Στις 28 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται δύο χρόνια από την αποφράδα νύχτα της τραγωδίας των Τεμπών που προκάλεσε ένα βαθύ συλλογικό τραύμα αλλά και έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Αν σε αυτό το χρονικό διάστημα αναζητήσουμε ένα σημείο καμπής, μία στιγμή που έδειξε ότι το δυστύχημα δεν αποτελεί μόνο ένα μελανό κομμάτι της νεότερης ελληνικής ιστορίας αλλά ένα τραγικό γεγονός που συνεχίζει να απασχολεί την κοινωνία, τότε σίγουρα καταλήγουμε στην 26η Ιανουαρίου 2025.
Την Κυριακή που ένα μεγάλο πλήθος αποφάσισε να βγει στους δρόμους απαιτώντας κάθαρση. Το εντυπωσιακό δεν ήταν ότι γέμισε η πλατεία Συντάγματος και οι γύρω δρόμοι. Έχει γίνει για πολλούς άλλους λόγους διαμαρτυρίας και θα ξαναγίνει. Όμως οι εικόνες από τις μαζικές διαδηλώσεις, την ίδια ώρα, σε δεκάδες άλλες πόλεις της χώρας αλλά και εκτός Ελλάδας, έστειλαν ένα ηχηρό μήνυμα σε όλους. Και κυρίως σε όλο το πολιτικό σύστημα. Γιατί εκτιμώ ότι δεν ήταν μόνο η κυβέρνηση που αιφνιδιάστηκε από την τόσο μεγάλη συμμετοχή του κόσμου, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Ήμουν ένας από τους χιλιάδες που βρέθηκαν στο κέντρο της Αθήνας. Είδα νεαρά παιδιά, μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, οικογένειες με μωρά στα καροτσάκια, γιαγιάδες και παππούδες με τα εγγόνια τους. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έβαζαν με τις σκέψεις τους στο μοιραίο τρένο τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τους φίλους τους, τον εαυτό τους.
Πολιτικό σύνθημα υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος δεν υπήρξε και είναι αφελής όποιος πιστέψει ότι δεν βγήκαν στους δρόμους και ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν μία συγκέντρωση που έκρυβε μία σιωπηλή οργή. Τα Τέμπη συνεχίζουν να τους αφορούν όλους και αυτό αποδείχθηκε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο.
Από τις συζητήσεις στα διάφορα πηγαδάκια μπορούσε να διακρίνει και ο πιο αδαής τον θυμό αυτού του κόσμου για χειρισμούς της κυβέρνησης. Και ειδικά για δημόσιες τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών. Γιατί αυτά τα δύο χρόνια ακούστηκαν πολλά. Από δηλώσεις του τύπου: «τα Τέμπη μπαγιάτεψαν», «οι γονείς να πενθήσουν βουβά», «ποιος ασχολείται με τα Τέμπη» ή «για τα Τέμπη μίλησε το 41%», μέχρι και αιχμές για ανθρώπους που θρηνούν ακόμα τα παιδιά τους.
Κάποιοι μέσα από την κυβέρνηση θεώρησαν ότι το χρονικό διάστημα που πέρασε, θα έφτανε για να ξεχαστεί από τους πολλούς η τραγωδία. Αποδείχθηκε ότι έκαναν λάθος. Και από τον εφησυχασμό που πολλές φορές προκαλεί η εξουσία, «ξύπνησαν» απότομα: με τον κόσμο στις πλατείες της χώρας.
Αξίζει να συγκρίνει κάποιος το ύφος κυβερνητικών στελεχών πριν και μετά τις 26 Ιανουαρίου. Οι δημόσιες τοποθετήσεις τους πριν από την Κυριακή των συλλαλητηρίων είχαν ανεβασμένο τόνο και επέλεγαν περισσότερο να απαντούν στην αντιπολίτευση. Για την κοινωνία ούτε λόγος. Από το βράδυ της Κυριακής όμως τα βλέμματα ήταν πιο κατεβασμένα, οι φωνές πιο ήρεμες. Και οι παραδοχές ότι η κοινωνία έχει δίκιο που ζητά κάθαρση, περισσότερες. Μοναδικό κοινό σημείο- και σταθερή θέση της κυβέρνησης- ήταν η ανάγκη απονομής δικαιοσύνης από τους δικαστικούς λειτουργούς και από κανέναν άλλο.
Αποτέλεσμα της λανθασμένης εκτίμησης που είχαν ορισμένοι για το αποτύπωμα της τραγωδίας των Τεμπών στην κοινωνία, ήταν η κινητοποίηση του ίδιου του πρωθυπουργού που μέσω της συνέντευξης του σε τηλεοπτικό κανάλι μίλησε για τα Τέμπη και τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Είναι δύσκολο έως αδύνατο να μπορεί να πει κάποιος με σιγουριά τι ακριβώς έγινε εκείνο το μοιραίο βράδυ. Αυτό ερευνούν οι αρχές προκειμένου να καταλογίσουν ευθύνες σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Και η απονομή δικαιοσύνης πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο που δεν θα αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες και θεωρίες συνωμοσίας που προκαλούν σύγχυση.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι κάποιοι χειρισμοί έπληξαν την αξιοπιστία της κυβέρνησης αλλά και θεσμών όπως της Δικαιοσύνης. Αυτό είναι πρόβλημα. Όχι μόνο της ΝΔ αλλά και όλου του πολιτικού συστήματος.
Η κοινωνία με τη στάση της στις 26 Ιανουαρίου έδειξε ότι μπορεί να θέσει τα ζητήματα που την αφορούν και πλέον απαιτεί απαντήσεις.
Και αυτό το μήνυμα δεν πρέπει να αγνοηθεί από κανέναν…