Οι γιατροί στη μονάδα εντατικής θεραπείας τηλεφωνούν στους συγγενείς των ασθενών που νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση στην Πολικλίνικο Σαν Ντονάτο. Όλοι οι ασθενείς είναι σε καταστολή και διασωληνωμένοι. Το μεσημέρι ήταν πάντα ώρα επισκεπτηρίου στο νοσοκομείο του Μιλάνο. Αλλά τώρα, καθώς η χώρα δίνει μάχη κατά της επιδημίας κορονοϊού, η είσοδος των επισκεπτών στο νοσοκομείο έχει απαγορευθεί.
Όταν οι γιατροί επικοινωνούν με τους συγγενείς των ασθενών προσπαθούν να μην τους δώσουν ψεύτικες ελπίδες: Ξέρουν ότι ένας στους δύο ασθενείς που νοσηλεύονται στη ΜΕΘ πιθανότητα θα πεθάνει.
Έτσι ξεκινά η περιγραφή του ρεπορτάζ των Εμίλιο Παρόντι, Σίλβια Αλοίσι και Πάμελα Μπαμπάτζλια για το Reuters, που μας μεταφέρει όλα όσα εκτυλίσσονται τελευταία σε αυτό το νοσοκομείο, όπως και σε τόσα άλλα, στην Ιταλία.
Καθώς η επιδημία εξαπλώνεται η ζήτηση για κλίνες στη ΜΕΘ αυξάνεται. Κάθε φορά που ένα κρεββάτι μένει ελεύθερο, οι γιατροί καλούνται να αποφασίσουν ποιος θα το πάρει.
Η ηλικία και οι προϋπάρχουσες παθήσεις είναι σημαντικοί παράγοντες. Όπως και εάν ο ασθενής έχει οικογένεια.
«Πρέπει να λάβουμε υπόψη αν οι ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν οικογένειες που μπορούν να τους φροντίσουν όταν εγκαταλείψουν τη ΜΕΘ, επειδή θα χρειαστούν βοήθεια» εξηγεί ο Μάρκο Ρέστα αναπληρωτής επικεφαλής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας στην πολυκλινική.
Ακόμα κι αν δεν υπάρχει καμία πιθανότητα, λέει, πρέπει να «κοιτάξεις έναν ασθενή στο πρόσωπο και να του πεις: Όλα είναι καλά. Και αυτό το ψέμα σε διαλύει».
Η πιο καταστροφική κρίση στον τομέα της Υγεία που βιώνει η Ιταλία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναγκάζει τους γιατρούς, τους ασθενείς και τις οικογένειές τους να πάρουν αποφάσεις που ο Ρέστα, πρώην στρατιωτικός γιατρός και αναισθησιολόγος, λέει ότι δεν είχε πάρει ούτε στον πόλεμο.
Όπως εξηγεί το 50% των ατόμων με COVID-19 που γίνονται δεκτά σε μονάδες εντατικής θεραπείας στην Ιταλία πεθαίνουν ενώ το συνηθισμένο ποσοστό θνησιμότητας σε αυτές τις μονάδες ήταν από από 12% έως 16% σε εθνικό επίπεδο.
Οι γιατροί έχουν προειδοποιήσει ότι όσα συμβαίνουν σήμερα στη βόρεια Ιταλία είναι η όψη των κρίσεων που θα ξεσπάσουν σε πολλές ακόμη χώρες εξαιτίας της εξάπλωσης του κορονοϊού. Η επιδημία έπληξε τις βόρειες περιφέρειες της Λομβαρδίας και του Βένετο, καταστρέφοντας το τοπικό δίκτυο νοσοκομείων και προκαλώντας τεράστια πίεση στις μονάδες εντατικής θεραπείας.
Πάνω από τρεις εβδομάδες, 1.135 άτομα χρειάζονται εντατική φροντίδα στη Λομβαρδία, αλλά η περιοχή έχει μόνο 800 κλίνες εντατικής θεραπείας, σύμφωνα με τον Τζιάκομο Γκρασσέλλι επικεφαλής της μονάδας εντατικής θεραπείας στο νοσοκομείο Πολυκλινική του Μιλάνο, το οποίο είναι ξεχωριστό από το Σαν Ντονάτο. Ο Γκρασέλλι συντονίζει όλες τις κρατικές μονάδες εντατικής θεραπείας σε ολόκληρη τη Λομβαρδία.
