«... Προσωπικά, δεν μ′ ενδιαφέρει το διαδίκτυο... Δεν θέλω να γίνω πολυεργαλείο. Δεν θέλω να μάθω να χειρίζομαι τα μηχανήματα στην τράπεζα. Μειώνουν τους υπαλλήλους και λένε, τώρα θα το κάνατε απευθείας. Μα δεν θέλω να το κάνω απευθείας! Θέλω όπως παλιά. Δεν έχω καμία αντίρρηση να περιμένω στην ουρά. Είναι ανθρώπινο. Έχει ανάσα. Έχει επαφή. Μ′ ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα, τα παλιά. Θέλω να παίρνω το λεωφορείο και να πηγαίνω για μπάνιο το καλοκαίρι που η Αθήνα ψιλοαδειάζει (γιατί τελείως δεν αδειάζει ποτέ). Κανονικά. Σε μία κανονική παραλία με ανθρώπους. Έχω ακούσει χιλιάδες φορές, θα σε πάω σε μία παραλία... -δεν μ′ ενδιαφέρει καμία παραλία. Η ζωή μας είναι γεμάτη ψυχαναγκαστικά.... Μα γιατί να κάνουμε ένα μεγαλειώδες πράγμα; Μια γωνιά στη βεράντα, να χαζέψω το ηλιοβασίλεμα, την ανατολή -αυτό θέλω... Νομίζω, όντως ότι όταν μεγαλώνει κανείς αφαιρεί, αφαιρεί. Μινιμαλίζει συνεχώς. Ωραίο είναι αυτό. Δεν τα ’χεις ανάγκη έτσι κι αλλιώς. Είναι υπερβολικά. Προς τί;...»
Ηθοποιός -για πολλούς «μαρκαρισμένος» κυρίως από τις ταινίες του, όπως η «Γλυκιά συμμορία» του Νικολαΐδη-, συγγραφέας -τριών αυτοβιογραφικών βιβλίων-, ραδιοφωνικός παραγωγός -αδιαλείπτως από το 1975 οπότε και επέστρεψε από τη Νέα Υόρκη, όπου εγκαταστάθηκε επί μία πενταετία (και από το 2000, καθημερινά από τη συχνότητα του En Lefko)- μα πριν απ′ όλα, ένα από τα πραγματικά ενδιαφέροντα πρόσωπα της πόλης, ακόμη κι όταν διατυπώνει απόψεις με τις οποίες κανείς διαφωνεί.
Ο χειμαρρώδης Κωνσταντίνος Τζούμας μιλά στη HuffPost Greece με αφορμή την παράσταση του έργου «Επικίνδυνες Μαγειρικές» στην οποία πρωταγωνιστεί και δίνει τη δική του εκδοχή για την καθημερινότητα, την έκθεση, το χρήμα, αλλά και «το κορμί, τη μόνη αλήθεια που μας δόθηκε».
Ομολογεί ότι δεν έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για το διαδίκτυο, παραδέχεται ότι βαριέται όσους «παίρνουν τον εαυτό τους πάρα πολύ σοβαρά», ότι ρέπει προς την ελαφρότητα -«ο αφρός μ′ άρεσε, το να μην το κάνουμε θέμα»- και λέει με χίλιους τρόπους ότι θέλει να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους -«αυτά τα να απομονώνεσαι και να στοχάζεσαι και τα λοιπά, εμένα δεν μου λένε απολύτως τίποτα» καταλήγει.
