Κι όμως ‒και πάλι‒ το τοπίο είναι ρευστό…

Ούτε ο νεοφιλελευθερισμός ούτε βέβαια ένα ΠΑΣΟΚ νούμερο 2 είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της κοινωνίας.
Costas Baltas / Reuters

Παρά τις εκατέρωθεν θριαμβολογίες (των μεν για τη «μεγάλη νίκη» των δε για την «μη συντριβή»), και με την εξαίρεση του πράγματι ιδιαίτερα θετικού αποκλεισμού της Χρυσής Αυγής από τη Βουλή, το τοπίο που διαμορφώνεται μετά τις εκλογές είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο: η χώρα δείχνει να παλινδρομεί στον αποδεδειγμένα πια αδιέξοδο βάλτο του ΤΙΝΑ, την πολιτική της σκληρής λιτότητας.

Η Νέα Δημοκρατία φρόντισε επιμελώς να το κρύψει (και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε), όμως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτό ακριβώς απεργάζεται: νέα σκληρή λιτότητα, περαιτέρω αχαλίνωτες ιδιωτικοποιήσεις και αποκαθήλωση του εναπομείναντος ‒σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα ισχνού‒ Κράτους Πρόνοιας, βάθεμα και νομιμοποίηση του εργασιακού Μεσαίωνα που τα τελευταία χρόνια έχει ήδη γίνει καθεστώς. Όλα αυτά βέβαια με τη διακηρυγμένη, πλην απολύτως έωλη, προσδοκία πως το τοτέμ ενός «καλού επιχειρηματικού κλίματος» (αναρωτιέται κανείς πώς, πόσο και με ποια έννοια καλύτερου;) θα φέρει ανάπτυξη.

Όμως γνωρίζουμε, τόσο από τη διεθνή, όσο και από την ελληνική εμπειρία πως βαθαίνοντας κι άλλο τη λιτότητα, δίνοντας κι άλλα προνόμια σε μονοπωλιακά golden boys, και παγιώνοντας το «σοσιαλισμό των τραπεζιτών» δεν στάθηκε ποτέ και πουθενά ικανό να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα. Στις ΗΠΑ, λ.χ., ο Τραμπ μείωσε τη φορολογία των επιχειρήσεων από 35% σε 21%, όμως αυτό διόλου δεν εμπόδισε την AT&T, που είχε υποσχεθεί 7.000 νέες θέσεις εργασίας, να απολύσει 23.000 και να περικόψει τις κεφαλαιακές της δαπάνες.1

Το ίδιο και η General Motors, που περιέκοψε 14.000 θέσεις εργασίας.2 Ποιος ευθύνεται γι’ αυτή τη δυσάρεστη αναπαλαίωση του πολιτικού σκηνικού; Ασφαλώς δεν είναι η Αριστερά. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κατατάσσεται στην Αριστερά. Έχοντας ‒έστω συγκαλυμμένα, αλλά οπωσδήποτε de facto‒ υποταχθεί στο νεοφιλελεύθερο σκεπτικό της «ανάπτυξης» μέσω της καταστατικής εκχώρησης διευρυμένου διευθυντικού δικαιώματος και προνομίων στο κεφάλαιο, και έχοντας κυριολεκτικά αλυσοδέσει τη χώρα ως το 2060, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εδώ και καιρό μπει στην ατραπό μιας ακούσιας πλην αδήριτης σοσιαλδημοκρατικοποίησης. Και στην ιστορική περίοδο που διανύουμε, η σοσιαλδημοκρατία δεν λογίζεται και δεν πρέπει να λογίζεται ως Αριστερά.

Αυτό που καταδικάστηκε και ευθύνεται για τη δεξιά παλινόρθωση δεν είναι λοιπόν οι ιδέες της Αριστεράς, αλλά αυτό ακριβώς το σκεπτικό της ανέφικτης σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης της κρίσης εντός του ασφυκτικού συστημικού πλαισίου. Χτυπητά αντιποιούμενος αρχές, ιδέες και σύμβολα, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί βέβαια να μιλά στο όνομα της Αριστεράς. Αυτό είναι αφόρητα ιλαρό και ενοχλητικό, δημιουργεί σύγχυση και συχνά διαστρέφει τη λογική, όμως πλέον δεν εκπλήσσει. Αυτό που όμως είναι εντελώς απαράδεκτο είναι πως εξακολουθεί να το πράττει με αλαζονεία. Δείχνει έτσι εν πρώτοις να υποτιμά την διόλου ευκαταφρόνητη μείωση της επιρροής του, όχι τόσο σε ποσοστά (κάτι που οφείλεται στην εκτόξευση της αποχής σε ποσοστά άνω του 40% ήδη από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015), αλλά σε απόλυτους αριθμούς ψήφων: απώλεια 145.352 ψήφων από το Σεπτέμβριο του 2015 και 464.804 από τον Ιανουάριο του ίδιου έτους.

Αλλά και πάλι, μπορεί να υποστηρίξει κανείς, οι 1,781,174 ψήφοι που ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφάλισε δεν είναι λίγοι ‒και είναι πράγματι έτσι. Όμως σε χτυπητή αντίθεση με ό,τι τα κορυφαία στελέχη του υπαινίσσονται (ή και ανοιχτά υποστηρίζουν), σε καμιά περίπτωση οι ψήφοι αυτοί δεν του «ανήκουν». Μέσα στο κλίμα σύγχυσης, ηττοπάθειας και αποπροσανατολισμού που σκόπιμα εκ των πραγμάτων καλλιεργήθηκε, οι ψήφοι αυτοί δόθηκαν στην πλειοψηφία τους αρνητικά, «υπέρ του μικρότερου κακού», για να αποφευχθεί η δεξιά παλινόρθωση (όπως, αντίστοιχα, και η πλειοψηφία των ψήφων υπέρ της ΝΔ ήταν ψήφοι αρνητικοί, απλώς «για να φύγει ο Τσίπρας»).

Με την έννοια αυτή οι εκτιμήσεις πως έχουμε έναν νέο παγιωμένο και εύρωστο δικομματισμό των «πολιτισμένων νοικοκυραίων» και της πολιτικής τιποτολογίας είναι την καλύτερη περίπτωση πρόωρες και, πάντως, συνάρτηση δυο παραγόντων με άμεση επίδραση στη δυνατότητα των δυο μεγάλων κομμάτων να διατηρήσουν ένα αφήγημα νεοφιλελεύθερης ή σοσιαλδημοκρατίζουσας κανονικότητας: (α) των εξελίξεων στη διεθνή οικονομία και (β) της διαδικασίας ανασυγκρότησης/ανάδυσης μιας νέας, μαζικής και πραγματικής Αριστεράς.

Ως προς το πρώτο: Την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ θριαμβολογεί ψευδόμενος για την «έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια, κτλ.» και η ΝΔ φαντασιώνεται μείωση του υποχρεωτικού πλεονάσματος με παράλληλο τσουνάμι επενδύσεων κτλ. (αν και πρέπει να επισημανθεί πως, όντας επί της πολιτικής ουσίας ταυτόσημοι, οι λόγοι των δυο κομμάτων καμιά φορά συγχέονται), η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα μιας νέας βαθιάς ύφεσης. Την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, μείζον θέμα στους Financial Times, λ.χ., δεν είναι η «περιφανής» νίκη Μητσοτάκη, αλλά η αγωνία των επενδυτών για το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης.3 Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Παρά τα τεράστια ποσά που διοχετεύθηκαν στην αγορά μέσω των αρνητικών επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης, οι ανακάμψεις της τελευταίας περιόδου υπήρξαν εξαιρετικά αναιμικές, το φάντασμα των εμπορικών πολέμων (κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και ΕΕ) έχει για τα καλά επιστρέψει, και το παγκόσμιο χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) βρίσκεται στο ιστορικά δυσθεώρητο, το ανεπανάληπτο 317% του παγκόσμιου ΑΕΠ ($ 243 τρις). Πρόκειται για μια τεράστια αντιπαραγωγική φούσκα που όταν ‒αργά ή γρήγορα‒ θα σκάσει, ένας νέο δανεισμός από το μέλλον (ο κύριος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η κρίση του 2008) απλά δεν θα είναι το ίδιο εύκολα δυνατός όσο στο ξέσπασμα της κρίσης το 2008-9.

Στο πλαίσιο αυτό η κανονικότητα του παγιωμένου δικομματισμού που νεοφιλελεύθεροι και νέοι ρεφορμιστές ευαγγελίζονται στη θαλπωρή του κομματικού τους καρτέλ θα πάει μονομιάς περίπατο. Όσοι με προσοχή μελετούν τις πολιτικές ανακατατάξεις γνωρίζουν βέβαια καλά πως καμιά οικονομική συνθήκη δεν είναι από μόνη της ικανή να προκαλέσει σημαντικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Ο αγώνας για την ανατροπή της βαρβαρότητας που απειλεί τον πλανήτη (και που γλαφυρά αποτυπώνεται σε φαινόμενα όπως η οικολογική καταστροφή, η δομική ανεργία, η κοινωνική περιθωριοποίηση και ο εξανδραποδισμός προσφύγων και μεταναστών) δεν είναι αυτόματη αντανάκλαση κοινωνικοοικονομικών παραγόντων, είναι αγώνας πρώτιστα και κύρια πολιτικός.

Τόσο η επικράτηση της ΝΔ όσο και η αρνητική ανθεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ (φαινόμενα καταφανώς αλληλοτροφοδοτούμενα) εδράζονται στην ως τα σήμερα αδυναμία της Αριστεράς να προβάλλει λύσεις στα καθημερινά αδιέξοδα και την εναλλακτική υπέρβασης του συστήματος με τρόπο άμεσο, συγκεκριμένο και πειστικό. Στο νέο σκληρό πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται, και που κύριο χαρακτηριστικό θα έχει την επίταση της ήδη σοβούσας κρίσης αντιπροσώπευσης (με το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό και την κοινωνία των απλών ανθρώπων να κινούνται σε διαφορετικούς χρόνους και παράλληλες πραγματικότητες), η πίεση για συντονισμό στις διεκδικητικές δράσεις και σοβαρές προγραμματικές συζητήσεις θα καταστούν επιτακτικές. Θα ήταν παράδοξο και ιστορικά μοιραίο να μην τελεσφορήσουν.

Στο μακρινό 2009, αμέσως μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Γιώργου Παπανδρέου, ο υποφαινόμενος είχε συντάξει άρθρο με τίτλο ίδιον με το σημερινό: «Κι όμως το τοπίο είναι ρευστό».4 Λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση, το σύντομο εκείνο κείμενο προειδοποιούσε πως ό,τι τότε φάνταζε στέρεο ήταν ήδη υπό κατάρρευση. Στη φόρμα και τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, οι σημερινές περιστάσεις είναι βέβαια διαφορετικές, όμως η προειδοποίηση προς τους πάσης φύσεως ‒ένθεν και ένθεν‒ θριαμβολογούντες παραμένει: Ούτε ο νεοφιλελευθερισμός ούτε βέβαια ένα ΠΑΣΟΚ νούμερο 2 (αυτό στο οποίο έχει πλέον διακηρυγμένα βάλει πλώρη για να μετεξελιχθεί πλήρως ο ΣΥΡΙΖΑ) είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της κοινωνίας.

Έτσι, όπως και το 2009, η ευθύνη πέφτει και πάλι στην Αριστερά που είναι ακόμα υπό διαμόρφωση, που πρέπει εκ της τέφρας της να αναγεννηθεί. Όπως έγραφε και το προ δεκαετίας κείμενο, «Για να αποτελέσει αυτή [η Αριστερά] τον εναλλακτικό πόλο συσπείρωσης (ενδεχόμενο πολύ κοντινότερο απ’ όσο σήμερα φαντάζει) θα πρέπει να επιδείξει προγραμματική τόλμη και κινηματική ετοιμότητα». Θα πρόσθετα, και πολιτική διορατικότητα και σύνεση ώστε να μην επιτρέψει επανάληψη της οδυνηρής εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση, παρά τα φαινόμενα, το τοπίο είναι και πάλι ρευστό…

1 ’AT&T promised 7,000 new jobs to get tax break—it cut 23,000 jobs instead’https://arstechnica.com/tech-policy/2019/05/att-promised-7000-new-jobs-to-get-tax-break-it-cut-23000-jobs-instead/ [ανάκτηση: 8 Ιουλίου 2019].
2
‘GM plans to cut more than 14,000 jobs, close factories as downturn looms’https://techcrunch.com/2018/11/26/gm-plans-to-cut-more-than-14000-jobs-close-factories-as-downturn-looms/?guccounter=1&guce_referrer_us=aHR0cHM6Ly93d3cuZ29vZ2xlLmNvbS8&guce_referrer_cs=GAbRAET6x9e6ueQDJOpUxA [ανάκτηση: 8 Ιουλίου 2019]
3 ‘Investors braced for global recession’, Financial Times, 8 Ιουλίου 2019 ‒ https://www.ft.com/content/437d720e-9f39-11e9-b8ce-8b459ed04726 [ανάκτηση: 8 Ιουλίου 2019]
4 «Κι όμως το τοπίο είναι ρευστό...», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009, http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=06/10/2009&id=88917. Βλ., επίσης, Το κόκκινο νήμα μιας δεκαετίας. Αναλύσεις και κείμενα στα χρόνια της κρίσης, Τόπος, Αθήνα: 2017, σσ. 237-38.

|

Δημοφιλή