Αν κάποιος αναλυτής πολιτικού ρίσκου εστίαζε την προσοχή του στην πιθανότητα μιας παγκόσμιας πανδημίας το 2020, επεξεργαζόμενος τα σενάρια τρόμου που ξετυλίγονται μπροστά μας σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση θα προκαλούσε μειδιάματα στους συναδέλφους του, ίσως και γέλια στους επενδυτές στους οποίους θα παρουσίαζε μια τέτοια απαισιόδοξη ανάλυση. Η μοναδικότητα τέτοιου είδους παγκόσμιων κρίσεων είναι ακριβώς αυτό που μας στερεί το ιστορικό προηγούμενο πάνω στο οποίο οι περισσότεροι (βολικά) στηρίζουμε τα σενάρια ρίσκου που δημιουργούμε και εξετάζουμε. Ακόμη κι αν μια τάση διαφαίνεται ως πιθανή ή πολύ πιθανή στο εγγύς μέλλον, είναι σχεδόν αδύνατον να προβλέψουμε με ακρίβεια τη συγκεκριμένη στιγμή ή τη συγκυρία που θα προκαλέσει το πλήρωμα του χρόνου. Η πραγματικότητα έτσι κι αλλιώς είναι πάντα πιο γρήγορη, πιο ενδιαφέρουσα και πιο πολύπλοκη από την θεωρία.
Το ερώτημα όμως, βεβαίως, παραμένει. Έστω κι υπό τις περιστάσεις ‘μοναδικότητας’, η ανθρωπότητα δεν θα έπρεπε να περιμένει τέτοιου είδους κρίσεις, προετοιμαζόμενη για το χειρότερο και πιο απομακρυσμένο σενάριο, ακόμα κι αν αυτό δεν συμβεί ποτέ; Αυτό ακριβώς δεν πιστεύουν οι πολίτες ότι συμπεριλαμβάνεται στον ρόλο και τα καθήκοντα της ηγεσίας τους; Κι όμως, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να είναι πολύ πιο απλή από ότι ίσως αυθόρμητα φανταζόμαστε. Πέρα από τα διάφορα σενάρια συνωμοσίας, που έχουν γίνει πολύ της μόδας τελευταίως, ο καταξιωμένος Βρετανός ιστορικός Νίαλ Φέργκιουσον αντιπαραθέτει ένα πειστικό επιχείρημα το οποίο συνοψίζεται σε ένα μόνο οικονομικό όρο – το κόστος ευκαιρίας (opportunity cost). Αναλύοντας ιστορικά φαινόμενα, όπου η ανθρωπότητα απέτυχε να προβλέψει ή να προλάβει μια παγκόσμια κρίση, ο Φέργκιουσον καταλήγει στο εξής απλό:
το άμεσο κόστος σχεδιασμού επιχειρησιακού πλάνου αντιμετώπισης ενός εξαιρετικά σπάνιου φαινομένου, έστω κι αν ενδέχεται να εξελιχθεί σε παγκόσμια κρίση, ξεπερνά τα οικονομικό κόστος που θα το έκαναν επιθυμητό ως επιλογή τη δεδομένη χρονική στιγμή, ενώ υπάρχουν άλλες επείγουσες προτεραιότητες. Έτσι κι αλλιώς, όταν όλα πάνε καλά, κανείς δεν θέλει να ασχολείται με σενάρια καταστροφολογίας.
Κάτι τέτοιο μάλλον συνέβη με την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Μέσα στα πλαίσια των περικοπών που εισήγαγε ήταν και η απαλλαγή της Μπεθ Κάμερον και της ομάδας της από τα καθήκοντα τους στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Κάμερον ήταν επικεφαλής της διεύθυνσης για θέματα ασφάλειας στον τομέα της παγκόσμιας υγείας και για θέματα άμυνας σε ζητήματα βιολογικού πολέμου. Παρότι ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος εξακολουθεί ν’ αρνείται ότι ήταν ενήμερος για κάτι τέτοιο (κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό!), προηγούμενες δηλώσεις του για το επίμαχο θέμα είναι ενδεικτικές: «Δεν μετανιώνω για τις περικοπές που κάναμε στον προϋπολογισμό για το Κέντρο Επιδημιολογικού Ελέγχου, το Εθνικό Ινστιτούτο για την Υγεία και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Για πολλά, πολλά χρόνια πληρώναμε τους μισθούς ανθρώπων που δεν χρειαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε ποτέ.» Και για να ανησυχήσουμε ακόμη περισσότερο, στο βιβλίο του «Το Πέμπτο Ρίσκο», ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Μάικλ Λιούις, τεκμηριώνει μια παρόμοια, μπλαζέ προσέγγιση της κυβέρνηση Τραμπ, μεταξύ άλλων και σε θέματα πυρηνικής ασφάλειας.