-Κάνετε πολύ επιλεκτικά θέατρο. Αυτό συμβαίνει επειδή το θέατρο απαιτεί πολύ ενέργεια ή επειδή το βαριέστε;
Το δεύτερο. Βαριέμαι γενικώς να είμαι σε διάφορα πράγματα πρωί, μεσημέρι, βράδυ, χειμώνα, καλοκαίρι, άνοιξη, φθινόπωρο.... Δεν μ′ αρέσει. Κι επειδή βέβαια -παίζει ρόλο- έχω καθημερινά το ραδιόφωνο, το οποίο με συντηρεί αξιοπρεπέστατα, μπορώ και λέω «όχι» και «ναι». Το θέατρο πρέπει να γίνεται επιλεκτικά. Πέρυσι το καλοκαίρι ήταν η Μπρούσκου με τον Άγγελο Εξολοθρευτή του Μπουνιουέλ. Παλιότερα ήταν ένας φωτογράφος που είχε ένα όνειρο να ασχοληθεί με τον Καβάφη. Το κάναμε. Πιο πριν ήταν ο μονόλογος του Βασίλη Αλεξάκη «Εγώ δεν». Μ′ αρέσουν οι δουλειές που είναι ιδιαίτερες. Τα θεατρικά κομμάτια που σε βάζουν σε μια περιπέτεια. Που είναι σκιές, όχι κάτι συγκεκριμένο. Που δεν ξέρεις τι θα παλέψεις.
Όπως τώρα αυτό. Εκτιμώ πάρα πολύ την Κερασία Σαμαρά (σ.σ. υπογράφει τη σκηνοθεσία της παράστασης), είχα δει δικά της πράγματα (είχε κι εκείνη συμμετοχή στον Καβάφη) και κάπως της το όφειλα, εννοώ, κάποια στιγμή να γίνει κάτι. Και βρήκε την ευκαιρία τώρα, με τις «Επικίνδυνες Μαγειρικές». Ο Ανδρέας Στάικος έγραψε έξτρα ρόλο και είπα, έχει ενδιαφέρον. Μου άρεσε. Αλλά είναι τέτοιοι οι λόγοι κάθε φορά.
... Λέω να τελειώνουμε με αυτό και να κάνω άλλα πράγματα. Όμως, ποιά είναι τα άλλα πράγματα;
“Ξέρεις, όταν έχεις γνωρίσει διάφορα κι έχεις περιπλανηθεί κι έχεις πάει κι έχεις έρθει, κάθε μέρα, ενάντια στη μέρα, είτε εδώ, είτε στο εξωτερικό, είτε οπουδήποτε, τελικά μεγαλώνοντας τι κάνεις όλη τη μέρα; Διαπραγματεύεσαι το τίποτα. Δηλαδή την καθημερινότητα.”
Αυτό, κατά κάποιον τρόπο όμως το καλύπτει η εκπομπή μου στο ραδιόφωνο. Κάθε μέρα πρέπει κάτι να βρω να πω. Να αυτοσχεδιάσω. Ε, ωραίο είναι αυτό.... Το θέατρο πρέπει να είναι κάτι ιδιαίτερο. Το έργο αυτό του Ανδρέα Στάικου είναι ιδιαίτερο.
Ξεκουνιέμαι κι από τα ωράρια μου τα καθημερινά, τα οποία πρέπει να πω, είναι πολύ ευεργετικά. Εμένα μ′ αρέσει η ρουτίνα.... Ο άλλος τη βλέπει σα ρουτίνα. Όπως ένας τύπος από το απέναντι διαμέρισμα... Ένα κορίτσι μπορεί να βλέπει κάθε πρωί έναν συγγραφέα να κάθεται μπροστά στο λευκό χαρτί μιας γραφομηχανής και να αναρωτιέται, μα τι κάνει, δεν βαριέται; Μα δεν είναι το ίδιο. Ρωτάνε καμιά φορά τους ηθοποιούς, μα τι κάνετε, κάθε βράδυ παίζετε το ίδιο; Μα ποτέ δεν είναι το ίδιο. Ποτέ δεν είσαι ίδιος. Έτσι κι αλλιώς. Και να το ’θελες. Δεν είσαι, διότι ερχόμενος στο θέατρο έχεις πίσω όλη τη μέρα που πέρασες και όσο και αφαίρεση να κάνεις και delete -να σβήσεις για να είσαι «καθαρός» την ώρα της παράστασης- έχει μετρήσει από το ταξί που σε έφερε μέχρι το τηλεφώνημα με τη φίλη σου, που εκείνη την ημέρα η Σελήνη δεν ήταν στο πλευρό της, ας πούμε κι είχε τα νεύρα της (γέλια)... Τέτοια συμβαίνουν καθημερινά. Αυτά πώς τα διαχειρίζεσαι; Οπότε το να αμύνεται κανείς ή να παίρνει μέτρα, είναι μάταιο -απέναντι στο να παίξει, να μην παίξει, να εκτεθεί ή να μην εκτεθεί. Θα εκτεθεί έτσι κι αλλιώς. Ο,τιδήποτε και να κάνουμε εκτιθέμεθα. Οπότε...
