
Έμφαση – και φυσικά κονδύλια – στην οικονομικά προσιτή στέγη, καθώς και στην άμυνα και την ασφάλεια, ιδιαίτερα για τις ανατολικές συνοριακές περιοχές της ΕΕ, δίνει η πρόταση αναθεώρησης της πολιτικής συνοχής που παρουσίασε σήμερα (1/4) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με την Κομισιόν (δείτε την έκθεση), τα κράτη μέλη της ΕΕ θα μπορούν να διπλασιάσουν τους πόρους που προορίζονται για επενδύσεις σε προσιτή στέγαση, φτάνοντας τα 15 δισ. ευρώ συνολικά. Το αρχικό ποσό των 7,5 δισ. ευρώ είχε συμφωνηθεί στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής 2021–2027· με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, το ποσό αυτό μπορεί να ανακατευθυνθεί και να ενισχυθεί στο πλαίσιο του επαναπρογραμματισμού μέσης περιόδου.
Η χρηματοδότηση αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί τόσο για δημόσιες όσο και για ιδιωτικές επενδύσεις, με τη στήριξη πανευρωπαϊκής επενδυτικής πλατφόρμας σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ενώ θα υπάρξει και σύνδεση με το πρόγραμμα ”Νέο Ευρωπαϊκό Μπάουχαους”.
Ωστόσο μία από τις πλέον σημαντικές – και ενδεχομένως αμφιλεγόμενες – πτυχές της πρότασης είναι η δυνατότητα χρήσης των κονδυλίων συνοχής για επενδύσεις στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Ορισμένα κράτη μέλη, κυρίως από τον ευρωπαϊκό Νότο, εκφράζουν ενστάσεις για την κατεύθυνση αυτή, προκρίνοντας τη χρηματοδότηση δράσεων με πιο άμεσο αναπτυξιακό ή κοινωνικό αποτύπωμα για τις περιφέρειές τους.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, η γενναιόδωρη αύξηση των πόρων για τη στέγαση να λειτουργεί και ως “αντιστάθμισμα” στις αντιδράσεις αυτές, ειδικά σε χώρες που βρίσκονται αντιμέτωπες με έντονη κοινωνική πίεση λόγω της στεγαστικής κρίσης.
Σημειώνεται ότι δεν διατίθενται επιπλέον πόροι αλλά οι πόροι θα επανακατανεμηθούν από τα υπάρχοντα προγράμματα συνοχής.
Η αναθεώρη της πολιτικής συνοχής σε σχέση με την άμυνα προβλέπει την ενίσχυση των παραγωγικών δυνατοτήτων επιχειρήσεων στον τομέα της άμυνας, χωρίς γεωγραφικούς ή εταιρικούς περιορισμούς (δηλ. μπορούν να είναι και μεγάλες επιχειρήσεις, οπουδήποτε στην ΕΕ).
Ανάπτυξη υποδομών διπλής χρήσης που ενισχύουν τη στρατιωτική κινητικότητα – με ιδιαίτερη έμφαση στις ανατολικές συνοριακές περιοχές της Ένωσης.
Οι επενδύσεις αυτές μπορούν να συγχρηματοδοτούνται κατά 100% από την ΕΕ, και θα συνοδεύονται από προκαταβολή 30% για την περίοδο 2026, εφόσον υπάρξει σχετική ανακατεύθυνση πόρων (το ίδιο ισχύει και για τη στέγαση).
Η Επιτροπή επισημαίνει πως η χρήση των πόρων είναι προαιρετική, ενώ εντάσσεται στον ευρύτερο στόχο της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας και της στρατηγικής αυτονομίας της Ένωσης.
Η αναθεώρηση της πολιτικής συνοχής στο πλαίσιο της επανεξέτασης μέσης περιόδου (mid-term review 2025) εστιάζει, εκτός από τη στέγαση και την άμυνα και στις εξής στρατηγικές:
ενεργειακή μετάβαση
ενίσχυση της ανθεκτικότητας των υδάτων και
η απαλλαγή της ΕΕ από τις ανθρακούχες εκπομπές.
Όπως τονίζει η Κομισιόν με προϋπολογισμό 392 δισεκ. ευρώ κατά την τρέχουσα περίοδο προγραμματισμού 2021-2027, η πολιτική συνοχής είναι η κύρια επενδυτική πολιτική της ΕΕ. Τα κράτη μέλη θα κληθούν να επαναπρογραμματίσουν, σε εθελοντική βάση, μέρος των ταμείων συνοχής τους για την περίοδο 2021-2027 σε νέες επενδύσεις στο πλαίσιο της εν εξελίξει ενδιάμεσης επανεξέτασης της πολιτικής συνοχής.
Ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Επιτροπής, αρμόδιος για τη συνοχή και τις μεταρρυθμίσεις, Ραφαέλε Φίτο, δήλωσε:
«Με τη σημερινή πρόταση, κάνουμε την πολιτική συνοχής σαφέστερη, πιο στοχευμένη και αποτελεσματικότερη, ευθυγραμμίζοντάς την με τις προκλήσεις της ΕΕ. Πρέπει να δράσουμε επειγόντως για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, την ενίσχυση της άμυνας, τη διασφάλιση οικονομικά προσιτής στέγασης και τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των υδάτων. Για να επιτευχθεί αυτό, μειώνουμε τη γραφειοκρατία, βελτιστοποιούμε τις συνθήκες χρηματοδότησης και επεκτείνουμε τις επενδυτικές ευκαιρίες».
Τέλος η Κομισιόν διευκρινίζει ότι οι σημερινές τροποποιήσεις των νομοθεσιών της πολιτικής συνοχής, που προτείνονται στο πλαίσιο της ενδιάμεσης επανεξέτασης του 2025, θα συζητηθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Στόχος της Επιτροπής είναι να ολοκληρωθεί η διαδικασία αναπρογραμματισμού της ενδιάμεσης επανεξέτασης με τα κράτη μέλη και τις περιφέρειες το 2025, ώστε τα νέα προγράμματα να αρχίσουν να υλοποιούνται στις αρχές του 2026.