Εδώ και μερικές δεκαετίες, η αριστερή και νεοφιλελεύθερη διανόηση του δυτικού κόσμου επιχείρησε – και λόγω …κεκτημένης ταχύτητας εξακολουθεί σ’ έναν βαθμό να το κάνει – με απαράμιλλο ζήλο και συνέπεια, να επιβάλει στους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους», στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στα ΜΜΕ, όπου διατηρεί την ηγεμονία, την άποψη ότι το έθνος αποτελεί μία νοητική κατασκευή, μία «φαντασιακή» (όχι με την έννοια του ιδανικού, αλλά του αντίθετου του πραγματικού, αυτού που δεν έχει πραγματική υπόσταση) κοινότητα και πως μόνο κάποιες αντιδραστικές, ακροδεξιές και γι’ αυτό επικίνδυνες και καταδικαστέες αντιλήψεις εξακολουθούν να αναφέρονται σ’ αυτό.
Στην καλύτερη περίπτωση υιοθετείται, «επιστημονικότατα», το γαλλικό πρότυπο με βάση το οποίο το έθνος ταυτίζεται με το κράτος και μέχρι εκεί. Για την εθνομηδενιστική ιδεολογία υπάρχουν μόνο πολίτες, με δελτία ταυτότητας στις οποίες η ιθαγένεια αποτελεί ένα τυχαίο γραφειοκρατικό στοιχείο.
Ως αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης, λέξεις και όροι όπως «πατρίδα», «πατριώτης», «έθνος» και τα παράγωγα του, τέθηκαν εκτός του ακαδημαϊκού «νόμου» και καταδικάστηκαν στο πυρ το εξώτερον. Τι κι αν η ελληνική πραγματικότητα υπαγόρευε μία διαφορετική προσέγγιση; Τι κι αν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε πολλά μέρη του κόσμου αποτελούσαν στην ουσία μία σύνθεση εθνικών και κοινωνικών, φιλολαϊκών, αιτημάτων;
Η παράδοση των αντιαποικιακών αγώνων και του Γκεβάρα, ακόμη και οι αντικειμενικά πατριωτικές όψεις της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης και του Πολυτεχνείου συνειδητά και συστηματικά «αποδομούνταν», περιφρονούνταν ή αποσιωπούνταν διότι «χαλούσαν» το κυρίαρχο αφήγημα περί του τέλους της ιστορίας και της ανάδυσης ενός «παγκόσμιου χωριού» χωρίς σύνορα και εθνικές ταυτότητες.
Με ψυχολογικούς όρους θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα είδους φοβίας (εθνοφοβία) απέναντι στη συλλογική συνείδηση (εθνική ή θρησκευτική) η οποία ταυτιζόταν με τον ναζισμό, τον φασισμό, στην καλύτερη περίπτωση τον συντηρητισμό και τον σκοταδισμό (το απόλυτο κακό) και στη θέση του καλλιεργούνταν συστηματικά κάθε είδους ατομική και μειονοτική συνείδηση ως το «απόλυτο καλό», λες και υποχρεωτικά η εθνική ταυτότητα αποκλείει κάθε άλλη συνείδηση ή ταυτότητα (κοινωνική, ταξική, σεξουαλική/του φύλου, οικολογική, διατροφική κτλ).
Η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη κλόνισε προς στιγμήν αυτή την πεποίθηση όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο κόσμος συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι στη Σοβιετική Ένωση κατοικούσαν δεκάδες λαοί και εθνότητες που διεκδίκησαν την εθνική τους ανεξαρτησία φτάνοντας συχνά σε ένοπλη σύγκρουση με άλλους με τους οποίους είχαν εδαφικές διαφορές. Τα ίδια και χειρότερα στη Γιουγκοσλαβία που ενώ φαινόταν πως είχε ξεπεράσει τις εθνικές αντιθέσεις, μεταβλήθηκε στο θέατρο αιματηρών συγκρούσεων.
Ο θρίαμβος, όμως, της παγκοσμιοποίησης που ακολούθησε, επέβαλε και την αντίστοιχη ιδεολογία της κατάργησης των συνόρων και της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, αγαθών και ανθρώπων μέσω της μαζικής μετανάστευσης. Ακόμη και στην Ελλάδα, αυτή εξακολουθεί να είναι και σήμερα η κυρίαρχη ιδεολογία των ελίτ παρά το μεγάλο ειδικό βάρος της ιστορίας και τα υπαρκτά και ανοιχτά εθνικά προβλήματα για τα οποία η πολιτική και πνευματική ηγεσία της χώρας συνειδητά ή ασυνείδητα παρίστανε είτε ότι δεν υπάρχουν είτε ότι θα πρέπει να κλείσουν έστω και σε βάρος των εθνικών συμφερόντων (μία ούτως ή άλλως, ύποπτη έννοια). Η υπαρκτή τουρκική απειλή υποβαθμιζόταν συστηματικά ως δήθεν ζήτημα εσωτερικής κατανάλωσης της Τουρκίας ενώ η Κύπρος έκειτο πάντοτε «μακράν».
Θα πρέπει επομένως να αισθανόμαστε ευγνώμονες που οι τοπικές και διεθνείς εξελίξεις, η ίδια η πραγματικότητα έρχεται να αποκαταστήσει τόσο την εθνική ταυτότητα ως στοιχείο με βάση το οποίο οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, όσο και αξίες όπως η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας. Η πραγματικότητα είναι εξάλλου το ασφαλέστερο, αν όχι και το μοναδικό, κριτήριο της αλήθειας.
Οι σαφώς διατυπωμένες τουρκικές απειλές σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου αφύπνισαν την ελληνική πολιτική ηγεσία, που, έστω και αργά, προχώρησε στους αναγκαίους εξοπλισμούς, που, έστω και απολογητικά, απαντά στις προκλήσεις, και που, έστω με παλινωδίες, επιχειρεί να ελέγξει τις μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μας. Ευχής έργο θα ήταν στα ζητήματα αυτά να υπήρχε εθνική ομοψυχία, αλλά δυστυχώς περισσεύουν η μικροπολιτική και η μικροψυχία. Έτσι, καταψηφίζονται στη βουλή και απαξιώνονται οι εξοπλισμοί ενώ η, αυτονόητη για κάθε κυρίαρχο κράτος, φύλαξη των συνόρων καταγγέλλεται καθώς υιοθετείται η τουρκική προπαγάνδα που θέλει την Ελλάδα να δολοφονεί παιδιά.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι δυσκολότερο σήμερα να διατυπωθούν με ηγεμονικούς όρους εθνομηδενιστικές απόψεις κι ακόμη δυσκολότερο να ακουστούν πειστικές σε ένα ευρύτερο ακροατήριο, πέρα από περιθωριακούς κύκλους με ισχυρές, ωστόσο, ακόμη προσβάσεις στους διαδρόμους της εξουσίας.
Ήρθε και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ν’ αφυπνίσει και την υπόλοιπη Ευρώπη, κυρίως την κεντρική και δυτική από τις πολυπολιτισμικές αυταπάτες και ιδεολογήματα. Πολιτική και πνευματική ηγεσία αναγνώρισαν επιτέλους ότι πέραν του στενού οικονομικού συμφέροντος υπάρχει ο πατριωτισμός που είναι ικανός να συγκινήσει και να κινητοποιήσει έναν λαό, να εγκαλέσει τα άτομα που τον αποτελούν «ως υποκείμενα» (κατά τη διατύπωση του Αλτουσέρ για την ιδεολογία) και να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για την πατρίδα τους.
Η δυτική Ευρώπη δεν αντιδρά, βεβαίως, με ενιαίο τρόπο, ούτε μπορεί να εγκαταλείψει από τη μία μέρα στην άλλη, την εμποροκρατική της αντίληψη, την προτεραιότητα δηλαδή που δίνει στο άμεσο υλικό συμφέρον, για χάρη της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας (όσο βέβαια αυτή δεν απειλείται).