Άρα, η βραδυφλεγής αντίδραση των ΗΠΑ στην παγκόσμια πανδημία που εξελίσσεται και η πρωταρχική ανάθεση της διαχείρισης της κρίσης σε εθνικό επίπεδο σε δύο εντελώς ακατάλληλα άτομα (τον αντιπρόεδρο Πενς, ο οποίος έτσι κι αλλιώς αρνείται πεισματικά να συμπλεύσει με την επιστήμη σε γενικό επίπεδο και τον γαμπρό του Τραμπ, Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος διαχειρίστηκε το ζήτημα κυρίως ως επικοινωνιακό πρόβλημα) δεν θα έπρεπε να μας ξενίζει. Ένας μάλλον ακατάλληλος πρόεδρος, που σκέφτεται πρωτίστως ως άτσαλος επιχειρηματίας αντί ως statesman, δεν θα μπορούσε παρά να επιλέξει ακατάλληλους συνεργάτες.
Ανησυχητικό, επίσης, ότι στην καθημερινή του ενημέρωση για την εξέλιξη και αναχαίτιση της πανδημίας του κορονοϊού, ο Αμερικανός πρόεδρος συνεχίζει να συμπεριφέρεται λες και βρίσκεται σε προεκλογική συγκέντρωση. Φάσκει και αντιφάσκει, μεταφέρει ψευδείς και συγκεχυμένες πληροφορίες προς τους πολίτες της χώρας, μεταδίδοντας ακόμα και επικίνδυνες παραινέσεις για μη-εγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή, αμφισβητώντας έμμεσα την αναγκαιότητα των ομοσπονδιακών και πολιτειακών μέτρων περιορισμού των μετακινήσεων των πολιτών. Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ οδήγησε πλέον στην ανάγκη έκτακτης διακοπής και μη-αναμετάδοσης ολόκληρης της καθημερινής ενημέρωσης από τον πρόεδρο της χώρας, από όλα σχεδόν τα αμερικανικά κανάλια, με μόνη εξαίρεση το φιλικά προσκείμενο στον Τραμπ κανάλι Φοξ. Από ότι φαίνεται τα ρεσιτάλ ερμηνείας του προβληματικού κύριου Τραμπ έχουν κατηγοριοποιηθεί ως επιζήμια για την χώρα. Καθόλου παράξενο που οι φωνές επιφανών Αμερικανών ψυχιάτρων, οι οποίοι ζητούν την άμεση απομάκρυνση του Τραμπ από την προεδρία της χώρας, άρχισαν και πάλι να εντείνονται.
Ταυτόχρονα, ο διχαστικός λόγος του Αμερικανού προέδρου και η μανία αντιπαράθεσης του με την Κίνα, ενώ ο πλανήτης ουσιαστικά λυγίζει υπό το βάρος της πανδημίας, καταπόντισε και την πολύ πρόσφατη απόπειρα των G7, υπό την προεδρία των ΗΠΑ, να εκδώσουν (επιτέλους) ένα κοινό παγκόσμιο ανακοινωθέν για τον ιό. Η προσπάθεια ναυάγησε ακριβώς γιατί οι Αμερικανοί επέμεναν σε αναφορά στον ’ιο της Wuhan’, κάτι το οποίο έφερε την άρνηση αποδοχής της χρήσης του όρου από τις άλλες χώρες. Με τα σημερινά δεδομένα είναι το λιγότερο απογοητευτικό ότι τα ισχυρότερα κράτη του πλανήτη μας δεν μπόρεσαν να πράξουν το ελάχιστο, να στείλουν δηλαδή ένα μήνυμα ελπίδας και σύμπνοιας προς τη δοκιμαζόμενη ανθρωπότητα.
Δυστυχώς, ανάμεσα σε άλλους χαρακτηρισμούς που ο ίδιος ο Τραμπ και οι αξιωματούχοι του χρησιμοποιούν, συμπεριλαμβάνονται και επαναλαμβανόμενες αναφορές σε ‘κινέζικο ιό’ ή και ’kung fu virus’. Χαρακτηρισμοί οι οποίοι έχουν ενθαρρύνει σειρά ρατσιστικών επιθέσεων και ρητορική μίσους ενάντια στους ίδιους τους Αμερικανούς πολίτες ασιατικής καταγωγής, ενθαρρύνοντας την πόλωση σε μια ήδη διαιρεμένη κοινωνία. Χαρακτηρισμοί οι οποίοι κοστίζουν και στην ανθρωπότητα, αφού αντικατοπτρίζουν ξεκάθαρα και το γιατί μέχρι σήμερα έχει αποτραπεί η δημιουργία μιας κοινής τεχνοκρατικής και επιστημονικής ομάδας πρακτικής διαχείρισης της κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο, πέρα των γενικών συστάσεων του αφοπλισμένου Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Παρά την αρχική κρυψίνοια και τον αυταρχισμό της κυβέρνησης της Κίνας, εάν η Ουάσινγκτον αναλάμβανε δράση, τείνοντας κλάδο ελαίας, το πιθανότερο ήταν ότι θα μπορούσαμε μέχρι τώρα να σώζαμε ανθρώπινες ζωές, αφού το Πεκίνο σε μια κίνηση μετριασμού των αρνητικών εντυπώσεων θα ήθελε μάλλον να επιδείξει πνεύμα συνεργασίας. Αυτό ακριβώς πράττει σήμερα η κυβέρνηση της Κίνας σε μεμονωμένο, όμως, τοπικό επίπεδο, στέλνοντας ιατρικό υλικό όπου υπάρχει άμεση ανάγκη. Πόσο πιο αποτελεσματική θα ήταν η ανθρωπότητα, εάν οργανωμένα υπήρχε άμεση και λεπτομερής ανταλλαγή πληροφοριών και δεδομένων, συντονισμός και χρηματοδότηση των προσπαθειών για εξεύρεση και κατανομή ενός εμβολίου ή κατάλληλης ιατρικής αγωγής, σε διεθνές επίπεδο.
Ανθρώπινες ζωές κόστισε, επίσης, η άρνηση των Αμερικανών να χαλαρώσουν τις κυρώσεις (έστω και σε σχέση με προμήθειες ιατρικής και ανθρωπιστικής βοήθειας), που στραγγαλίζουν όχι μόνο την κυβέρνηση του Ιράν αλλά και τον λαό της, ο οποίος σήμερα θρηνεί χιλιάδες θύματα από τον κορονοϊό. Ας σημειωθεί ότι στην αδιαφορία, στην μικροπρέπεια και στην εκδικητικότητα της Ουάσινγκτον, η Μόσχα και το Πεκίνο αντιπαραβάλλουν άμεση δράση και μεγαλοψυχία . Με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για το διεθνές σύστημα την μετά-κρίση εποχή.
Αξιοσημείωτο ότι την άρνηση του Πρόεδρου των ΗΠΑ να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν από τη θέση του ως πλανητάρχη κριτικάρει με έντονο τρόπο, ο γνωστός σε όλους μας, Νίκολας Μπερνς, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα αλλά και διπλωμάτης καριέρας, ο οποίος έχει στο παρελθόν διατελέσει εκπρόσωπος τύπου του Στέιτ Ντηπάρτμεντ και Υφυπουργός Εξωτερικών της χώρας, έχοντας υπηρετήσει σε θέσεις κλειδιά με Ρεμπουπλικάνους αλλά και Δημοκρατικούς πρόεδρους. Σε πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs, σχολιάζει αρνητικά την απροθυμία της Ουάσιγκτον και δη του ίδιου του προέδρου να αντιμετωπίσουν ένα παγκόσμιο πρόβλημα, χαράσσοντας, το δυνατό πιο γρήγορα και αποτελεσματικά, μια παγκόσμια στρατηγική.
Ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών παραμένει βουβό και ανενεργό, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χωρίς καμία εκτελεστική εξουσία και η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως πάντα απούσα, οι ΗΠΑ, συνεχίζει ο Μπερνς, εξακολουθούν να είναι το ισχυρότερο κράτος στον πλανήτη και οφείλουν να δράσουν. Ως απέλπιδα προσπάθεια, ο έμπειρος Αμερικανός διπλωμάτης και νυν καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, παραθέτει σωρεία συγκεκριμένων προτάσεων, σε επίπεδο ηγετών, υπουργών οικονομικών και τεχνοκρατών σε θέματα υγείας, που ο ίδιος πιστεύει μπορούν να υλοποιηθούν με πρωτοβουλία του προέδρου Τραμπ κι οι οποίες θα μπορέσουν να σώσουν ανθρώπινες ζωές αλλά και την παγκόσμια οικονομία, κάτι εξίσου σημαντικό για την ευημερία του πλανήτη μας.
Συμπερασματικά, ας θυμηθούμε ότι όντως μέχρι σήμερα η ανικανότητα αντίδρασης της Ουάσινγκτον και η σπασμωδικότητα με την οποία αντιμετώπισε την κρίση του κορονοϊού, προσπαθώντας να την ξεπεράσει αγνοώντας την, όχι μόνο δεν βοήθησε την αμερικανική οικονομία αλλά αντιθέτως την καταπόντισε. Ολόκληρο το χρηματιστηριακό κέρδος που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα, από την μέρα ανάληψης της προεδρίας από τον Τραμπ, έχει πλέον εξαφανιστεί. Και ως γνωστό, όταν η αμερικανική οικονομία φταρνίζεται, οι υπόλοιπες οικονομίες ασθενούν μαζί της. Ακριβώς κάτι τέτοιο συνέβη με το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, ακριβώς κάτι τέτοιο συνέβη με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.
Η Άννα Κουκκίδη-Προκοπίου είναι διεθνολόγος, Ανώτερη Επιστημονική Συνεργάτιδα στο Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.