Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς φέρνει τα αγαπημένα πρόσωπα γύρω από το ίδιο τραπέζι και οι οικογενειακές συγκεντρώσεις σε σπίτια έχουν τιμητική τους αλλά έρχονται σε μια περίοδο όπου ο κορονοϊός δείχνει να «επιστρέφει» με αυξημένα κρούσματα εξαιτίας και της νέας παραλλαγής JN.1 που εξαπλώνεται ραγδαία στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο.
Και μέσα σε όλα αυτά μια νέα μεγάλη έρευνα, που μελέτησε επτά εκατομμύρια επαφές με κρούσματα, έρχεται να ανατρέψει όσα (νομίζαμε ότι) γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, διαπιστώνοντας ότι η ,μεγαλύτερη απειλή για COVID-19, τελικά, ελλοχεύει μέσα στο σπίτι μας, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του ο Bloomberg.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η μετάδοση του ιού συνέβαινε σπάνια σε σύντομες συναντήσεις διάρκειας μικρότερης των 30 λεπτών, ακόμη και αν οι άνθρωποι πλησίαζαν ο ένας τον άλλο σε απόσταση μικρότερη των έξι μέτρων.
Aυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα πολλοί δημόσιοι χώροι, όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν υπήρξαν ποτέ ουσιαστική απειλή. Ο κίνδυνος ήταν εν τέλει μεγαλύτερος στις συγκεντρώσεις στα σπίτια καθώς αυτές οι επισκέψεις αποτέλεσαν τον κύριο μοχλό εξάπλωσης της νόσου.
Αυτό είναι ένα σημαντικό εύρημα, που με την εμφάνιση της νέας παραλλαγής JN.1, η οποία απειλεί να εκτοξεύσει τον αριθμό των κρουσμάτων μέσα στις γιορτές, μπορεί να λειτουργήσει ως «καμπανάκι».
Ακόμα κι αν οι περισσότεροι δεν σκοπεύουμε να ακυρώσουμε τα σχέδιά μας ή να απορρίψουμε τις προσκλήσεις σε γιορτινά τραπέζια και συγκεντρώσεις, ασθενείς με βεβαρυμένο ιστορικό ή άτομα που κατατάσσονται στις ευπαθείς ομάδες, ίσως αναπροσαρμόσουν το πλάνο των χριστουγεννιάτικων διακοπών τους.
Τα νέα δεδομένα προέρχονται από τη Μεγάλη Βρετανία, εκεί όπου το 1/3 του πληθυσμού χρησιμοποιούσε εφαρμογές ανίχνευσης επαφών με κρούσματα. Αν και σκοπός της χρήσης τους δεν ήταν η συμβολή στην επιστημονική έρευνα, τελικά αυτές οι εφαρμογές, που δημιουργήθηκαν από την Apple και την Google, αποδείχθηκαν εξαιρετικό εργαλείο για τη μελέτη των μοτίβων μετάδοσης, που δημοσιεύθηκε (20/12) στο περιοδικό Nature.
Τα ευρήματα έρχονται να σταθούν απέναντι στην αίσθηση ότι ο κίνδυνος μετάδοσης προέρχεται από τους «ξένους», δηλαδή από άτομα που δεν ανήκουν στον κύκλο των φίλων ή των συγγενών μας.
«Νομίζω ότι οι άνθρωποι υπερεκτιμούν τον κίνδυνο εξάπλωσης του ιού στα σούπερ μάρκετ και το μετρό, ενώ υποτιμούν τον κίνδυνο από τις πολύωρες συγκεντρώσεις στο σπίτι με τους φίλους και την οικογένεια», εξηγεί ο Κρίστοφερ Φρέιζερ, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.
Τα ευρήματα συν τοις άλλοις, δίνουν μια σαφή απάντηση στο γιατί τα κρούσματα εξακολουθούσαν να αυξάνονται τόσο απότομα ακόμη και μετά την εφαρμογή των lockdown: Επειδή πολλοί άνθρωποι ήρθαν ξαφνικά σε στενότερη επαφή με φίλους και συγγενείς και μάλιστα, στα μικροσκοπικά δωμάτια του σπιτιού τους, αφού δεν μπορούσαν να βγουν έξω.
Ισως εν μέρει λόγω της έλλειψης έγκυρων πληροφοριών, οι άνθρωποι μέχρι πρότινος έτειναν να υπερεκτιμούν τον βαθμό μεταδοτικότητας του ιού σε πολυσύχναστους δημόσιους χώρους και να υποτιμούν τον κίνδυνο εξάπλωσης στις σπιτικές επαφές.
Ως εκ τούτου, όταν βρίσκονταν με συγγενείς και φίλους, ορισμένοι δεν τηρούσαν ούτε τα στοιχειώδη μέτρα πρόληψης. Αντίθετα, στο λεωφορείο, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να φορούσαν έως και τρεις μάσκες προστασίας.
Επιπλέον, ο κανόνας των δύο μέτρων απόστασης ελήφθη από δεδομένα δεκαετιών που συλλέχθηκαν για τη φυματίωση, χωρίς να είναι σαφές εάν «δούλευε» εξίσου αποτελεσματικά με αυτόν τον νέο ιό. Ο κόσμος εστίαζε στην απόσταση, αλλά η διάρκεια είναι αυτό που πραγματικά έχει σημασία, εξηγεούν οι συντάκτες της μελέτης.
Ωστόσο, οι συγγραφείς θεωρούν ότι ακόμα και τώρα, δεν είναι πολύ αργά για να επωφεληθούμε από τα νέα δεδομένα, αν και η διαπίστωση ότι το σπίτι δεν είναι τελικά «το ασφαλές καταφύγιο» που θεωρούσαμε, είναι λίγο απογοητευτική.
Πηγή: Bloomberg