Τέτοια διλήμματα, σαν αυτά των τελευταίων εβδομάδων, δεν είναι κάτι καινούριο στο ιατρικό επάγγελμα. Ωστόσο, αυτοί οι υψηλοί αριθμοί ασθενών που έχουν ανάγκη να νοσηλευτούν σε ΜΕΘ σημαίνει ότι οι γιατροί πρέπει να επιλέγουν όλο και πιο συχνά και πιο γρήγορα ποιος έχει περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης - μια ταξινόμηση που είναι ιδιαιτέρα δύσκολη σε μια καθολική χώρα που δεν επιτρέπει την υποβοηθούμενη θανάτωση και όπου ο πληθυσμός της είναι ο πιο γερασμένος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (σχεδόν ένας στους τέσσερις είναι ηλικίας 65 ετών και άνω).
«Δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιες δραστικές αποφάσεις», λέει ο 48χρονς αναισθησιολόγος, Ρέστα.
Ποιος θα έχει μια ευκαιρία;
Οι Ιταλοί γιατροί εξηγόυν πως ο αριθμό των ηλικιωμένων ασθενών με προβλήματα στην αναπνοή είναι πολύ μεγάλος και οι ίδιοι δεν μπορούν να ρισκάρουν με όσους δεν έχουν υψηλές ελπίδες ανάνηψης.
Ο Αλφρέντο Βισιόλο ήταν ένας τέτοιος ασθενής. Όταν διαγνώστηκε, ο 83χρονος άνδρας από την Κρεμόνα έκανε μια πολύ δραστήρια ζωή πάντα συντροφιά με τον σκύλο του, έναν γερμανικό ποιμενικό, τον Χόλαφ. Παράλληλα φρόντισε την 79χρονη σύζυγό του, Ιλεάνα Σκαρπάντι η οποία είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο πριν από δύο χρόνια, όπως αφηγείται η εγγονής τους Μάρτα Μανφρέντι.
Στην αρχή είχε μόνο πυρετό, αλλά δύο εβδομάδες μετά τη διάγνωση ανέπτυξε πνευμονική ίνωση - μια ασθένεια που προκλήθηκε από τον τραυματισμό των ιστών του πνεύμονα και του προκάλεσε πρόβλημα στην αναπνοή.
Οι γιατροί στο νοσοκομείο της Κρεμόνα, μια πόλη περίπου 73.000 κατοίκων στην περιοχή της Λομβαρδίας, έπρεπε να αποφασίσουν εάν θα τον διασωλήνωναν.
«Είπαν ότι δεν έχει νόημα», λέει η εγγονή του.
Θα ήθελε να είχε κρατήσει το χέρι του παππού της, όπως λέει, που κοιμόταν όταν άφησε την τελευταία του πνοή, εξαιτίας της μορφίνης που του είχε χορηγηθεί.
Τώρα η γυναίκα ανησυχεί για τη γιαγιά της που επίσης κόλλησε ον ιό και νοσηλεύεται. Ωστόσο ανταποκρίνεται καλά. Βέβαια κανείς δεν της έχει πει πως ο σύζυγός της έχει πεθάνει.
Ο συντονιστής της εντατικής θεραπείας στη Λομβαρδίας, Γκρασσέλλι, δηλώνει πως μέχρι τώρα όσοι ασθενείς είχαν μια εύλογη πιθανότητα να ανακάμψουν και να έχουν στη συνέχεια μια καλή ποιότητα ζωής, έλαβαν την φροντίδα που χρειάζονταν.
Αλλά όπως προσθέτει οι αποφάσεις λαμβάνονται πλέον υπό πολύ μεγάλη πίεση. «Πριν, για κάποιους ανθρώπους θα είχαμε πει, ”ας τους δώσουμε μια ευκαιρία για λίγες μέρες”. Τώρα πρέπει να είμαστε πιο αυστηροί».
Αναδιοργάνωση όλων των νοσοκομείων
Η αξιολόγηση της κατάστασης της υγειάς των ασθενών και η διαλογή γίνεται πλέον έξω από τα νοσοκομεία.
Την περασμένη Παρασκευή, ο δήμαρχος της Φιντέντσα, μια πόλη λίγο έξω από την περιοχή της Λομβαρδίας, έκλεισε την πρόσβαση στο τοπικό νοσοκομείο για 19 ώρες. Είχε πλημμυρίσει από ασθενείς και το προσωπικό εργαζόταν επί 21 ημέρες χωρίς διακοπή. Αν και η διακοπή πρόσβασης στόχευε στο να μπορέσει το νοσοκομείο να μείνει όρθιο, παράλληλα σήμαινε και ότι αυτό ότι κάποιοι άνθρωποι «πέθαναν στο σπίτι», όπως λέει ο δήμαρχος Αντρέα Μασσάρι.
