Όταν η Γεκατερίνα Μαξίμοβα, δημοσιογράφος και ακτιβίστρια, δεν έχει το περιθώριο να αργήσει, αποφεύγει να χρησιμοποιήσει το μετρό της Μόσχας, αν και είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο. Αυτό οφείλεται στο ότι έχει τεθεί υπό κράτηση πέντε φορές μέσα στο περασμένο έτος, χάρη στις κάμερες ασφαλείας με αναγνώριση προσώπου. Η ίδια αναφέρει πως οι αστυνομικοί της είπαν ότι οι κάμερες «αντέδρασαν» σε αυτήν- και συχνά φαίνονταν να μην ξέρουν γιατί, και την άφηναν να φύγει μετά από λίγες ώρες.
«Φαίνεται σαν να είμαι σε κάποιου είδους βάση δεδομένων» λέει η Μαξίμοβα, που είχε συλληφθεί δύο φορές στο παρελθόν: Το 2019 αφού συμμετείχε σε διαδήλωση στη Μόσχα και το 2020 για τον περιβαλλοντικό της ακτιβισμό.
Για πολλούς Ρώσους σαν την ίδια γίνεται ολοένα και πιο δυσκολότερο να αποφεύγουν την προσοχή των αρχών, με την κυβέρνηση να παρακολουθεί στενά λογαριασμούς κοινωνικής δικτύωσης και να χρησιμοποιεί κάμερες παρακολούθησης κατά ακτιβιστών.
Ακόμα και μια online πλατφόρμα που κάποτε επιδοκιμαζόταν από χρήστες για την εύκολη ολοκλήρωση γραφειοκρατικών διαδικασιών χρησιμοποιείται ως εργαλείο ελέγχου: Οι αρχές σχεδιάζουν χρήση της για σκοπούς επιστράτευσης, αντιμετωπίζοντας έτσι μια δημοφιλή τακτική από άτομα που θέλουν να γλιτώσουν την επιστράτευση αποφεύγοντας να παραλάβουν αυτοπροσώπως τα σχετικά έγγραφα.
Υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λένε πως η Ρωσία υπό τον Πούτιν χρησιμοποιεί την ψηφιακή τεχνολογία για την ιχνηλάτηση, τη λογοκρισία και τον έλεγχο του πληθυσμού, δημιουργώντας αυτό που κάποιοι χαρακτηρίζουν ως «κυβερνογκουλάγκ» (cyber gulag)- μια σκοτεινή αναφορά στα στρατόπεδα εργασίας για πολιτικούς κρατουμένους κατά τη σοβιετική περίοδο.
Πρόκειται για μια νέα εξέλιξη, ακόμα και για μια χώρα με μακρά ιστορία παρακολούθησης των πολιτών της. «Το Κρεμλίνο επωφελείται όντως από την ψηφιοποίηση και χρησιμοποιεί όλες τις ευκαιρίες για κρατική προπαγάνδα, για παρακολούθηση ανθρώπων, για απο-ανωνυμοποίηση των χρηστών του Ίντερνετ» είπε ο Σάρκις Νταρμπινιάν της Roskomsvoboda, μιας ρωσικής οργάνωσης ελευθεριών του Ίντερνετ που το Κρεμλίνο χαρακτηρίζει «ξένο πράκτορα».
Αυξανόμενη online λογοκρισία και διώξεις
Η φαινομενική αδιαφορία για την ψηφιακή παρακολούθηση φάνηκε να αλλάζει αφού οι μαζικές διαδηλώσεις του 2011-2012 συντονίστηκαν online, κάνοντας τις αρχές να εντείνουν τον έλεγχο του Ίντερνετ.
Κάποιοι κανονισμοί επιτρέπουν το μπλοκάρισμα ιστοσελίδων, άλλοι όριζαν πως οι πάροχοι Ίντερνετ και οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας πρέπει να αποθηκεύουν μηνύματα και κλήσεις και να τα μοιράζονται με τις υπηρεσίες ασφαλείας αν χρειαστεί. Οι αρχές πίεσαν εταιρείες όπως η Google, η Apple και το Facebook να αποθηκεύουν δεδομένα σε ρωσικούς servers, χωρίς αποτέλεσμα, και ανακοίνωσαν σχέδια για τη δημιουργία ενός «κυρίαρχου» Ίντερνετ, που θα μπορούσε να αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο.
