Το τέλος της διαδρομής των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν μπορεί παρά να είναι η Χάγη ή μία συμφωνία η οποία θα προηγηθεί της Χάγης και ενδεχομένως να επισφραγιστεί στη Χάγη, δήλωσε στη HuffPost Greece ο Κωνσταντίνος Φίλης, εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, στον απόηχο της συμφωνίας μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης και της λιβυκής κυβέρνησης εθνικής ενότητας για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, και εν όψει της υπογραφής της συμφωνίας για τον αγωγό East Med.
Αναφερόμενος στις δηλώσεις του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για τη Χάγη, ο κ. Φίλης δήλωσε πως «πιστεύω ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη διευθέτηση των διαχρονικών ελληνοτουρκικών διαφορών, και αυτό εξέφρασε ο πρωθυπουργός. Η άλλη επιλογή θα ήταν πόλεμος, που δε θα διευθετούσε τις διαφορές μας, θα οδηγούσε σε επιδιαιτησία ή στη Χάγη, αλλά αυτό είναι κάτι που καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμεί».
Το θέμα, σημείωσε ο κ. Φίλης, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε στη Χάγη.
Κωνσταντίνος Φίλης: «Προφανώς σήμερα δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να μιλάμε περί Χάγης γιατί προηγούνται η επανενεργοποίηση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και η επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών- μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στη Χάγη. Αλλά αυτό δεν συγκεντρώνει σήμερα τις μεγαλύτερες πιθανότητες, καθώς για να φτάσουμε εκεί θα πρέπει να έχουν αποκλιμακωθεί και οι εντάσεις. Άρα μιλάμε για αποκλιμάκωση, ΜΟΕ, διερευνητικές επαφές, Χάγη. Τεχνικά είναι κάτι πολύ δύσκολο και χρονικά είναι κάτι που μπορεί να πάρει πάρα πολύ χρόνο. Οπότε η Χάγη δεν είναι μια διαδικασία στην οποία μπορούμε να οδηγηθούμε αύριο. Σωστά όμως θέτει το ζήτημα ο πρωθυπουργός, διότι η Χάγη είναι το τέλος της διαδρομής».
Σύμφωνα με τον εκτελεστικό διευθυντή του ΙΔΙΣ, για να φτάσουμε στη Χάγη υπάρχουν δύο τρόποι: «Ο ένας είναι να πείσουμε την Τουρκία ότι το κόστος για αυτήν από τη μη προσφυγή θα είναι μεγαλύτερο από αυτό της ετυμηγορίας του δικαστηρίου. Για να το κάνουμε αυτό θα πρέπει να προβούμε σε ενέργειες που θα πιέσουν την Τουρκία για να φτάσουμε στη Χάγη- καθώς δεν αισθάνεται καμία πίεση για κάτι τέτοιο. Πρόκειται για ενέργειες που θα ενίσχυαν τη διαπραγματευτική μας θέση, πχ οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με όμορα κράτη, ειδικότερα με την Αίγυπτο, αλλά και με Ιταλία και Αλβανία- καθώς και άλλες ενέργειες. Όλες οι περιπτώσεις είναι δύσκολες μα η ελληνική διπλωματία πρέπει να εξαντλήσει περιθώρια. Τώρα δεν υπάρχει πίεση προς την Τουρκία ως προς την αναγκαιότητα προσφυγής. Επίσης θα πρέπει να πείσουμε και τους συμμάχους μας για την αναγκαιότητα να πιέσουν και αυτοί την Τουρκία ώστε να προσφύγουμε στη Χάγη, προτάσσοντας ότι αυτό θα ήταν προς όφελος της περιφερειακής σταθερότητας και ειρήνης».
Η δεύτερη οδός περιλαμβάνει πιο άμεσες ενέργειες: «Ο δεύτερος τρόπος είναι να οριοθετήσουμε ΑΟΖ με την Αίγυπτο, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, καθώς κατόπιν της οριοθέτησης αυτής θα προκύψει μια διεθνής διαφορά, διότι η ΑΟΖ Ελλάδας- Αιγύπτου θα επικαλύπτει αυτήν μεταξύ Τουρκίας- Λιβύης. Με βάση αυτή τη διαφορά, και τον κίνδυνο εξαιτίας αυτής να πάμε σε κάποιο επεισόδιο ή αποσταθεροποίηση, θα ζητούσαμε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να ζητήσει με τη σειρά του επιδιαιτησία, είτε από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να κρίνει το ζήτημα υποχρεωτικά για τα εμπλεκόμενα μέρη- άρα υποχρεωτικά και για την Τουρκία».