Τα ιδιωτικά νοσοκομεία στην Ιταλία είναι για όσους έχουν να πληρώσουν. Αλλά η κυβέρνηση έχει διατάξει να προσφέρουν δωρεάν ιατρική περίθαλψη στους πάσχοντες από το COVID-19. Το νοσοκομείο Πολυνκλίνικο Σαν Ντονάτο, το οποίο είναι ιδιωτικό αλλά έχει άδεια να συνεργαστεί με πελάτες του δημόσιου τομέα, απέστειλε ομάδες αναισθησιολόγων και άλλων ειδικών στις χειρότερα πληγείσες πόλεις. Φοιτητές ιατρικής, στο τέταρτο ή πέμπτο έτος κλήθηκαν σε νοσοκομεία για να βοηθήσουν ενώ καρδιολόγοι επιστρατεύτηκαν για να βοηθήσουν στα Επείγοντα και στις μονάδες νοσηλείας ασθενών με κορονοϊό.
Επίσης σχεδόν όλες οι αίθουσες χειρουργείων στην περιοχή της Λομβαρδίας έχουν μετατραπεί σε μονάδες εντατικής θεραπείας ενώ το προσωπικό του νοσοκομείου εργάζεται υπερωρίες και συχνά ασθενείς μεταφέρονται σε διάφορες περιοχές.
Σύμφωνα με τον Γκρασσέλλι η αναλογία νοσοκόμων προς ασθενείς στις μονάδες εντατικής θεραπείας της περιοχής, είναι συνήθως ένα προς δύο. Τώρα, είναι μια νοσοκόμα για κάθε τέσσερις ή πέντε ασθενείς. «Έχουμε αναδιοργανώσει πλήρως το νοσοκομειακό μας σύστημα».
Προσδόκιμο ζωής
Σε όλους τους ασθενείς που φθάνουν σε ένα νοσοκομείο και παρουσιάζουν αναπνευστικό πρόβλημα χορηγείται οξυγόνο, εξηγεί ο Γκρασσέλλι. Το θέμα είναι σε ποιο βαθμό - και για πόσο καιρό - θα τους κρατήσει στη ζωή.
Εάν η κατάστασή τους επιδεινωθεί, οι γιατροί πρέπει να αποφασίσουν εάν θα εισαχθούν σε ΜΕΘ και θα τους διασωληνώσουν.
Υπάρχει όμως πρόβλημα: η διασωλήνωση επιβαρύνει τον οργανισμό, ειδικά των ηλικιωμένων. Ακόμη και αν οι ηλικιωμένοι επιβιώσουν, πολλοί μπορεί να αναπτύξουν άλλα προβλήματα. Στο παρελθόν βέβαια οι γιατροί προτιμούσαν να προχωρήσουν με τη διασωλήνωση κυρίως επειδή υπήρχαν οι διαθέσιμοι πόροι για να το κάνουν, όπως λέει ο Γκρασσέλλι, προσθέτοντας ωστόσο, πως δεν θα έκανε αυτή την επιλογή για τον 84χρονο πατέρα του.
Πριν από την εξάπλωση του κορονοϊού, «είχαμε συχνότερα την πολυτέλεια να προσπαθούμε να σώσουμε ασθενείς που ήταν στο όριο», σχολιάζει ο Μάριο Ρίτσιο, επικεφαλής αναισθησιολόγος στο νοσοκομείο Όλιο Πο κοντά στην Κρεμόνα.
«Αφήστε με να πεθάνω στο σπίτι»
Η μαζική καραντίνα του πληθυσμού της Ιταλίας προκαλεί μια επιπλέον συναισθηματική φόρτιση στους ασθενείς. Τα μέλη της οικογένειας δεν επιτρέπεται να επιβιβάζονται σε ασθενοφόρα μαζί με τους ασθενείς τους ενώ οι μονάδες θεραπείας για τον κορονοϊό δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε μη νοσηλευτές, γιατρούς και ασθενείς.
Έτσι, όσοι δεν χρειάζονται εντατική θεραπεία μένουν εγκλωβισμένοι στους διαδρόμους νοσοκομείων.
«Πάρε με μακριά από εδώ. Άφησε με να πεθάνω στο σπίτι. Θέλω να σε δω ακόμα μια φορά», είχε γράψει ο Στέφανον Μπολλάνι, ένας 55χρονος εργάτης αποθήκης, σε μήνυμα που είχε στείλει στη σύζυγό του ενώ βρισκόταν σε μια ανάλογη κατάσταση.
