«Το ΕΣΥ πιέζεται όσο ποτέ» τόνισε η Καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνώμων, Βάνα Παπαευαγγέλου, αναφερόμενη στην επιδημιολογική κατάσταση στη χώρα μας κατά την ενημέρωση του υπουργείου Υγείας το απόγευμα της Δευτέρας (16/11).
«Μας περιμένει δύσκολη εβδομάδα» προειδοποίησε ενώ εκτίμησε ότι θα ξεκινήσουμε να «χαμογελάμε» από την ερχόμενη Δευτέρας και πως βελτίωση των αριθμών αναμένεται τις επόμενες δύο εβδομάδες, τονίζοντας ότι «οι προσπάθειες ήδη έχουν αρχίσει να αποδίδουν» με την κατάσταση να παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης.
«Καθένας είναι ευάλωτος, κανείς δεν είναι υπεράνω της λοίμωξης» είπε, σχολιάζοντας τον θάνατο δύο νέων Ελλήνων μάχιμων γιατρών - 42 και 52 ετών - από κορονοϊό. «Είναι ιδιαίτερα λυπηρό ότι το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε χάσαμε δύο νέους ανθρώπους, μάχιμους γιατρούς» είπε χαρακτηριστικά.
Το δεύτερο κύμα της επιδημίας καλπάζει στην Ελλάδα, όπως και σε όλο τον κόσμο, πρόσθεσε η κ. Παπαευαγγέλου, λέγοντας ότι η διασπορά στη χώρα μας είναι μεγάλη αλλά είναι στο χέρι μας να ανακόψουμε την μετάδοση. Ο μέσος όρος των ημερήσιων θανάτων έχει διπλασιαστεί στη χώρα μας την τελευταία εβδομάδα, υπογράμμισε.
«Είδαμε μια εξαιρετική αύξηση στις εισαγωγές στις ΜΕΘ και το ΕΣΥ να πιέζεται όσο ποτέ. Είδαμε το μέσο όρο της ηλικίας των ασθενών που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ να έχει μειωθεί στα 64 χρόνια και τους γιατρούς των ΜΕΘ να αναφέρουν ότι βλέπουν ασθενείς κάτω των 60 και νεαρούς ενήλικες να νοσηλεύονται στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Είδαμε υπερδιπλασιασμό στο μέσο ημερήσιο απολογισμό των συνανθρώπων μας που χάθηκαν» είπε η κ. Παπαευαγγέλου και εξήγησε ότι «αυτά που βλέπουμε σήμερα είναι το αποτέλεσμα της εξαιρετικής αύξησης των κρουσμάτων που είχαμε το τελευταίο 15ημερο».
«Αν και ο μέσος όρος ηλικίας των νέων κρουσμάτων υπολογίζεται στα 42 χρόνια, την τελευταία εβδομάδα έχει γίνει διάγνωση λοίμωξης από κορονοϊό σε εθνικό επίπεδο σε παραπάνω από 2.500 συνανθρώπους μας που είναι άνω των 65 ετών και αυτό σημαίνει συνεχιζόμενη πίεση στα νοσοκομεία μας» υπογράμμισε η κ. Παπαευαγγέλου.
«Σήμερα πια όλοι έχουμε έναν γνωστό στο άμεσο περιβάλλον μας που είτε έχει νοσήσει, είτε έχει εκτεθεί άμεσα ή είχε στενή επαφή με κάποιο επιβεβαιωμένο κρούσμα, συνεπώς θα πρέπει να δείξουμε άμεσα, σήμερα, τώρα, την απαραίτητη σύνεση, να μειώσουμε τις μη απαραίτητες μετακινήσεις και να τηρούμε σχολαστικά την καθολική χρήση της μάσκας» δήλωσε εμφατικά η κ. Παπαευαγγέλου και συμπλήρωσε ότι «πρέπει με κάθε κόπο, με κάθε θυσία να ανακοπεί η μετάδοση περαιτέρω».
Αναφορικά με τα 2.198 κρούσματα που καταγράφηκαν το τελευταίο 24ωρο, τα 492 εντοπίζονται στην Αττική, 491 στη Θεσσαλονίκη ενώ τριψήφιος είναι ο αριθμός και στην Δράμα (147) αλλά και στην Πέλλα (122).
Μαγιορκίνης: Η πλειοψηφία των νέων διαγνώσεων είναι εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης
«Με 55 εκατομμύρια διαγνώσεις η πανδημία ενισχύεται σε όλο τον κόσμο» ανέφερε από την πλευρά του ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και επίσης μέλος της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων του ΕΟΔΥ, Γκίκας Μαγιορκίνης, συμπληρώνοντας ότι «περισσότερες από 650.000 διαγνώσεις καταγράφονται πλέον ανά ημέρα σε παγκόσμια κλίμακα».
«Μάλιστα την προηγούμενη εβδομάδα, για πρώτη φορά από την αρχή της πανδημίας» υπογράμμισε ο καθηγητής ιατρικής «κατέληξαν περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι σε μία ημέρα».
«Στην Ευρώπη η επιδημία εξακολουθεί να επεκτείνεται δυναμικά, έχοντας ξεπεράσει τις 14 εκατομμύρια διαγνώσεις με το αριθμό των νέων διαγνώσεων να διατηρείται σε υψηλότερα των 200.000 ανά ημέρα, ενώ οι άνθρωποι που καταλήγουν ξεπέρασαν τις 4.000 ανά ημέρα» τόνισε.
Ωστόσο, «κάποια σημεία σταθεροποίησης της επιδημίας βλέπουμε στον αριθμό των νέων διαγνώσεων» επισήμανε ο κ. Μαγιορκίνης «σε χώρες όπως η Γαλλία, η οποία παραμένει σε περισσότερες από 30 χιλιάδες διαγνώσεις ανά ημέρα, η Ισπανία με περισσότερες από 15 χιλιάδες διαγνώσεις ανά ημέρα και η Ιταλία με περισσότερες από 35 χιλιάδες διαγνώσεις ανά ημέρα».
Στα ζητήματα της πανδημίας στην Ελλάδα, είπε ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Υγιεινής και Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ, βλέπουμε ότι η πλειοψηφία των νέων διαγνώσεων καταγράφεται εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης».
Μάλιστα, «η Αττική την προηγούμενη εβδομάδα παρουσίασε την ηπιότερη επιβάρυνση της επιδημιολογικής κατάστασης των τελευταίων 30 ημερών καθώς και τη σημαντικότερη συρρίκνωση του δείκτη R με σημάδια ακόμα και μείωσης του ενεργού αριθμού των κρουσμάτων» υπογράμμισε ο καθηγητής Ιατρικής.
Ομως, «αυτή η διαφαινόμενη και εξαιρετικά εύθραυστη πιθανή βελτίωση δεν είναι επαρκής για να ελαφρύνει την πίεση στο σύστημα υγείας άμεσα και έτσι είναι πιθανό να συνεχίσουν να αυξάνονται οι δείκτες βαρύτητας των εισαγωγών και των ατόμων που χρειάζονται μηχανική υποστήριξη για τις επόμενες 7-10 ημέρες» στην Αθήνα, εξήγησε ο κ. Μαγιορκίνης.
Αναφορικά με την Θεσσαλονίκη, είπε ότι «σε σχέση με την Αττική εξακολουθεί να έχει πενταπλάσιο επιδημιολογικό φορτίο. Με απλά λόγια η Αττική αν βρισκόταν στην κατάσταση της Θεσσαλονίκης σήμερα θα είχε πάνω από 2.200 διαγνώσεις την ημέρα».
Όσον αφορά τον αριθμό των διαγνώσεων και κατ′ επέκταση τον αριθμό των κρουσμάτων, η Θεσσαλονίκη «δείχνει σημεία ταχύτερης σχετικά βελτίωσης από ότι η Αττική πιθανώς λόγο του γεγονότος ότι είναι μικρότερο αστικό κέντρο αλλά και του γεγονότος ότι τα αυστηρά μέτρα ελήφθησαν σχετικά νωρίτερα» σημείωσε ο κ. Μαγιορκίνης.
«Εξαιτίας όμως του μεγάλου επιδημιολογικού φορτίου που έχει και του γεγονότος ότι είναι ένα μεγάλο αστικό κέντρο οι δείκτες βαρύτητας θα αργήσουν πολύ να βελτιωθούν και γι αυτό χρειάζεται αυστηρότατη τήρηση των μέτρων ώστε να σταθεροποιηθεί η κατάσταση» είπε με εξαιρετική έμφαση ο λοιμωξιολόγος.
Στη Θεσσαλονίκη «δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για την οποιαδήποτε παρέκκλιση από τα μέτρα» τόνισε ακόμα μια φορά ο κ. Μαγιορκίνης.
Γιατί έκλεισαν τα σχολεία
Στο μεταξύ, η κ. Παπαευγγέλου έκανε μια εκτενή αναφορά στα παιδιά και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση προκειμένου να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα που έχουν τεθεί. Τα δημοτικά σχολεία «παρέμεναν ανοιχτά μέχρι σήμερα γιατί είναι καλά τεκμηριωμένο ότι τα μικρά παιδιά, ιδιαίτερα αυτά που είναι μικρότερα των 10 ετών, μεταδίδουν στο περιβάλλον πολύ λιγότερο από ότι οι έφηβοι και οι ενήλικες» τον ιό, είπε η κ. Παπαευαγγέλου η οποία είναι παιδίατρος-λοιμωξιολόγος.
«Η ενδοοικογενειακή μετάδοση είναι χαμηλή, ιδιαίτερα όταν το πρώτο κρούσμα μέσα στο σπίτι είναι παιδί κάτω των 9 ετών» επεσήμανε η κ. Παπαευαγγέλου προσθέτοντας ότι «αυτό είναι γνωστό τόσο στη διεθνή βιβλιογραφία, όσο και από μελέτες που έγιναν εδώ στη χώρα μας». Οπως εξήγησε η λοιμωξιολόγος «μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο και συνέθεσε τα βιβλιογραφικά δεδομένα από πολλές μελέτες και περιέλαβε δεδομένα από περισσότερες από 300 χιλιάδες άτομα, έδειξε ότι τα παιδιά κάτω των 14 ετών μεταδίδουν πολύ λιγότερο στις στενές επαφές τους σε σχέση με τους μεγαλύτερους εφήβους και τους ενήλικες» επεσήμανε η κ. Παπαευαγγέλου.
«Τα ίδια έδειξε και μια ακόμα μελέτη από την Αυστραλία όπου εκεί έγινε μια πολύ σχολαστική ιχνηλάτηση μέσα σε σχολικές μονάδες και φάνηκε ότι η πιθανότητα να μεταδώσει ένα παιδί σε ένα συμμαθητή του ή σε έναν ενήλικα του σχολικού περιβάλλοντος είναι εξαιρετικά χαμηλή, 1 στις 4.000» υπογράμμισε η λοιμωξιολόγος.
«Δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό» εξήγησε η κ. Παπαευαγγέλου και πρόσθεσε ότι «πιθανά σχετίζεται με το γεγονός ότι τα παιδιά περνάνε τη λοίμωξη ασυμπτωματικά».
Συνεχίζοντας αναφέρθηκε σε μια «πολύ πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο Science και κύριος ερευνητής είναι ο Ελληνας καθηγητής στο Λονδίνο, ο κ. Κασσιώτης, η οποία έδειξε ότι κάποιοι άνθρωποι με προηγούμενη λοίμωξη από άλλους κορονοϊούς, παρόμοιους κορονοϊούς, έχουν αντισώματα έναντι μιας περιοχής αυτής της πρωτεΐνης που λέμε spike που προσφέρουν προστασία έναντι και του κορονοϊού sars-cov2 μέσω μιας διασταυρούμενης αντίδρασης». «Ενδιαφέρον ιδιαίτερο έχει ότι η μελέτη αυτή έδειξε ότι τα παιδιά είχαν σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό τέτοια αντισώματα σε σχέση με τους ενήλικες» τόνισε η κ. Παπαευαγγέλου, προσθέτοντας «οι ερευνητές αυτοί προχώρησαν παραπέρα και έδειξαν με πειραματικές μελέτες ότι αυτά τα αντισώματα εμποδίζουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα».
«Με απλά λόγια» είπε η λοιμωξιολόγος «αυτή η μελέτη μπορεί να μας προσφέρει ακόμα μια εξήγηση γιατί τα παιδιά νοσούν ηπιότερα ή εμφανίζονται πιο ανθεκτικά στην λοίμωξη από το νέο κορονοϊό».
Σχετικά με την Ελλάδα και την κατάσταση στα σχολεία, η κ. Παπαευαγγέλου διευκρίνισε ότι «ακόμα και όταν έχουμε δύο κρούσματα στο ίδιο σχολείο, δεν φαίνεται αυτά να συσχετίζονται μεταξύ τους. Δεν φαίνεται δηλαδή το ένα παιδί να κόλλησε το άλλο μέσα στο σχολείο αλλά φαίνεται ότι απλά τα κρούσματα αυτά αντικατοπτρίζουν το αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο της περιοχής».
