Τις δυνατότητες της υδροξυχλωροκίνης στη θεραπεία του κορονοϊού αναδεικνύει μία νέα μελέτη νοσοκομείου στην Γουχάν, την περιοχή της Κίνας που θεωρείται η πρωταρχική εστία έξαρσης της πανδημίας του Covid-19.
Σύμφωνα με την προδημοσίευση της μελέτης του Λαϊκού Νοσοκομείου της Γoυχάν, δηλαδή προτού εξετασθεί η εγκυρότητά της από κάποια ειδικευμένη επιστημονική επιτροπή, οι δοκιμές έγιναν σε μία ομάδα 62 ανθρώπων που ασθενούσαν με κορονοϊό, από τους οποίους στους 31 χορηγήθηκε υδροξυχλωροκίνη (400 mg/ημερησίως), ενώ στους άλλους 31 όχι.
Οι δύο ομάδες συγκροτήθηκαν τυχαία, μέσω υπολογιστή, και κατά μέσον όρον η ηλικία του δείγματος των ασθενών ήταν 44,7 έτη. ΌΟοι τους παρουσίαζαν μεν συμπτώματα πνευμονίας, χωρίς όμως αυτή να έχει επιδεινωθεί και έλαβαν την «κανονική αγωγή»: οξυγόνο, αντι-ιικά φάρμακα, αντιβιοτικά, ενώ πραγματοποιήθηκαν κι αξονικές τομογραφίες πριν από την έναρξη των δοκιμών και πέντε ημέρες μετά την πλήρη χορήγηση της αγωγής.
Μετά το πενθήμερο, οι ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε υδροξυχλωροκίνη παρουσίαζαν σε ποσοστό 80,6% μεταξύ τους μία συνολική κατάσταση καλύτερη όσον αφορά την πνευμονία, ενώ το 61,% σημείωνε μία «αξιοσημείωτη βελτίωση», έναντι 54,8% της άλλης ομάδας.
Επιπλέον, τα συμπτώματα του βήχα και του πυρετού είχαν επίσης αμβλυνθεί πιο γρήγορα στην ομάδα που είχε λάβει υδροξυχλωροκίνη απ′ ό,τι στην άλλη ομάδα ελέγχου, τονίζουν οι ίδιοι ερευνητές.
Εν κατακλείδι, πάντως οι επιστήμονες παραμένουν προσεκτικοί στα συμπεράσματά τους για τη «μερική επιβεβαίωση των δυνατοτήτων της υδροξυχλωροκίνης στη θεραπεία του covid-19», και τηρουμένων των αναλογιών «πως δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική επί του παρόντος, η υπό παρακολούθηση χορήγηση υδροξυλωροκίνης μοιάζει ελπιδοφόρα», τονίζουν.
Ωστόσο, υπογραμμίζουν οι ίδιοι, απαιτείται «μία ακόμη πιο ευρεία κλινική μελέτη κι έρευνες για να αποσαφηνισθεί ο ιδιαίτερος μηχανισμός της υδροξυχλωροκίνης και να βελτιωθεί η θεραπεία» με το σκεύασμα αυτό.
Ο Γάλλος γιατρός Δρ. Ντιντιέ Ραούλ, ένθερμος υποστηρικτής της χορήγησης υδροξυχλωροκίνης και συντάκτης δύο μελετών για τη χρήση στον κορονοϊό του φαρμάκου αυτού, που συνήθως χορηγείται για την ελονοσία, εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής, που «παρά τον μικρό αριθμό του δείγματος, η διαφορά είναι σημαντική. Αυτό αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα του πρωτοκόλλου», εκτιμά.
Εντούτοις, η ειδική ιστοσελίδα Heidi.news διατυπώνει πολλές επιφυλάξεις, αρχής γενομένης από την ίδια την τακτική της προδημοσίευσης, χωρίς να έχει εξετασθεί η μελέτη από τους ειδικούς, «πράγμα που σημαίνει πως πραγματοποιήθηκε υπό το κράτος του επείγοντος», με μεγάλη πιθανότητα οι ασθενείς να «είχαν λάβει κι άλλη φαρμακευτική αγωγή, κυρίως αντι-ιικά, γεγονός που επισκιάζει την ορθότητα των αποτελεσμάτων» και τέλος επισημαίνει «τη βραχύτητα της παρακολούθησής τους».
Ερωτηθείς από το Γαλλικό Πρακτορείο ο καρδιολόγος στο Στρασβούργο, Φλοριάν Ζορές, υπογραμμίζει επίσης τον «πολύ περιορισμένο» χαρακτήρα της προδημοσίευσης αυτής, καθώς και το γεγονός ότι δεν τηρεί τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις, να υπάρχουν τρεις διαφορετικές ομάδες από 100 ασθενείς η καθεμία με τελικό στόχο τη συνολική αποτίμηση του ιολογικού φορτίου, ενώ τέλος, αυτή αρκείται στα κλινικά αποτελέσματα.
Οι συντάκτες της δεν προσδιορίζουν επίσης «τα χαρακτηριστικά των αποκλεισθέντων ασθενών» (80 τον αριθμό) από τη μελέτη τους και η διατύπωσή της αφήνει ενδοιασμούς για τις ακριβείς συνθήκες της πραγματοποίησής της, καθώς ούτε στους ασθενείς, ούτε και στους θεράποντες γιατρούς τους, επετράπη να γνωρίζουν τι τους χορηγείται κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
(Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ)