Λίγα ζητήματα διεθνούς ενδιαφέροντος, όπως είναι το Μακεδονικό έχουν συνδεθεί τόσο πολύ με το κομουνιστικό κίνημα. Η ανίχνευση επομένως των απαρχών της εμπλοκής των κομουνιστών σε αυτό έχει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον πέρα από το καθαρά ιστορικό για την ερμηνεία και την κατανόηση σημερινών στάσεων και τοποθετήσεων που προέρχονται από την αριστερά σχετικά με τη διαφορά Αθηνών – Σκοπίων και τις λαϊκές αντιδράσεις.
Το γενικό συμπέρασμα που εξάγεται από τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας και των πηγών είναι ότι η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο Μακεδονικό διαμορφωνόταν κάθε φορά από τον βαθμό συμμόρφωσής του στις αποφάσεις και τις προτεραιότητες της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς, γνωστής ως Κομιντέρν (1919-1943) στην οποία η επιρροή των Βουλγάρων κομουνιστών ήταν ισχυρή.
Η Κομιντέρν εκείνη την περίοδο υπολόγιζε, ιδιαίτερα μετά την καταστολή της Επανάστασης των Σπαρτακιστών στη Γερμανία με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπνεχτ (1918-1919), σε επανάσταση στη Βουλγαρία. Για τον σκοπό αυτό επεδίωξε τον προσεταιρισμό της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ, ΒΜΡΟ στα σλαβικά) που αποτελούσε ένα είδος ένοπλης πολιτοφυλακής και λειτουργούσε ως κράτος εν κράτει στο μικρό τμήμα της Μακεδονίας που είχε επιδικαστεί στη Βουλγαρία. Η επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1923 απέτυχε, ωστόσο η επιρροή των Βουλγάρων κομουνιστών στην Κομιντέρν παρέμεινε ισχυρή όπως και η για λόγους τακτικής ανακίνηση του Μακεδονικού Ζητήματος. Το γεγονός ότι η Διεθνής προχώρησε στην ίδρυση της ΕΜΕΟ «Ενωμένης» το 1925 δείχνει τη σημασία που έδινε στο ζήτημα.
Σημειώνουμε ότι η ΕΜΕΟ αποτέλεσε από την ίδρυσή της το 1893 και για πολλές δεκαετίες τον κύριο εκφραστή των βουλγαρικών εθνικών διεκδικήσεων για τη Μακεδονία αλλά και τη Θράκη. Σε μία από τις τάσεις της οργάνωσης, τη σοσιαλιστική «φεντεραλιστική», που διεκδικούσε δηλαδή την αυτονόμηση της Μακεδονίας και την ένταξή της σε μία ευρύτερη βαλκανική ομοσπονδία, ανάγει η επίσημη ιστοριογραφία των Σκοπίων τις απαρχές διαμόρφωσης ξεχωριστής σλαβικής μακεδονικής συνείδησης. Το αίτημα ωστόσο για αυτόνομη Μακεδονία στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αποτελούσε βασικά βουλγαρικό εθνικό σχέδιο που αποσκοπούσε στην αυτονόμηση αρχικά και στη συνέχεια στην ενσωμάτωση της Μακεδονίας κατά το πρότυπο των εξελίξεων που οδήγησαν στην προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρική Ηγεμονία.
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όμως το Μακεδονικό Ζήτημα είχε σε μεγάλο βαθμό επιλυθεί και η μόνη δύναμη που το ανακινούσε ήταν η Βουλγαρία για καθαρά επεκτατικούς σκοπούς. Η αξιοποίηση της σοσιαλιστικής φεντεραλιστικής συνθηματολογίας της ΕΜΕΟ επέτρεψε στην Κομιντέρν να διαχωρίσει τη θέση της από τη βουλγαρική αλυτρωτική προσέγγιση στο ζήτημα για να φτάσει τελικά στο χωρίς πραγματική εθνολογική ή άλλη βάση αίτημα για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη σε μια Βαλκανική Σοβιετική Δημοκρατία». Μάλιστα, η Κομιντέρν κάνοντας λόγο αρχικά για «Μακεδονικό λαό» αναφερόταν στο σύνολο των εθνοτήτων που κατοικούσαν στη Μακεδονία, θέση όμως που σταδιακά μετατοπίστηκε προς την υιοθέτηση της ιδέας περί σλαβικού μακεδονικού έθνους που δεν ταυτίζεται δηλαδή ούτε με το σερβικό ούτε με το βουλγαρικό. Έχουμε δηλαδή μία εμφανή διαφοροποίηση από τον γεωγραφικό προσδιορισμό στον εθνικό, από την αποδοχή της «μακεδονικής σαλάτας» των εθνοτήτων σε μία «καθαρή» εθνική ταυτότητα. Αυτοί όμως οι θεωρητικοί και τακτικοί …πειραματισμοί είχαν πολλαπλές και πολύ σοβαρές συνέπειες που θα συμπαρασύρουν και το ίδιο το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα.