Γι’ αυτό και η τάση υποστήριξης της Ουκρανίας, είναι ισχυρότερη σε χώρες που είναι πιο κοντά στη Ρωσία με πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Αντίθετα, στη Γερμανία οι δυνάμεις που θα επιθυμούσαν την ικανοποίηση των ρωσικών απαιτήσεων στην Ουκρανία προκειμένου να μη θιγεί περισσότερο η γερμανική οικονομία παραμένουν ισχυρές και συγκρούονται με αυτές που επιμένουν σε μία πολιτική αξιών.
Κοντολογίς, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και κυρίως η ηρωική αντίσταση του ουκρανικού λαού ανέδειξαν το υπαρκτό πατριωτικό αίσθημα των ανθρώπων σε μία προηγμένη ευρωπαϊκή χώρα, γεγονός που σαφέστατα επηρεάζει ιδεολογικά τις πολιτικές ηγεσίες και τη διανόηση στην έως τώρα ασχολούμενη με τον κατακερματισμό των ταυτοτήτων και έναν διχαστικό δικαιωματισμό Ευρώπη των «ανοιχτών συνόρων».
Τέλος, η συγκίνηση και η πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία της Ελισάβετ στη Βρετανία ήρθε να επιβεβαιώσει τη δύναμη των εθνικών παραδόσεων ακόμη και στις μητροπόλεις του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Διαπιστώνεται ότι οι άνθρωποι συγκινούνται αναγνωρίζοντας τον εαυτό τους στα εθνικά τους σύμβολα και δεν πέφτει κανένας λόγος σε μας τους υπόλοιπους να χλευάζουμε ή να …επιχειρούμε να εξηγήσουμε στους Άγγλους ότι ο μοναρχικός θεσμός συνιστά αναχρονισμό. Όπως εμείς καλά κάνουμε και αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στη Σταύρωση, στον Επιτάφιο, στην Ανάσταση, στην 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου, στην Τήνο και στην Παναγία Σουμελά, στις παρελάσεις και στα πανηγύρια και σε τόσες άλλες πάνδημες συλλογικές αναπαραστάσεις και τελετουργίες, έτσι και οι Βρετανοί καλά κάνουν και επιθυμούν τη διατήρηση του θεσμού της βασιλείας.
Ο σύγχρονος υποκριτικός δικαιωματισμός, που καλεί σε εκδηλώσεις μίσους εναντίον όσων αντιτίθενται στις συχνά παράλογες και μισάνθρωπες απαιτήσεις των πιο απίθανων ταυτοτήτων, στερείται κάθε ηθικής νομιμοποίησης όταν αρνείται την εκδήλωση της πιο συλλογικής ταυτότητας, είτε αυτό αφορά το βρετανικό πένθος για τη βασίλισσα είτε το δικαίωμα των Ουκρανών να υπερασπιστούν τη γη τους.
Κι όμως υπάρχει λοιπόν, το έθνος και εξακολουθεί να λειτουργεί τόσο στο φαντασιακό και συμβολικό όσο και στο πραγματικό, της μαζικής συλλογικής κινητοποίησης και δράσης, επίπεδο.
Σε μία τέτοια συγκυρία, ως Έλληνες έχουμε επιτέλους την ευκαιρία να γίνουμε περισσότερο πειστικοί και να αποκτήσουμε ισχυρότερες φιλίες και συμμαχίες με τη δική μας απαίτηση να είναι σεβαστά τα σύνορά μας, αλλά και για δικαιοσύνη στην Κύπρο.
Παράλληλα, αντί να απαντάμε στις νέες κάθε φορά τουρκικές προκλήσεις είναι καιρός να θέσουμε τα δικά μας αιτήματα για αναγνώριση της γενοκτονίας του μικρασιατικού (και ποντιακού) ελληνισμού, για λήξη της κατοχής στην Κύπρο, για τερματισμό των απειλών σε Αιγαίο και Θράκη, για αποκατάσταση των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Διότι σήμερα αυτό που συμβαίνει είναι το κοινώς λεγόμενο: «φωνάζει ο κλέφτης να φύγει ο νοικοκύρης». Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια η εθνική ομοψυχία ή αλλιώς να ξαναγαπήσουμε τον εαυτό μας, πρώτα εμείς οι ίδιοι.