«Εκεί που κάποτε ήταν η ακρόπολη του Βυζαντίου, γεμάτη ναούς αφιερωμένους στη Δήμητρα, στην Αφροδίτη, στον Δία, στον Ποσειδώνα και στον Απόλλωνα, εκεί στέκει τώρα το Σαράι του Σουλτάνου, πάνω σε μάρμαρα αρχαία ενός πολιτισμού ανώτερου, τώρα οριστικά καταποντισμένου από την οργή του υποδεέστερου. Και λίγο παρακάτω διάσπαρτα εδώ κι εκεί, μερικά απομεινάρια από Κυκλώπεια τείχη…»
Ογκιέρ Γκισλέν ντε Μπουσμπέκ (πρεσβευτής του βασιλιά Φερδινάνδου Ι στην αυλή του Σουλτάνου μεταξύ 1554 έως το 1562- ο άνθρωπος που εισήγαγε τους πρώτους βολβούς τουλίπας από την Ανατολή στη Δύση).
«Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχειρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δε διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φριχτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες, κοπέλες και καλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν.»
Μ΄αυτό τον τρόπο περιγράφει την Άλωση της Κωνσταντινούπολης στο χρονικό του ο Γεώργιος Φραντζής, βυζαντινός συγγραφέας, επιστήθιος φίλος και μυστικοσύμβουλος του τελευταίου Αυτοκράτορα των Ελλήνων, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Η Πόλη, όπως αποκαλούσαν την Κωνσταντινούπολη, η Βασιλεύουσα, μια από τις τρεις αιώνιες πόλεις του κόσμου (οι άλλες δυο είναι η Ιερουσαλήμ και η Ρώμη), αλώθηκε από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο) και αποτελεί ένα από τα πιο συγκλονιστικά και τραγικά γεγονότα της παγκόσμιας Ιστορίας, το οποίο σήμανε το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μιας Αυτοκρατορίας που θυσιάστηκε λόγω της γεωγραφικής της θέσης στις ορδές του κατακτητή, προκειμένου να αποτελέσει και το φυσικό εμπόδιο για την επέλασή του στη Δύση.
Η Άλωση της Πόλης όμως δεν ήταν μια επιτυχία του Μωάμεθ όπως θέλουν να την παρουσιάζουν στις μέρες μας οι Τούρκοι, που επιθυμούν να συνδέσουν την ιστορία του νεότερου τουρκικού κράτους με τις κατακτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Άλωση της Πόλης ήταν αποτέλεσμα της παρακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία στα χίλια χρόνια της είχε δεχθεί πολλά χτυπήματα που την οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην πτώση. Η ήττα στο Μαντζικέρτ, το 1071 και η πρώτη Άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, το 1204, οι οποίοι εισβάλλοντας στη Βασιλεύουσα αποδείχθηκαν ισάξιοι της οθωμανικής βαρβαρότητας, μια άλωση που οι σύγχρονοι δυτικοί αναλυτές προτιμούν να αποσιωπούν, ήταν τα καίρια πλήγματα που οδήγησαν στη πτώση και υπήρξαν αρωγοί στα σχέδια του Μωάμεθ.
Όπως μας πληροφορεί ο Φραντζής στο χρονικό του, o Μωάμεθ: «αφού είδε και άκουσε τις νίκες και τους πετυχημένους πολέμους του πατέρα του και των υπόλοιπων καταραμένων προγόνων του, άρχισε να σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει και ο ίδιος για να τον θυμάται όλος ο κόσμος. Αποφάσισε λοιπόν, κατά κακή μας τύχη, να κάνει πόλεμο εναντίον της Κωνσταντινούπολης.»
Ο Μωάμεθ, ο οποίος είχε μεγαλώσει υπό την προστασία της χριστιανής κόρης του ηγεμόνα των Σέρβων Γεωργίου Μπράνκοβιτς, Μάρα Μπράνκοβιτς, η οποία δόθηκε από την οικογένεια της στο Σουλτάνο, ανέπτυξε από μικρή ακόμη ηλικία ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το οποίο κατέληξε σε εμμονή με την Κωνσταντινούπολη. Όπως αναφέρει στο χρονικό του ο Φραντζής, ο Μωάμεθ συχνά έλεγε: «Αν κατακτήσω την Κωνσταντινούπολη, θα ξεπεράσω όλους εκείνους που προσπάθησαν πολλές φορές να την καταλάβουν αλλά δεν τα κατάφεραν».
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της λάμψης που την ακολουθούσε, η Βασιλεύουσα, η πόλη του Μέγα Κωνσταντίνου, η οποία χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας του Βυζαντίου, υπήρξε πάντοτε το στολίδι του Βοσπόρου. Η πόλη φάρος ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Από τις αρχές της ίδρυσης της μέχρι και τις ημέρες μας πολιτικοί, επιχειρηματίες, έμποροι, στρατιώτες και καλλιτέχνες μαγεύτηκαν από την ομορφιά της.
«Εάν κάποιος είχε να ρίξει μόνο μια ματιά στον κόσμο, θα έπρεπε να αντικρίσει την Κωνσταντινούπολη» είχε πει ο Γάλλος ποιητής και λάτρης της Ελλάδας, Λαμαρτίνος. «Η Κωνσταντινούπολη είναι μια αυτοκρατορία από μόνη της», έλεγε ο Ναπολέων Βοναπάρτης.
Η αίγλη που εξέπεμπε η Βασιλεύουσα είχε οδηγήσει πολλούς στρατούς έξω από τα τείχη του Θεοδόσιου ή Θεοδοσιανά τείχη, όπως ονομαζόταν. Άραβες, Βούλγαροι, Σταυροφόροι και Οθωμανοί ήθελαν να τη καταλάβουν και οι ιστορίες κάθε πολιορκίας έμεναν γραμμένες στην αιωνιότητα μέσα από τους θρύλους, τους μύθους και τις λαϊκές δοξασίες.
Η δεύτερη πολιορκία της Πόλης από τους Άραβες και «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών»
Η δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες, το 717-718, υπήρξε κορυφαίο γεγονός των αραβοβυζαντινών πολέμων, καθώς ήταν η δεύτερη και τελευταία απόπειρα του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών να καταλάβει τη βυζαντινή πρωτεύουσα και να καταλύσει το βυζαντινό κράτος.
Οι Άραβες, παρά τις επιτυχημένες επιδρομές τα προηγούμενα έτη, ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία στις 15 Αυγούστου 718, την ημέρα του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, προστάτιδας της Πόλης.
Η αποτυχία της πολιορκίας είχε σημαντικές επιπτώσεις. Εξασφάλισε τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του Βυζαντίου, ενώ οι Άραβες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν δια παντός το στόχο της ολοσχερούς κατάκτησης του βυζαντινού κράτους. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ανέκοψε τη περίοδο εκείνη την ισλαμική επέκταση προς την Ευρώπη, και γι′ αυτό θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μάχες στην παγκόσμια ιστορία.
Σε πολλά πανεπιστήμια μελετούν την πολιορκία και την αντίδραση των Βυζαντινών με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και για τον Τόλκιν, ο οποίος μελέτησε τον τρόπο που κινήθηκαν στρατηγικά οι Άραβες στην πολιορκία της Πόλης από στεριά και θάλασσα και χρησιμοποίησε τις ίδιες τακτικές στη Μάχη των Πεδίων του Πέλινορ για τον έλεγχο της Μίνας Τίριθ στο έργο του «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών».
Η Μίνας Τίριθ ήταν μια πόλη φρούριο στο βορειοανατολικό τμήμα της Γκόντορ. Την είχε ιδρύσει ο Ανάριον τον καιρό της Δεύτερης Εποχής. Η αρχική της ονομασία ήταν Μίνας Άνορ, που σημαίνει Πύργος του δύοντος Ήλιου, μετονομάστηκε όμως μετά την πτώση της Μίνας Ίθιλ το 2002 Τ.Ε (Τρίτη Εποχή, όπως αναφέρεται στα έργα του Τόλκιν).