Το νεοσύστατο ελληνικό ΚΚ που ιδρύεται το 1918, ως ΣΕΚΕ, στο ιδρυτικό του συνέδριο μάλλον υποβαθμίζει το Μακεδονικό Ζήτημα, σύντομα όμως υποχρεώνεται να υιοθετήσει τις θέσεις της Κομιντέρν. Έτσι, το 1923 ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ στη Βαλκανική Κομουνιστική Ομοσπονδία όπως ονομάστηκε η συνδιάσκεψη των βαλκανικών ΚΚ θα αποδεχτεί τη θέση για αυτόνομη Μακεδονία και Θράκη. Η θέση αυτή παρότι δεν έγινε ομόφωνα αποδεχτή θα επικρατήσει και οι διαφωνούντες μεταξύ των οποίων και Ιστορικός Γιάννης Κορδάτος θα διαγραφούν. Το 1924 με το Γ΄ έκτακτο συνέδριο το ΚΚΕ υιοθέτησε τη θέση περί «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης». Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι τα πιο αξιόλογα στελέχη, που με αυταπάρνηση υπερασπίστηκαν τη γραμμή του κόμματος για το Μακεδονικό, όπως ο Παντελής Πουλιόπουλος, στις περίφημες δίκες για το «Μακεδονικό» του 1925-1926, θα διαγραφούν κι αυτά αργότερα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η αντεθνική θέση του κόμματος εξέθεσε τα στελέχη του στην κρατική καταστολή ενώ γενικότερα είχε πολύ υψηλό πολιτικό κόστος. Οι απηνείς διώξεις αλλά και η αναγνώριση της πραγματικότητας ότι ειδικά με την έλευση των προσφύγων και την ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία η όποια σλαβική παρουσία στην Ελλάδα ήταν πλέον πολύ περιορισμένη, κατέστησαν το ΚΚΕ μάλλον απρόθυμο να επιτρέψει τη δραστηριοποίηση της ΕΜΕΟ «Ενωμένης» στην ελληνική Μακεδονία. Εξάλλου, όπως θα παραδεχτεί και ο ίδιος ο Πουλιόπουλος το 1927 με άρθρο του στον Ριζοσπάστη: «Η πολιτική μας εκείνη (για Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη) εχρεοκόπησε και δεν μπορούσε παρά να χρεοκοπήσει γιατί ήταν απαύγασμα όχι απλώς εσφαλμένης εκτίμησης του πραγματικού συσχετισμού δυνάμεων μέσα στη χώρα μας, αλλά ενός επαναστατικού ρομαντισμού».
Το 1931 όμως μετά από σχετικές αιτιάσεις της Κομιντέρν, το ΚΚΕ θα υποχρεωθεί και πάλι να συμμορφωθεί «προς τας υποδείξεις». Έτσι, από το 1934 θα προβάλλει τις θέσεις της ΕΜΕΟ «Ενωμένης» και θα κάνει πλέον ανοιχτά λόγο για την ύπαρξη «μακεδονικής εθνότητας». Σταθμό στην τακτική και τη συνθηματολογία του ΚΚΕ στον Μεσοπόλεμο σε ό,τι αφορά το Μακεδονικό Ζήτημα θα αποτελέσει το Ζ΄ Συνέδριο τον Δεκέμβριο του 1935 στο οποίο αναγνωρίζεται η νέα πληθυσμιακή πραγματικότητα στην ελληνική Μακεδονία, εγκαταλείπεται η θέση για «ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» και υιοθετείται πλέον το σύνθημα περί «πλέριας ισοτιμίας των μειονοτήτων» στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η σλαβική «μακεδονική».
Ο Πόλεμος που ακολουθεί και η ναζιστική τάξη πραγμάτων θα αναδείξει και πάλι τη Μακεδονία σε μήλον της Έριδος φέρνοντας το ΚΚΕ μπροστά σε νέα κρίσιμα διλήμματα. Παρά το γεγονός ότι εν πολλοίς το ΕΑΜ σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, θα υπερασπιστεί την ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία, οι θέσεις του ΚΚΕ στον Μεσοπόλεμο και η αναζήτηση ισορροπιών έναντι των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων που επεδίωκαν ανοιχτά την ενσωμάτωση μέσω του «μακεδονισμού» της ελληνικής Μακεδονίας στη σοσιαλιστική πλέον Γιουγκοσλαβία, κυρίως όμως η αναγνώριση «μακεδονικής» εθνότητας θα αφήσουν και πάλι τους Έλληνες κομμουνιστές εκτεθειμένους έναντι της προπαγάνδας και της βίας των αντιπάλων τους.