Πολλοί ειδικοί αρχικά απέρριπταν αυτές τις προσπάθειες ως μάταιες, και κάποιες φαίνονταν ακόμα αναποτελεσματικές. Τα μέτρα της Ρωσίας μπορεί να φαντάζουν περιορισμένα συγκριτικά με το «Σινικό Firewall» της Κίνας, μα η online καταστολή από το Κρεμλίνο έχει αποκτήσει momentum.
Αφού η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η online λογοκρισία και οι διώξεις για αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σχόλια εκτοξεύτηκαν τόσο πολύ που έσπασαν όλα τα ρεκόρ. Σύμφωνα με την οργάνωση για τα δικαιώματα του Ίντερνετ Net Freedoms, πάνω από 610.000 ιστοσελίδες μπλοκαρίστηκαν ή κατέβηκαν από τις αρχές το 2022- το υψηλότερο ετήσιο σύνολο σε 15 χρόνια- και 779 άτομα βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν κατηγορίες για online σχόλια και αναρτήσεις- κάτι που συνιστά επίσης ρεκόρ.
Μεγάλος παράγοντας ήταν ένας νόμος ο οποίος υιοθετήθηκε μία εβδομάδα μετά την εισβολή, ο οποίος πρακτικά ποινικοποιεί τις αντιπολεμικές πεποιθήσεις, είπε ο επικεφαλής της Net Freedoms, Νταμίρ Γκαϊνουντίνοφ. Καθιστά παράνομη την «εξάπλωση ψευδών πληροφοριών» για τον στρατό ή τη «δυσφήμισή» του.
Η Human Rights Watch επικαλέστηκε έναν άλλον νόμο του 2022, που επιτρέπει στις αρχές «να κλείνουν εξωδικαστικά ΜΜΕ και να μπλοκάρουν online περιεχόμενο για τη διασπορά “ψευδών πληροφοριών για τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις ή άλλους κρατικούς φορείς στο εξωτερικό ή για τη διασπορά εκκλήσεων για κυρώσεις στη Ρωσία».
Οι χρήστες των social media «δεν θα έπρεπε να νιώθουν ασφαλείς»
Αυστηρότεροι νόμοι κατά του εξτρεμισμού υιοθετήθηκαν το 2014 και στόχευαν χρήστες των social media και τον online λόγο, οδηγώντας σε εκατοντάδες ποινικές υποθέσεις για αναρτήσεις, likes και shares. Οι περισσότερες αφορούσαν σε χρήστες της δημοφιλούς ρωσικής πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης VΚontakte, που φέρεται να συνεργάζεται με τις αρχές.
Καθώς η καταστολή αυξανόταν, οι αρχές επίσης στόχευσαν το Facebook, το Twitter, το Instagram και το Telegram. Σχεδόν μια εβδομάδα μετά την εισβολή, το Facebook, το Instagram και το Twitter μπλοκαρίστηκαν στη Ρωσία, μα χρήστες των πλατφορμών διώκονταν και πάλι.
Η Μαρίνα Νοβίκοβα, 65 ετών, καταδικάστηκε αυτόν τον μήνα στο Σεβέρσκ της Σιβηρίας για «διασπορά ψευδών πληροφοριών» για τον στρατό σχετικά με αντιπολεμικές αναρτήσεις στο Telegram, με πρόστιμο που αντιστοιχούσε σε πάνω από 12.400 δολάρια ΗΠΑ. Ένα δικαστήριο της Μόσχας καταδίκασε την προηγούμενη εβδομάδα τον ακτιβιστή Μιχαήλ Κρίγκερ της αντιπολίτευσης σε επτά χρόνια φυλάκιση για σχόλια στο Facebook όπου εξέφρασε την επιθυμία για «κρέμασμα» του Πούτιν. Η διάσημη blogger Νίκα Μπελοτσερκόφσκαγια, που ζει στη Γαλλία, έλαβε ερήμην ποινή φυλάκισης εννιά ετών για αναρτήσεις στο Instagram σχετικά με τον πόλεμο που, σύμφωνα με τις αρχές, διέσπειραν «ψεύδη» για τον στρατό.
«Οι χρήστες οποιασδήποτε πλατφόρμας social media δεν θα έπρεπε να νιώθουν ασφαλείς» είπε ο Γκαϊνουντίνοφ.
Υπέρμαχοι των δικαιωμάτων ανησυχούν πως η online λογοκρισία πρόκειται να αυξηθεί δραστικά μέσω συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης, για την παρακολούθηση social media και ιστοσελίδων για περιεχόμενο που κρίνεται ως παράνομο.
Τον Φεβρουάριο η κυβερνητική ρυθμιστική αρχή για τα ΜΜΕ, Roskomnadzor, είπε ότι λάνσαρε το Oculus- ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που αναζητεί απαγορευμένο περιεχόμενο σε online φωτογραφίες και βίντεο, και μπορεί να αναλύσει πάνω από 200.000 εικόνες την ημέρα, συγκριτικά με περίπου 200 την ημέρα από ανθρώπους. Δύο άλλα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που ετοιμάζονται θα κάνουν αναζητήσεις σε κείμενο.
Τον Φεβρουάριο, η εφημερίδα Vedomosti επικαλέστηκε έναν ανώνυμο αξιωματούχο της Roskomnadzor, ο οποίος μιλούσε για «άνευ προηγουμένου ποσότητες και ταχύτητα της διασποράς των ψευδών» για τον πόλεμο. Οι αξιωματούχος επίσης ανέφερε πως σχόλια εξτρεμιστών, καλέσματα για διαδηλώσεις και «προπαγάνδα ΛΟΑΤΚΙ» θα ήταν μεταξύ του απαγορευμένου περιεχομένου που θα ταυτοποιούσαν τα νέα συστήματα.
Ακτιβιστές λένε ότι είναι δύσκολο να γνωρίζουν αν τα νέα συστήματα λειτουργούν και την αποτελεσματικότητά τους. Ο Νταρμπινιάν κάνει λόγο για «φρικτά πράγματα», που οδηγούν σε «περισσότερη λογοκρισία» εν μέσω μιας συνολικής έλλειψης διαφάνειας ως προς το πώς τα συστήματα θα λειτουργούσαν και θα ρυθμίζονταν.
Οι αρχές επίσης θα μπορούσαν να δουλεύουν πάνω σε ένα σύστημα bots που συλλέγουν πληροφορίες από σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, εφαρμογές messenger και κλειστές online κοινότητες, σύμφωνα με τη λευκορωσική οργάνωση «χακτιβιστών» Cyberpartisans, που απέκτησε έγγραφα μιας θυγατρικής της Roskomnadzor.
Η Γιουλιάνα Σαμέταβετς, συντονίστρια της Cyberpartisans, είπε στο AP ότι τα bots αναμένεται να διεισδύσουν σε ρωσόφωνες ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για σκοπούς παρακολούθησης και προπαγάνδας.
«Είναι κοινό τώρα να κοροϊδεύεις τους Ρώσους, να λες ότι έχουν παλιά όπλα και δεν ξέρουν να πολεμάνε, μα το Κρεμλίνο είναι εξαιρετικό στις εκστρατείες παραπληροφόρησης και υπάρχουν υψηλού επιπέδου ειδικοί πληροφορικής που δημιουργούν εξαιρετικά αποτελεσματικά και πολύ επικίνδυνα προϊόντα» είπε.
Μάτια στους δρόμους (και κάτω από αυτούς)
Το 2017-2018 οι αρχές της Μόσχας εγκατέστησαν κάμερες δρόμων με τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου. Κατά την πανδημία Covid-19, οι αρχές ήταν σε θέση να εντοπίζουν και να βάζουν πρόστιμα σε όσους παραβίαζαν lockdowns.
H Vedomosti ανέφερε το 2020 πως σχολεία θα λάμβαναν κάμερες που συνδέονταν με ένα σύστημα αναγνώρισης προσώπου ονόματι «Orwell» (Όργουελ), από τον Βρετανό συγγραφέα του δυστοπικού «1984», με τον διαβόητο «Μεγάλο Αδελφό».
Όταν άρχισαν οι διαδηλώσεις για τη φυλάκιση του Αλεξέι Ναβάλνι το 2021, το σύστημα χρησιμοποιήθηκε για τον εντοπισμό και την κράτηση διαδηλωτών, σε κάποιες περιπτώσεις εβδομάδες μετά. Αφού ο Πούτιν ανακοίνωσε τη μερική επιστράτευση πέρυσι, φαίνεται να βοήθησε αξιωματούχους να βρουν άτομα που προσπαθούσαν να την αποφύγουν.
Ένας άνδρας που πιάστηκε στο μετρό της Μόσχας αφού δεν υπάκουσε στην κλήση στράτευσης, ανέφερε πως η αστυνομία του είπε πως το σύστημα αναγνώρισης προσώπου τον είχε εντοπίσει, σύμφωνα με τη σύζυγό του, που μίλησε στο Associated Press υπό καθεστώς ανωνυμίας.
