μπενσούντα.”Κάθε πρόσωπο ή οντότητα που θα συνεχίσει να υποστηρίζει υλικά” την εισαγγελέα ”εκτίθεται επίσης σε κυρώσεις”, δήλωσε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
″Απορρίπτω σθεναρά αυτά τα άνευ προηγουμένου και απαράδεκτα μέτρα εναντίον ενός διεθνούς οργανισμού που λειτουργεί βάσει διεθνών συνθηκών”, ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο Ο-Γκον Κουόν.
Οι κυρώσεις είναι ”πρωτόγνωρες και συνιστούν σοβαρές επιθέσεις εναντίον του Δικαστηρίου, του συστήματος του Καταστατικού της Ρώμης της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα” ανέφερε η ανακοίνωση.
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP, Reuters)