Η Μίνας Τίριθ ήταν η πρωτεύουσα της Γκόντορ από το 1640 Τ.Ε. Η πόλη περιβάλλονταν από επτά αλλεπάλληλα τείχη. Στο κέντρο της πόλης βρίσκονταν ένας ψηλός βράχος. Η κεντρική πύλη της πόλης ήταν στα ανατολικά τείχη. Οι τάφοι των Βασιλιάδων ήταν μέσα στα τέταρτα τείχη. Η πόλη ήταν εξολοκλήρου χτισμένη από λευκή πέτρα, γι′ αυτό και την έλεγαν Λευκή Πόλη. Τα τείχη της ήταν τόσο γερά που κανένας εχθρός δεν μπόρεσε να την καταλάβει. Πέλενορ ονομάζεται η πεδιάδα μεταξύ Μίνας Τίριθ και Οσγκίλιαθ. Υπενθυμίζουμε πως στο τρίτο βιβλίο της σειράς στη Μεγάλη Μάχη της πεδιάδας Πέλινορ έξω από τα τείχη της Μίνας Τίριθ, η Έογουιν, μια γυναίκα σκότωσε τον Witch-king.
Ο τελευταίος Αυτοκράτορας και ο εξισλαμισμός
Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, καθώς και ότι δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά» που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του.
Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν η θεία λειτουργία και ο ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το Άγιο Βήμα, που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο θαυμαστό. Λέγονταν ότι όταν η Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει την λειτουργία. Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στο ένα του χέρι είχε έξι δάχτυλα και αν βρεθεί κάποιος Έλληνας που έχει έξι δάχτυλα τότε θα ανακτήσει (ο Κωνσταντίνος) την Πόλη και την αυτοκρατορία του.
Στον πρώτο τόμο του έργου του «Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παραδόσεις», ο Νικόλαος Πολίτης, αναφέρει μια παράδοση για την Άλωση της Πόλης. Πιο συγκεκριμένα:
«Όταν οι Τούρκοι επήραν την Πόλη και εσκοτώθηκεν ο βασιλιάς μας, ο Σουλτάνος επήρε γυναίκα του τη βασίλισσα. Μα η βασίλισσα ήταν γκαστρωμένη με το βασιλιά, έξι μηνών. Όταν ήρθε η ώρα η καλή και εγέννησε η βασίλισσα, ο Σουλτάνος έλειπε στον πόλεμο της Βλαχίας, και η βασίλισσα το βάφτισε το παιδί και το έβγαλε Παναγή.
Όταν ήρθε ο Σουλτάνος και ερώτησε για το όνομα του παιδιού του είπαν πως λογιέται Χαν. Ο Σουλτάνος εκείνον τον καιρό εγύριζε απάνου κάτου στα σεφέρια, και η βασίλισσα μονάχη επήρε την ανατροφή του μικρού, το εμάθαινε τα ελληνικά γράμματα και τη χριστιανική πίστη με σοφούς δασκάλους και θρήσκους ιερωμένους. Μα αυτό επροτιμούσε πάντα την τουρκική πίστη και αν επήγαινε μικρός στην εκκλησιά, μεγάλος έτρεχε στο τζαμί και ελάτρευε το Κοράνι, καλύτερα από το Βαγγέλιο και τους Τούρκους περισσότερο από τους Χριστιανούς. Και όταν σε λίγο ήρθε και εγίνηκε κι αυτό Σουλτάνος έρρηξε όλο του το μίσος στη θρησκεία μας. Όπως όμως κι αν είναι, οι Σουλτάνοι είναι σπορά χριστιανική.»