Οπως υπογράμμισε η κ. Παπαευαγγέλου «σημασία έχει να δει κανείς τα νούμερα που μας δίνει ο ΕΟΔΥ κάθε μέρα» προσθέτοντας ότι «ναι μεν έχουμε τις τελευταίες εβδομάδες αύξηση στα κρούσματα στα παιδιά κάτω των 17 ετών αλλά αυτό είναι λογικό αφού, γενικά, όπως ήδη είπαμε, στη χώρα μας έχουμε ένα επιβαρυμένο επιδημιολογικό φορτίο». «Αν κοιτάξει όμως κανείς το ποσοστό των κρουσμάτων στα παιδιά κάτω των 17 ετών, βλέπει ότι αυτό έχει παραμείνει σταθερό» ξεκαθάρισε η λοιμωξιολόγος και παιδίατρος κ. Παπαευαγγέλου. Στις 15 Οκτωβρίου αυτό ήταν 7,2 και στις 15 Νοεμβρίου ήταν 7,5, διαπιστώνεται δηλαδή ότι «δεν έχει αλλάξει καθόλου, γεγονός που δείχνει ότι τα μικρά παιδιά δεν είναι υπερμεταδότες» υπογράμμισε η γιατρός.
Σχετικά με το κλείσιμο των σχολείων, η κ. Παπαευαγγέλου δήλωσε ότι «τα επιδημιολογικά δεδομένα στη χώρα μας άλλαξαν πολύ και με ένα τόσο βαρύ επιδημιολογικό φορτίο, το κλείσιμο των σχολείων ήταν μονόδρομος» γιατί, όπως είπε, «το κύριο πρόβλημα που δημιουργούν τα ανοιχτά σχολεία είναι η κινητικότητα του πληθυσμού που συνδέεται με τη λειτουργία των σχολείων».
«Αυτή δεν περιλαμβάνει τη μεταφορά μόνο των μαθητών από και προς το σχολείο» εξήγησε η κ. Παπαευαγγέλου «αλλά και την μεταφορά των εκπαιδευτικών με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις υπηρεσίες που υποστηρίζουν τη λειτουργία του σχολείου, την τροφοδοσία, την καθαριότητα, και βέβαια την κινητικότητα των γονέων που εργάζονται και δεν παραμένουν στο σπίτι. Έτσι, ενώ είναι σαφές από τη βιβλιογραφία ότι το σχολικό περιβάλλον δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την πανδημία και τα στοιχεία και από τη χώρα μας δείχνουν ακριβώς το ίδιο συμπέρασμα, τα δημοτικά αποφασίστηκε να κλείσουν με στόχο τη δραστική μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού και τη μείωση του επιδημιολογικού φορτίου γιατί η αλήθεια είναι ότι όσο τα σχολεία είναι κλειστά υπάρχει εκ των πραγμάτων πολύ μεγάλη μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού» εξήγησε η επιδημιολόγος.
«Η τηλεκπαίδευση που άρχισε να εφαρμόζεται από σήμερα αποτελεί μια ιδιαίτερα μεγάλη πρόκληση για τα παιδιά αλλά και για τους γονείς τους, διότι ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά χρειάζονται επιτήρηση» είπε η κ. Παπαευαγγέλου. «Βέβαια από την άλλη, σας διαβεβαιώνω ότι όλοι οι εργαζόμενοι γονείς που λείπαμε αρκετά από το σπίτι όσο τα παιδιά μας ήταν μικρά, και τώρα πια έφυγαν, αναλογιζόμαστε τι ωραία θα ήταν να είχαμε κι εμείς την ευκαιρία, όσο αυτά ήταν ακόμα μικρά και μας άκουγαν, να είχαμε λίγες ώρες μαζί τους» ανέφερε η κ. Παπαευγγέλου, προσθέτοντας «ίσως είναι μια ευκαιρία να περάσετε ουσιαστικό και δημιουργικό χρόνο μαζί με τα παιδιά σας τις επόμενες δύο εβδομάδες».
Κλείνοντας, η λοιμωξιολόγος απηύθυνε ακόμα μια φορά «έκκληση προς όλους να αντιληφθούν την κρισιμότητα της κατάστασης και να φερθούν υπεύθυνα τηρώντας την καθολική χρήση της μάσκας. Τόσο η ατομική ευθύνη, όσο και η συλλογική ωριμότητα είναι αναγκαίες προϋποθέσεις, τώρα περισσότερο από ποτέ, για την αντιμετώπιση της αύξησης των κρουσμάτων και σε αυτή τη μάχη ο καθένας από εμάς είναι πρωταγωνιστής. Ο καθένας μας πρέπει να κάνει τον ατομικό του αγώνα, τροποποιώντας για λίγο διάστημα τις αγαπημένες του συνήθειες και ταυτόχρονα υποστηρίζοντας τα ευάλωτα άτομα της οικογένειάς του, που έχουν ανάγκη. Το ζητούμενο είναι η συλλογική προσπάθεια για να μπορέσουμε όλοι μαζί να ξεπεράσουμε αυτή την δύσκολη δοκιμασία» κατέληξε η κ. Παπαευαγγέλου.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ)