Του Μιχάλη Μαθιουλάκη αναλυτή ενεργειακής στρατηγικής, Ακαδημαϊκού Διευθυντή του Greek Energy Forum και Επιστημονικού Συνεργάτη του ΕΛΙΑΜΕΠ για θέματα ενέργειας.
Με αγωνία η Ευρώπη άκουσε τις πρόσφατες δηλώσεις της Προέδρου και των υπολοίπων στελεχών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής γύρω από τα ενεργειακά θέματα. Με την κα. φον ντερ Λάιεν να έχει δηλώσει στο παρελθόν πως ο σχεδιασμός των αγορών χονδρικής ηλεκτρισμού δεν είναι σωστός και πρέπει να αλλάξει, όλοι περιμέναμε να ακούσουμε ποια είναι αυτή η περιβόητη αλλαγή. Καθώς δε η Πρόεδρος της Κομισιόν έχει εκφραστεί με περίσσια ευκολία για το θέμα της δυσλειτουργίας της αγοράς, θα περίμενε κανείς πως αφού ο κακός σχεδιασμός είναι τόσο προφανής, εξίσου προφανής θα ήταν και η λύση και διόρθωση που η Κομισιόν σκέφτηκε.
Θα πρέπει να θυμίσω εδώ, πως η βασική αντίρρηση που άνθρωποι όπως εγώ έχουμε στο να επιβληθούν εκτεταμένες κρατικές παρεμβάσεις στον τρόπο που λειτουργεί η αγορά έχει δύο σκέλη.
- Πρώτον, σε όρους δομής και ιδεολογίας, η σκέψη πως μια ανταγωνιστική αγορά στην οποία μετέχουν πολλαπλοί αγοραστές και πωλητές, θα λειτουργεί με τις τιμές να προσδιορίζονται με διοικητικό τρόπο από το κράτος, είναι εντελώς παράλογη και αναποτελεσματική. Το πρόσφατο παρελθόν της Ευρώπης, μας έχει δείξει πως μοντέλα αγοράς που λειτουργούν υπό ισχυρή κρατική κυριαρχία στον καθορισμό των τιμών, καταλήγουν σε υψηλότερα κόστη, και ελλείψεις προϊόντος για τους πολίτες.
- Δεύτερον, σε όρους πρακτικής εφαρμογής, το πλαφόν στα λεγόμενα «υπερκέρδη» των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο για νέες επενδύσεις σε ΑΠΕ τη στιγμή που η ΕΕ χρειάζεται ακόμα περισσότερες και όχι λιγότερες τέτοιες επενδύσεις.
Η κριτική όμως της Προέδρου της Κομισιόν, αλλά και πολλών πολιτικών, δημοσιογράφων και αναλυτών στην Ευρώπη και στη χώρα μας, έχει εστιαστεί στο ότι το μοντέλο τιμολόγησης με βάση την οριακή τιμή συστήματος αποτελεί λάθος σχεδιασμό, και πρέπει να αλλάξει καθώς είναι αδικία να πληρώνονται όλοι οι παραγωγοί ρεύματος στην τιμή που προσφέρει ο τελευταίος και ακριβότερος από αυτούς.
Ποιο είναι λοιπόν το μέτρο που ανακοίνωσε η Κομισιόν για να αλλάξει αυτό που εντόπισε ως «λάθος»;
Το μέτρο ήταν να τεθεί πλαφόν στα 180 ευρώ/MWh για όλες τις τεχνολογίες που είναι φθηνότερες από την οριακή τιμή συστήματος. Μάλιστα, στην επιχειρηματολογία τους τα στελέχη της Κομισιόν είπαν πως τα 180 ευρώ είναι ένα υψηλό κέρδος, το οποίο είναι υψηλότερο από αυτό που οι εταιρίες είχαν προϋπολογίσει και άρα θα πρέπει να είναι ικανοποιημένες…
Στην πράξη λοιπόν η Κομισιόν παραδέχεται πως το υφιστάμενο μοντέλο είναι αναγκαίο για να προωθεί και κινητοποιεί τις απαραίτητες νέες επενδύσεις στις ΑΠΕ. Απλά η Κομισιόν εκτίμησε (με ποια μεθοδολογία άραγε) πως παρά-βγάζουν πολλά κέρδη οι εταιρίες οπότε πρέπει να τα επιστρέψουν…
Πιο ευρεία και δημόσια παραδοχή για την ορθότητα του υφιστάμενου μοντέλου χονδρικής στο ρεύμα δεν θα μπορούσε να κάνει η Κομισιόν, παρά το ότι το έκανε άθελα της!
Ας δεχθούμε όμως για λίγο, πως παρά το ότι η Κομισιόν τελικά επιβεβαιώνει το μοντέλο που αρχικά απέρριπτε, ορθώς τελικά βάζει ένα όριο στα κέρδη των εταιριών, προκειμένου να μαζέψει χρήματα για να στηρίξει τους καταναλωτές από την άνοδο των τιμών του ρεύματος.