Δεν είχαν δει ο ένας τον άλλο από τότε που η γυναίκα του τον είχε αφήσει έξω από το νοσοκομείο του Μιλάνου πριν από περίπου δύο εβδομάδες. Το μόνο που γνωρίζει, λέει, είναι ότι η κατάστασή του φαίνεται να έχει βελτιωθεί τις τελευταίες ημέρες. «Αυτά είναι τα πράγματα που ένας σύζυγος δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να γράψει στη σύζυγό του που είναι έξω και δεν μπορεί να τον δει».
Επίσης μερικοί ηλικιωμένοι ασθενείς αρνήθηκαν να πάνε στο νοσοκομείο. Ο Κάρλο Μπερτολίνι, 76χρονος γεωπόνος στην Κρεμόνα γνωστός για την έρευνα που είχε κάνει σχετικά με την ιστορία των παλιών αμπελώνων και ταβερνών της πόλης, αρχικά ήταν αρνητικός, όπως λέει η κόρη του.
Ζούσε μόνος του και άρχισε να νιώθει άσχημα στις αρχές Μαρτίου. Τελικά ο καλύτερος του φίλος, κάλεσε ένα ασθενοφόρο που τον μετέφερε στο νοσοκομείο της πόλης. Όταν μίλησε με την κόρη του στο τηλέφωνο από το νοσοκομείο, της περιέγραψε την εικόνα γύρω του με έναν τεράστιο αριθμό ασθενών και τις φωνές στους θαλάμου. «Νιώθω σαν να είμαι σε πόλεμο», είπε, σύμφωνα με την κόρη του, Μάρα Μπερτολίνι.
Ο Carlo μεταφέρθηκε έπειτα στη μονάδα εντατικής θεραπείας ενός μεγαλύτερου νοσοκομείου στο Μιλάνο. Η Μάρα και η αδελφή της μπόρεσαν να τον επισκεφτούν, ντυμένες με ειδικό προστατευτικό εξοπλισμό και να τον δουν μέσα από το παράθυρο της μονάδας εντατικής θεραπείας. «Μας είπαν ότι ήταν ο ασθενής που ήταν σε σοβαρότερη κατάσταση στη ΜΕΘ».
«Μείνε σπίτι»
Ο πρώην στρατιωτικός ιατρός Ρεστα σχολιάζει πως αισθάνεται σαν η κατάσταση στη Λομβαρδία να είναι χειρότερη από τον πόλεμο του 1999 στο Κοσσυφοπέδιο, όπου υπηρέτησε στην ομάδα διάσωσης που έκανε αεροδιακομιδές τραυματιών από την Αλβανία στην Ιταλία.
Όποτε ένας ασθενής με κοροναϊό εισάγεται στο νοσοκομείο του, όπως λέει, το προσωπικό στέλνει ένα mail στους συγγενείς του, διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα φροντίσουν τους αγαπημένους τους «σαν να ήταν μέλη της οικογένειάς τους». Όπως εξηγεί το νοσοκομείο τώρα προσπαθεί να θέσει σε λειτουργία ένα σύστημα βίντεο-διάσκεψης, έτσι ώστε οι ασθενείς να μπορούν να δουν τους συγγενείς.
Ένας γιατρός λοιπόν και όχι ένας συγγενής, είναι πολλές φορές, το τελευταίο πρόσωπο που θα αντικρίσει ένας ασθενής που θα πεθάνει. Οι αγαπημένοι του δεν μπορούν ούτε να προσεγγίσουν τα φέρετρα από το φόβο μην μολυνθούν.
Η τελευταία ενημέρωση που είχε η Μάρα Μπερτόλίνι για τον πατέρα της Κάρλο, ήταν όταν κάποιος από νεκροτομείο κάλεσε άλλο μέλος της οικογένειας της για να τους ενημερώσει πως έχει παραλάβει τη σορό του.
Δεν κρατά καμία κακία εναντίον τον σκηλρά εργαζόμενων γιατρών, όπως λέει. Αυτό που την σόκαρε περισσότερο την τελευταία εβδομάδα αγωνίας που περνούσε για τον πατέρα της ήταν το βλέμμα στο πρόσωπο του γιατρού που γνώρισε.
«Δεν μπορώ να πω αν ήταν ανησυχία ή θλίψη. Το μόνο που είπε ήταν: Μείνε σπίτι».
Πηγή: Reuters