-Στις «Επικίνδυνες Μαγειρικές» υποδύεστε έναν «μυστηριώδη υποκινητή».
Ο οποίος είναι ο Στάικος. Αυτό πιστεύω. Του είπα, άστα αυτά ότι μου έγραψες ρόλο, εσένα κάνω, τον συγγραφέα που μπαινοβγαίνει, παραπλανά τους ήρωες, κινεί τις μαριονέτες για να στηθεί το σόου, συνιστά, προτείνει.
-Η ιδέα του μυστηριώδους υποκινητή σάς γοητεύει;
Αλίμονο, θα έλεγα ότι είναι η ιστορία της ζωής μου. Έχω υπάρξει υποκινητής, έχω υπάρξει αυτό που λένε animateur... Ήμουν η ψυχή του πάρτι, της εκδρομής. Από παιδί. Δεν τα θυμάμαι, μου τα θυμίζουν συμμαθητές και συμφοιτητές. Όπως και οι αδελφές μου.
-Αναπολείτε το παρελθόν;
Δεν έχω καμία νοσταλγία. Μ′ αρέσει να παρακολουθώ σήμερα αυτό το κενό της νεότητας, το κενό σε σχέση με αυτά που κάναμε εμείς τότε. Τώρα κάνουν άλλα πράγματα. Εκφράζονται μέσα από την τεχνολογία, έχουν τον δικό τους τρόπο. Αλλά εμάς, που είμαστε παλιοί, μας φαίνεται ότι είναι ένα κενό εκεί πέρα. Αναρωτιόμαστε, παιδιά δεν σας αρέσει η εγγύτητα; Όχι, έχουν τον τρόπο τους, είμαι σίγουρος ότι έχουν τον τρόπο τους. Μ′ αρέσει να το παρατηρώ. Ξέρω ότι είμαι στις κερκίδες, στην αρένα γίνονται άλλα πράγματα, δεν είναι υποχρεωτικά πάντα του γούστου μου, παρακολουθώ όμως.
-Η σχέση σας με το διαδίκτυο;
Δεν υπάρχει. Ευτυχώς έχω φίλες και φίλους που μπαινοβγαίνουν εκεί συνεχώς, ε, και καμιά φορά μου λένε κάτι ενδιαφέρον. Προσωπικά, δεν μ′ ενδιαφέρει... Δεν θέλω να γίνω πολυεργαλείο. Δεν θέλω να μάθω να χειρίζομαι τα μηχανήματα στην τράπεζα. Μειώνουν τους υπαλλήλους και λένε, τώρα θα το κάνατε απευθείας. Μα δεν θέλω να το κάνω απευθείας! Θέλω όπως παλιά. Δεν έχω καμία αντίρρηση να περιμένω στην ουρά. Είναι ανθρώπινο. Έχει ανάσα. Έχει επαφή. Μ′ ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα, τα παλιά. Θέλω να παίρνω το λεωφορείο και να πηγαίνω για μπάνιο -το καλοκαίρι που η Αθήνα ψιλοαδειάζει (γιατί τελείως δεν αδειάζει ποτέ). Κανονικά. Σε μία κανονική παραλία με ανθρώπους. Έχω ακούσει χιλιάδες φορές, θα σε πάω σε μία παραλία -δεν μ′ ενδιαφέρει καμία παραλία.