Όπως γνωρίζουμε, ο τελευταίος Αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο οποίος εδώ αναφέρεται απλοϊκά ως βασιλιάς, καθώς στη συνείδηση του απλού λαού ήταν πιο εύκολο να περάσει ο τίτλος βασιλιάς, ένας τίτλος άμεσα συνδεδεμένος με τις λαϊκές παραδόσεις και τα παραμύθια, πέθανε άτεκνος και βασίλισσα (Αυτοκράτειρα) δεν υπήρχε την περίοδο της Άλωσης.
Και οι δυο σύζυγοι του Παλαιολόγου, η Μανταλένα Τόκκο, ανιψιά του Καρόλου Α΄ Τόκκου δεσπότη της Ηπείρου, η οποία πήρε το χριστιανικό όνομα Θεοδώρα και η Κατερίνα Γκαττιλούζιο, κόρη του Ντορίνο Α΄ Γκαττιλούζιο, αυθέντη της Λέσβου, πέθαναν αφήνοντας τον Αυτοκράτορα χωρίς κληρονόμο.
Ενδεχομένως να αναρωτιέστε γιατί ο λαός μας ανέπτυξε τη συγκεκριμένη παράδοση και ποιο λόγο εξυπηρετεί η συλλογή της από το Νικόλαο Πολίτη. Ο λαός μέσω της ιστορίας του εξισλαμισμού του Παναγή, όπως βάφτισε η βασίλισσα το παιδί, παρουσιάζει την τραγική ιστορία των γενίσταρων και του παιδομαζώματος.
Η επιλογή του ονόματος Χαν, έτσι είπε η βασίλισσα στο Σουλτάνο πως λέγεται το παιδί, δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για το οθωμανικό Han, το οποίο προέρχεται από το μογγολικό Χан και ήταν τίτλος πολιτικής ή στρατιωτικής εξουσίας που προήλθε αρχικά από την κεντρική Ασία. Αργότερα υιοθετήθηκε από τους Ασίνα και κατόπιν τους Γκιοκτούρκ (οι γνωστοί ως Ουράνιοι Τούρκοι- τα νομαδικά δηλαδή τουρκικά φύλα της Μογγολίας) και τους Μογγόλους που τον διέδωσαν στην υπόλοιπη Ασία. Στα μέσα του 6ου αιώνα έγινε γνωστός ως «Χαγάνος - Βασιλέας των Τούρκων» στους Πέρσες. Από το συγκεκριμένο τίτλο προήλθε και ο τίτλος του Μογγόλου στρατιωτικού ηγέτη Τζένκινς Χαν. Ουσιαστικά το συγκεκριμένο όνομα δείχνει τη σύνδεση τους με τους νομάδες Μογγόλους και την προσπάθεια να δημιουργήσουν ένα ανύπαρκτο τουρκικό λαό στηριζόμενοι στον εξισλαμισμό αρρένων.
Καθώς λοιπόν απόγονος δεν υπήρξε για τον τελευταίο Αυτοκράτορα, ώστε να συντηρηθεί και η ελπίδα ότι «πάλι με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μας θα είναι», ο λαός προσπαθώντας να αντέξει το τραγικό γεγονός της Άλωσης έπλασε όμορφες ιστορίες, μύθους και θρύλους για το Μαρμαρωμένο Βασιλιά που θα ξυπνούσε όταν θα ερχόταν η ώρα και η οθωμανική σκλαβιά θα τελείωνε.
Η πεποίθηση της ελευθερίας στέριωσε μέσα στη καρδιά των υπόδουλων. Όπως λέει και ο μύθος ο τελευταίος Αυτοκράτορας μαρμάρωσε σε μια σπηλιά (σύμφωνα με άλλους βρίσκεται στις στοές της Αγ. Σοφιάς) κι όταν ξυπνήσει θα διώξει τους Τούρκους πέρα από την Κόκκινη Μηλιά.
«’Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά
που λένε τα γραμμένα,
τo ‘να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε
δε γύρισε κανένα.»