Όπως τονίζει ο κ. Φίλης, το επιδιωκόμενο σενάριο είναι σαφώς το πρώτο, ωστόσο το δεύτερο είναι επίσης μια επιλογή- η οποία θα μπορούσε ωστόσο να φέρει τις δύο χώρες σε πιο συγκρουσιακή τροχιά. Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Φίλης τονίζει πως «it takes two to tango».
Κωνσταντίνος Φίλης: «Μια οριοθέτηση με την Αίγυπτο θα μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για να δείξουμε στην Τουρκία ότι ξεδιπλώνουμε την ατζέντα μας με τρόπο δυναμικό, ο οποίος επηρεάζει αρνητικά τα δικά της συμφέροντα, άρα έχει λόγους να αποφύγει και άλλες ενέργειες από ελληνικής πλευράς, και να αποδεχθεί την προσφυγή στη Χάγη. Άλλωστε αυτό προσπαθεί να κάνει και η Τουρκία, δημιουργώντας τετελεσμένα, μέσω των οποίων μας λέει να μην προχωρήσουμε. Η Τουρκία επιδιώκει μια διμερή, εφ’όλης της ύλης διαπραγμάτευση, χωρίς την εμπλοκή τρίτων, γιατί θεωρεί ότι έτσι είναι σε θέση ισχύος. Εμείς από την άλλη πρέπει να την πείσουμε για την αναγκαιότητα προσφυγής στη Χάγη και αυτό μπορεί και πρέπει να γίνει και με “καρότο και με μαστίγιο”. Το “καρότο” είναι το κάλεσμα στη διευθέτηση των ζητημάτων, ενώ το “μαστίγιο” είναι πως, αν δεν συμβεί αυτό, η Ελλάδα θα διευθετήσει και αυτή τα συμφέροντά της με τρόπο που θα πλήττει αυτά της Τουρκίας στην περιοχή».
Τι αναμένουμε το 2020
Όσον αφορά στο τι αναμένεται γενικότερα για το 2020 ως προς τα ελληνοτουρκικά και τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, ο κ. Φίλης υπογραμμίζει πως, όσο τετριμμένο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο, ο νέος χρόνος θα είναι όντως μια κρίσιμη χρονιά, καθώς, σε κάποιο βαθμό, θα καθορίσει, μεταξύ άλλων, τις σχέσεις μας με την Τουρκία: «Είναι μια χρονιά στην οποία θα έχουμε εξελίξεις σε διάφορα μέτωπα κοινού ενδιαφέροντος (όπως η Λιβύη), και είναι μία χρονιά όπου θα έχουμε εξελίξεις είτε έτσι είτε αλλιώς στο Κυπριακό, δεδομένων των ”εκλογών” στα Κατεχόμενα τον Απρίλιο του 2020. Πριν τις εκλογές δεν φαίνεται να έχουμε εξέλιξη. Μετά από αυτές, αν δεν έχουμε κάτι στο 2020, τότε νομίζω ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι θα δουν να έρχονται στο τραπέζι και άλλα σενάρια πέραν τις διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας».
Ακόμη, υπάρχει προφανώς και το θέμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ (ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας, δεδομένου και της στάσης του νυν προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, απέναντι στις τουρκικές ενέργειες) και των εκλογών στο Ισραήλ (και τι αυτές θα μπορούσαν να σημαίνουν για τις σχέσεις Ελλάδας- Ισραήλ και Ισραήλ- Τουρκίας, ανάλογα με το αν ο Μπενιαμίν Νετανιάχου συνεχίζει στον πρωθυπουργικό θώκο ή υπάρξει νέα κυβέρνηση). Ακόμη, όπως υπογραμμίζει ο κ. Φίλης, «προφανώς θα έχουμε εξελίξεις στην ενέργεια- το αν οι ερευνητικές γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, θα προχωρήσουν ή αν η Τουρκία εκπληρώσει υλοποιήσει τις επιδιώξεις της στην κυπριακή ΑΟΖ, “παγώνοντας” το πρόγραμμα».
Κωνσταντίνος Φίλης: «Θα έχουμε εξελίξεις γενικότερα και στο ενεργειακό λόγω πίεσης χρόνου στα κράτη της περιοχής. Θα έχουμε λογικά εξελίξεις και στο προσφυγομεταναστευτικό, καθώς και στη σχέση Τουρκίας- ΕΕ και πού αυτή οδεύει- πολύ περισσότερο μετά το επικείμενο Brexit, που μπορεί να είναι υπόδειγμα για μια σχέση ΕΕ – Τουρκίας. Και αυτά είναι μόνο αυτά που γνωρίζουμε ότι θα συμβούν- φανταστείτε και τις αστάθμητες εξελίξεις. Από αυτά και μόνο, το 2020 θα είναι εκ των πραγμάτων μια πολύ κρίσιμη χρονιά για τις σχέσεις μας με την Τουρκία, διότι αυτή η ένταση ή θα πρέπει να αποκλιμακωθεί ή κάπου να εκτονωθεί. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι επί 12 μήνες θα είμαστε στην κατάσταση που είμαστε αυτές τις τελευταίες εβδομάδες».
Η κατάσταση στη Λιβύη
Με το ενδεχόμενο αποστολής τουρκικών δυνάμεων στη Λιβύη να βρίσκεται στην επικαιρότητα, τίθεται προφανώς ζήτημα κατά πόσον θα μπορούσε όντως να συμβεί κάτι τέτοιο και ποιες θα ήταν οι επιδιώξεις της Άγκυρας.
Κωνσταντίνος Φίλης: «Πιστεύω πως η Τουρκία χρησιμοποιεί περισσότερο την προοπτική αποστολής στρατευμάτων ως ένα διαπραγματευτικό ατού, μια διαπραγματευτική πίεση για να είναι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο Βερολίνο από θέση ισχύος- ένα μήνυμα πως, προκειμένου να μην στείλει στρατεύματα, προκαλώντας μεγαλύτερη αστάθεια σε μια ήδη ασταθή κατάσταση, και προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντά της, πρέπει κάτι να πάρει. Ένα ενδεχόμενο θα ήταν να προκύψει μια “ισοπαλία” μεταξύ των δυνάμεων του Χάφταρ και του Αλ Σαράζ, η οποία δεν θα ήταν το ίδιο οδυνηρή για την Τουρκία όπως θα ήταν μια επικράτηση του Χάφταρ. Το δεύτερο και πιο ρεαλιστικό θα ήταν να κινηθούν γρήγορα οι διαδικασίες από πλευράς διεθνούς κοινότητας, ώστε να μην συνεχιστούν οι εχθροπραξίες, οι οποίες φαίνεται αυτή τη στιγμή στο πεδίο της μάχης να δίνουν προβάδισμα στον Χάφταρ (δηλαδή να επιτευχθεί γρήγορα μια ανακωχή) και εν συνεχεία να υπάρξει παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα ή να υπάρξει συμφωνία για μια ειρηνευτική δύναμη, ενδεχομένως και με τουρκικά στρατεύματα. Δεν νομίζω ότι η Τουρκία επιθυμεί την επίσημη αποστολή Τούρκων στρατιωτών (και όχι πχ μισθοφόρων), καθώς τα ρίσκα που εμπεριείχε κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ μεγάλα- και εκτιμώ ότι θέλει να αποφύγει τέτοιου είδους εμβάθυνση της εμπλοκής της. Οι δύο βασικοί λόγοι για αυτό είναι ότι δεν γειτνιάζει με τη Λιβύη, οπότε δεν θα είχε επιχειρησιακές ευκολίες όπως αυτές που είχε στη Συρία, και δεύτερον ότι αν βρεθούν εκεί τουρκικές δυνάμεις θα στοχοποιηθούν από τον Χάφταρ για συμβολικούς και πρακτικούς λόγους».