“Ρέπω προς την ελαφρότητα επειδή έχω μία απροθυμία ολοκλήρωσης και μία αδυναμία αφοσίωσης. Δεν μπορώ να αφοσιωθώ πολύ σε κάτι. Δεν νομίζω ότι είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα. Επίσης, βαριέμαι τους ανθρώπους που παίρνουν τον εαυτό τους πάρα πολύ σοβαρά”
Η ζωή μας είναι γεμάτη ψυχαναγκαστικά.... Μα γιατί να κάνουμε ένα μεγαλειώδες πράγμα; Μια γωνιά στη βεράντα, να χαζέψω το ηλιοβασίλεμα, την ανατολή -αυτό θέλω... Νομίζω, όντως ότι όταν μεγαλώνει κανείς αφαιρεί, αφαιρεί. Μινιμαλίζει συνεχώς. Ωραίο είναι αυτό. Δεν τα χεις ανάγκη έτσι κι αλλιώς. Είναι υπερβολικά. Προς τί;
-Μιλήσατε για αφαίρεση. Και παρότι θεωρείστε εστέτ, σας έχω στο νου ως έναν άνθρωπο με ελαφρές αποσκευές, χωρίς περιττά (αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν τυπικά εστέτ).
Ναι, ίσως εξαιτίας της ελαφρότητας.
“Ρέπω προς την ελαφρότητα επειδή έχω μία απροθυμία ολοκλήρωσης και μία αδυναμία αφοσίωσης. Δεν μπορώ να αφοσιωθώ πολύ σε κάτι. Δεν νομίζω ότι είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα. Επίσης, βαριέμαι τους ανθρώπους που παίρνουν τον εαυτό τους πάρα πολύ σοβαρά.”
Είτε είναι σκηνοθέτες, είτε είναι διανοούμενοι. Βαριέμαι. Μ′ αρέσει η ελαφρότητα. Και για κάποιον λόγο, πάντα μαγνήτιζα δε, τα κάζα, τα ψώνια, που λέγαμε παλιά. Γιατί είχανε κάτι. Η ματαιοδοξία τους, οι τονισμοί τους, η ανάγκη τους για επαφή, το άγγιγμα τους. Μ′ αρέσανε. Περνούσα πάρα πολύ καλά μαζί τους.
Ξέρω ότι άλλοι άνθρωποι λένε, μα είναι δυνατόν; Δεν μπερδεύουν, απεναντίας ομορφαίνουν και χρωματίζουν την άχρωμη καθημερινότητα -κατά τη γνώμη μου. Είναι η ελαφρότητα που σας κάνει να πιστεύετε αυτό που πιστεύετε για μένα, ο τρόπος που διαχειρίζομαι την καθημερινότητα του. Ναι, πράγματι, δεν ήθελα να κουβαλάω πολλά πράγματα. Ακόμη και το χρήμα που με απέφευγε συστηματικά, όταν ήμουν νέος δεν μπορούσα να το κουβαλήσω επάνω μου, δεν υπήρχαν ούτε τσέπες, ούτε τίποτα.... Αλλά από την άλλη μεριά ήταν ωραία. Μέσα σε μια ερημιά με όση πιο πολλή χάρη γινόταν.
-Στην ερημιά με χάρη...
Ναι, οπωσδήποτε. Για ποιόν; Ξέρω ‘γω, για κανέναν, για κάποιον που μπορεί να μας βλέπει εκείνη την ώρα από μακριά.... Δεν είμαι πάντως αυτό που λένε για τον εαυτό σου, όχι, θέλω πάντα σε σχέση με κάποιαν ή με κάποιον. Με παρέα θέλω να γίνεται ό,τι γίνεται. Και μέσα από αυτούς να υπάρξει και το γνώθι σαυτόν, ενδεχομένως -κι αν δεν υπάρξει δηλαδή, δεν τραβάω και κάνα ζόρι. Θέλω να πω, αυτά τα να απομονώνεσαι και να στοχάζεσαι και τα λοιπά, εμένα δεν μου λένε απολύτως τίποτα. Θέλω να είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους. Και να χαιρόμαστε και να τρώμε και να συζητάμε και να βγαίνουμε και να ξενυχτάμε και ν’ αγαπιόμαστε.
-Αναφερθήκατε στη σχέση σας με το χρήμα. Έρχεστε από μία οικογένεια αστική.
Ναι, μέχρι ενός ορισμένου σημείου υπήρχε αυτό που λέτε και κάποια στιγμή κατέρρευσε. Και έπρεπε να διαχειριστούμε την κατάρρευση. Σήμερα διαχειριζόμαστε τη λεηλασία του χρόνου. Τότε ήταν η κατάρρευση η οικονομική. Η Μυρό, η μητέρα μου -την είχαν βαφτίσει Μυροφόρα και την έλεγαν Μυρό- το διαχειριζόταν πολύ ωραία κι έτσι μεγαλώσαμε όπως λέμε, χωρίς να μας λείψει τίποτα -και χωρίς καμία υπερβολή, φυσικά... Και οι μουσικές και τα ρούχα, όχι, δεν έλειψε τίποτα.
Η μητέρα μου ήταν η κομψή της οικογένειας. Κι εξαιτίας της νομίζω εγώ... αυτό... Ο πατέρας δεν έπαιζε κανένα ρόλο ποτέ. Έλειπε. Είχε τα δικά του. Μπερμπάντευε, που λέγανε τότε. Το χάρηκε κι αυτός. Φύγανε και οι δυό από τον μάταιο τούτο κόσμο -η μητέρα μου όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών, ο πατέρας μου όταν ήμουν σαράντα- μείναμε πίσω οι δύο αδελφές μου κι εγώ και ήμαστε τυχεροί εν τη ατυχία μας: Γίναμε όσο γίνεται υπεύθυνος κανείς.... Δεν είχα να δώσω λογαριασμό σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό μου -το χειρότερο. Να πρέπει να δώσεις λογαριασμό στον εαυτό σου για ο,τιδήποτε.
-Η σχέση με τον εαυτό σας;
Δεν τον σκέφτομαι καθόλου τον εαυτό μου, ειλικρινά. Ο άλλος, οι άλλοι με ενδιέφεραν πάντα.
“Ο εαυτός μου σπάνια με αφορούσε. Και βεβαίως, το κορμί. Η μόνη αλήθεια που μας δόθηκε. Της άλλης, του άλλου... Όχι, ο εαυτός μου σπάνια... Τον φροντίζω σαν να είμαι ο μπάτλερ του.”
Σηκώνομαι πρωί, κάνω τα ψώνια, πηγαίνω τα ρούχα στο καθαριστήριο.... Δεν έχω την άνεση να έχω προσωπικό μπάτλερ, οπότε είμαι και ο κύριος και ο μπάτλερ.
-Πάντως, είστε η ζωντανή απόδειξη ότι, η ζωή είναι εφαρμοσμένη τέχνη. Δεν χρειάζεται να ενσαρκώσετε κάποιον ρόλο.
Φαίνεται πώς έχω εν τέλει σκηνοθετήσει τη ζωή μου. Αυτές είναι εκ των υστέρων σκέψεις. Όταν ζούμε είμαστε εκεί που είμαστε, στην ίδια τη ζωή. Περνώντας τα χρόνια διαπίστωνα ότι δεν υπήρχε ρόλος να παίξω, ήταν κατειλημμένοι όλοι με λίγα λόγια -από διάφορους.
Ο μόνος ρόλος που έμενε να παίξω ήταν με τον εαυτό μου. Και λέω, αυτό. Δεν έχω να υποδύομαι τίποτα παραπάνω από αυτό που είμαι -έτσι κι αλλιώς. Με τα πάνω, με τα κάτω, τα αδιέξοδα, όλα όσα συμβαίνουν στους ανθρώπους. Δεν πρόκειται για κάτι πρωτότυπο. Ίσως είναι ο τρόπος που καμιά φορά μπερδεύει τους άλλους. Ο τρόπος που παίζουμε το παιχνίδι της ζωής. Ούτε έχω εφεύρει κάτι, ούτε φιλοσοφώ. Δεν το ‘χω με τη φιλοσοφία. Δεν υπήρξα ποτέ βαθυστόχαστος. Απεναντίας φρόντιζα να είμαι βαθύτατα ρηχός κάθε φορά. Ο αφρός. Αυτό μ’ άρεσε. Το να μην το κάνουμε θέμα.