Το 2022 «οι ρωσικές αρχές επέκτειναν τον έλεγχό τους πάνω στα βιομετρικά δεδομένα των ανθρώπων, περιλαμβανομένης της συλλογής τέτοιων δεδομένων από τράπεζες, και της χρήσης τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου για την παρακολούθηση και τη δίωξη ακτιβιστών» ανέφερε φέτος η Human Rights Watch.
Υπάρχουν 250.000 κάμερες στη Μόσχα με το λογισμικό- σε εισόδους πολυκατοικιών, σε μέσα μαζικής μεταφοράς και στους δρόμους, είπε ο Νταρμπινιάν. Παρόμοια συστήματα υπάρχουν και στην Αγία Πετρούπολη και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως το Νοβοσιμπίρσκ και το Καζάν, είπε. Ο ίδιος πιστεύει ότι οι αρχές θέλουν να στήσουν «ένα δίκτυο καμερών ανά ολόκληρη τη χώρα».
«Πλήρης ψηφιακή παρακολούθηση»
Οι προσπάθειες της Ρωσίας συχνά προκαλούν συγκρίσεις με την Κίνα, όπου οι αρχές χρησιμοποιούν ευρείας κλίμακας ψηφιακή παρακολούθηση. Οι κινεζικές πόλεις καλύπτονται από εκατομμύρια κάμερες που αναγνωρίζουν πρόσωπα, σχήματα προσώπου και το πώς περπατούν οι άνθρωποι για την ταυτοποίησή τους. Η παρακολούθηση «ευαίσθητων» ατόμων αποτελεί ρουτίνα, είτε μέσω καμερών είτε μέσω των κινητών τους, των λογαριασμών email και social media για την καταστολή αντιφρονούντων.
Το Κρεμλίνο φαίνεται να θέλει να ακολουθήσει μια παρόμοια οδό. Τον Νοέμβριο ο Πούτιν διέταξε τη δημιουργία ενός online μητρώου με αυτούς που είναι κατάλληλοι για στρατιωτική υπηρεσία αφού οι προσπάθειες για την επιστράτευση 300.000 ανδρών αποκάλυψαν πως υπήρχαν σοβαρά προβλήματα στα αρχεία επιστράτευσης.
Το μητρώο, ο στόχος για το οποίο είναι να είναι έτοιμο ως το φθινόπωρο, θα συλλέγει κάθε είδους δεδομένα, «από κλινικές μέχρι δικαστήρια μέχρι εφορίες και εκλογικές επιτροπές» είπε η πολιτική αναλύτρια Τατιάνα Στανόβαγια σε σχόλιό της για το Carnegie Endowment for International Peace.
Αυτό θα επιτρέπει στις αρχές να στέλνουν κλήσεις για επιστράτευση ηλεκτρονικά, μέσω κυβερνητικής ιστοσελίδας που χρησιμοποιείται για αιτήσεις για επίσημα έγγραφα, όπως πχ διαβατήρια. Όταν μια κλήση εμφανιστεί online, o παραλήπτης δεν μπορεί να φύγει από τη Ρωσία. Άλλοι περιορισμοί- όπως η αναστολή της άδειας ενός οδηγού ή μια απαγόρευση αγοράς και πώλησης ακίνητης περιουσίας- επιβάλλονται αν δεν συμμορφωθούν μέσα σε 20 ημέρες.
Η Στανόβαγια πιστεύει πως αυτοί οι περιορισμοί θα μπορούσαν να επεκταθούν και σε άλλες πτυχές της ζωής στη Ρωσία, με την κυβέρνηση να «δημιουργεί ένα κρατικό σύστημα πλήρους ψηφιακής παρακολούθησης, πειθαναγκασμού και τιμωρίας». Ένας νόμος του Δεκεμβρίου επιτάσσει οι εταιρείες ταξί να μοιράζονται τις βάσεις δεδομένων τους με την υπηρεσία που διαδέχτηκε τη σοβιετική KGB, δίνοντάς της πρόσβαση σε ημερομηνίες, προορισμούς και πληρωμές.
«Το κυβερνογκουλάγκ, για το οποίο συζητούσαν ενεργά κατά την πανδημία, τώρα παίρνει την πραγματική του μορφή» έγραψε η Στανόβαγια.