Να δούμε λοιπόν μερικά δεδομένα επί αυτού:
- Το ποσό που υπολογίζει η Κομισιόν πως θα συγκεντρωθεί από αυτούς τους φόρους φτάνει τα 117 δισ. ευρώ το έτος. Το ποσό αυτό ακούγεται μεγάλο. Τι θα γίνει όμως στην αγορά προκειμένου να μαζευτεί αυτό το ποσό από αυτή;
- Με τις δηλώσεις της περί παρεμβάσεων στην αγορά, η Πρόεδρος της Κομισιόν οδήγησε σε ανησυχία και τελικά σε αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου. Από τα 190 ευρώ/MWh πριν την ομιλία της Προέδρου, οι τιμές του φυσικού αερίου πήγαν στα 230 ευρώ μετά τις εν λόγω ανακοινώσεις, σημειώνοντας αύξηση 21%.
- Στην ΕΕ, σύμφωνα με τον ACER (https://www.acer.europa.eu/gas-factsheet) ξοδεύαμε, σε χονδρική και λιανική, έως το 2020, περί τα 200 δις ευρώ τον χρόνο για φυσικό αέριο. Το 2022, το ποσό αυτό είναι ασφαλές να πούμε πως έχει κατ’ ελάχιστον διπλασιαστεί.
- Μια αύξηση κατά 20% επί των εξόδων του 2022 για φυσικό αέριο οδηγεί σε επιβάρυνση κατά 80 δισ. ευρώ. Με μία κίνηση, η Κομισιόν λοιπόν φέρνει άμεση επιβάρυνση ίση με τα δύο τρίτα των εσόδων που ευελπιστεί να μαζέψει μέσα στη χρονιά…
Η Κομισιόν καταλήγει λοιπόν από τη μία πλευρά να παραδεχθεί έμμεσα πως ο σχεδιασμό της αγοράς είναι σωστός, και από την άλλη να δημιουργήσει ανησυχία στην αγορά, κάνοντας μια τρύπα στο νερό από πλευράς στήριξης των καταναλωτών.
Εκτός όμως από τον πόλεμο που άνοιξε με τα κέρδη των ΑΠΕ, η Κομισιόν ξεκίνησε και πόλεμο στα κέρδη των εταιριών υδρογονανθράκων. Ναι, είναι οι ίδιες εταιρίες στις οποίες θέλει να βασιστεί η Κομισιόν για απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Είναι οι ίδιες εταιρίες από τις οποίες η Κομισιόν ζητάει:
- νέες επενδύσεις για τερματικά υποδοχής LNG στην Ευρώπη,
- νέες επενδύσεις για προσαρμογή των διυλιστηρίων ώστε να μη χρησιμοποιούν ρωσικό πετρέλαιο,
- νέες επενδύσεις για έρευνες εξόρυξης και γεωτρήσεις για ευρωπαϊκό φυσικό αέριο,
- νέες επενδύσεις για διατήρηση της πυρηνικής ηλεκτροπαραγωγής τους και
- νέες επενδύσεις για αύξηση της δυναμικότητας των μη-ρωσικών αγωγών φυσικού αερίου που έρχονται στην Ευρώπη.
Από αυτές τις εταιρίες, ζητάει η Κομισιόν να πάρει τα «υπερκέρδη» τους προκειμένου να συγκεντρώσει επιπλέον 23 δισ. ευρώ. Κανείς βέβαια δεν ρωτάει ποιο μέρος από αυτά τα «υπερκέρδη» των εταιριών έχει παραχθεί από τις εργασίες τους εντός της ΕΕ και πόσα από τις εκτός ΕΕ δραστηριότητες τους και πραγματικά θα έχει ενδιαφέρον να δούμε με ποιο μαγικό τρόπο θα μπορέσει η Κομισιόν να ξεχωρίσει αυτά τα πράγματα με αντικειμενικό τρόπο.
Είναι προφανές πως από αυτές τις εταιρίες, δεν μπορεί να περιμένει η Κομισιόν και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για νέες επενδύσεις προς ενίσχυση της εγχώριας αγοράς φυσικού αερίου. Τα δε 23 δισ ευρώ που ελπίζει να εισπράξει η Κομισιόν, εξανεμίζονται με μια αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου κατά 5% από τα σημερινά επίπεδα…
Κάπου εδώ εδράζει και το πρόβλημα με τον τρόπο σκέψης της τρέχουσας ηγεσίας της Κομισιόν η οποία πλέον λειτουργεί περισσότερο με τις αρτηριοσκληρωτικές νοοτροπίες της Ευρώπης του ’80 παρά με τη πίστη στην εύρυθμη λειτουργία μιας ενιαίας, ελεύθερης, κοινής αγοράς που μέχρι τώρα αποτέλεσε τον κυρίαρχο πυλώνα προόδου, δημοκρατίας και σταθερότητας στην Ένωση.
Η στόχευση της Κομισιόν οφείλει να εστιάζει στους τρόπους που θα οδηγήσουν σε πραγματική και όχι τεχνητή μείωση των τιμών του φυσικού αερίου στις αγορές και αυτό δεν μπορεί να γίνει με ευφάνταστα πλαφόν, τεχνάσματα και κυβερνητικά χαράτσια.
Αν όχι για λόγους ιδεολογικής προσήλωσης στις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ, έστω μέσω μιας ρεαλιστικής ματιάς, η Κομισιόν οφείλει να δρα με δεδομένο πως σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, οι φραγμοί, τα πλαφόν και τα χαράτσια εντείνουν παρά λύνουν τα προβλήματα.