-Είναι υποτιμημένη η ελαφρότητα.
Ναι, με το παραμικρό πρέπει να γίνεται θέμα. Στην οικογένεια, στις ερωτικές σχέσεις, τις φιλικές, τις εργασιακές. Δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο.
-Εν ολίγοις, εάν έπρεπε να πείτε σε κάποιον με δυό κουβέντες ποιός είστε, τι θα λέγατε;
Τίποτα δεν θα του έλεγα και θα σας πω γιατί:
“Τίποτα από μένα δεν φαίνεται. Κι εμένα μ′ αρέσει αυτό, γιατί κάθε φορά που κάνω κάτι -από το ραδιόφωνο μέχρι τα τρία βιβλία- μου λένε, α, δεν σου το′ χα. Το μόνο που είχαν εντοπίσει από πολύ νωρίς ήταν ψηλός, λεπτός, κομψός, είρων εκ φύσεως. Εντάξει! Κι αυτό μια χαρά είναι.”
Οι Επικίνδυνες Μαγειρικές είναι η θεατρική εκδοχή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Ανδρέα Στάικου που έχει μεταφραστεί σε 34 γλώσσες, έχει ανέβει στην Comédie-Française στο Παρίσι, καθώς και σε πολλά άλλα θέατρα του κόσμου και έχει μεταφερθεί με επιτυχία στον κινηματογράφο.
Δύο νέοι άνδρες (Ζαχαρίας Ρόχας,, Άρης Παπαδημητρίου) ανακαλύπτουν τυχαία ότι έχουν την ίδια ερωμένη, (Μαργαρίτα Πανουσοπούλου), μία σαγηνευτική γυναίκα-αράχνη, ακαταμάχητη, αδηφάγα, αρχετυπική μορφή θηλυκότητας και αισθησιασμού που θρέφει τις ερωτικές φαντασιώσεις όλων των ανδρών που την συναντούν. Οι δύο ήρωες αρχίζουν να την διεκδικούν, ο καθένας τους μόνο για τον εαυτό του, με όπλο την μαγειρική τους δεινότητα. Τους κατευθύνει σ’ αυτό ένας μυστηριώδης υποκινητής (Κωνσταντίνος Τζούμας) ο οποίος κινεί τα νήματα της μαγειρικής σύγκρουσης των αντεραστών και φαίνεται να έχει δικούς του λόγους που τον εμπλέκουν σ’ αυτήν την ερωτική διαμάχη.
Info
«Επικίνδυνες Μαγειρικές» του Ανδρέα Στάικου
Θέατρο Αλκμήνη, Αλκμήνης 8-12, Γκάζι, Σταθμός μετρό Κεραμεικός, 210 3428650
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Κερασία Σαμαρά
Σκηνικά-Κοστούμια: Κώστας Βελινόπουλος
Μουσική: Τάσος Καρακατσάνης
Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας
Εικαστική δημιουργία: Θανάσης Παναγιώτου
Κινηματογράφηση: Νίκος Βουτενιώτης
Φωτογραφίες: Νίκος Βουτενιώτης – Τζέννυ Γαβρά
Παίζουν: Κωνταντίνος Τζούμας, Ζαχαρίας Ρόχας, Μαργαρίτα Πανουσοπούλου, Άρης Παπαδημητρίου.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων
Γενική Είσοδος: 13 ευρώ
Μειωμένο: 10 ευρώ
Ατέλειες: 5 ευρώ.
Διάρκεια παράστασης
85 λεπτά
Προπώληση εισιτηρίων
Viva.gr
Παραστάσεις έως 26 Μαΐου 2019.