Τα πατρόν του ήταν προορισμένα να ντύσουν γαλαζοαίματες, Πρώτες Κυρίες (εντός κι εκτός χώρας), προσωπικότητες των Αθηναϊκών σαλονιών αλλά και του πάλκου τις δεκαετίες πριν την μεταπολίτευση.
Ο σχεδιαστής Κώστας Μαυρόπουλος έφυγε πρόσφατα από την ζωή αφού φρόντισε πρώτα να κλείσει στις 256 σελίδες του βιβλίου των εκδόσεων Επτάλοφος «Από το μάτι της βελόνας» μια ζωή γεμάτη ανηφόρες αλλά και δικαιώσεις, μια ζωή δυσκολιών αλλά και θριάμβου.
Η ανοδική πορεία του νεαρού Πειραιώτη που είχε το θάρρος να πει ”όχι” στο καλούπι που είχε ετοιμάσει για εκείνον ο πατέρας του, θέλοντας να τον κάνει ναυτικό, ξεκινά από τον γαλλικό οίκο “Jean Dessès”. Στη συνέχεια, ο ίδιος έρχεται στην Αθήνα και με τον αδελφό του Ντίνο (του οποίου μεταγενέστερα ο Ιόλας είχε χαρακτηρίσει τα εξαιρετικά κεντήματα του έργα τέχνης) και πραγματοποιεί την πρώτη επίδειξη του στο ξενοδοχείο της “Μεγάλης Βρετανίας”. Καθιερώνεται, σύντομα, στους μεγάλος μόδιστρους της Αθήνας και σε όλη την μετέπειτα διαδρομή του, η επιτυχημένη καριέρα του στηρίζεται και στα, εκτός συναγωνισμού, κεντήματα του αδελφού του Ντίνου, σύμφωνα με τον πρόλογο στο βιβλίο του Απόστολου Πλατ. Μπότσου, Επίτιμου Προέδρου του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης.
Για τον σχεδιαστή, αλλά κυρίως για τον άνθρωπο Κώστα Μαυρόπουλο, όπως τον γνώρισε και δούλεψε μαζί του κατά την διάρκεια ατέλειωτων ωρών συνεργασίας για την σύνταξη του βιβλίου και την δύσκολη επιλογή του πληθωρικού φωτογραφικού υλικού που το πλαισίωσε - μέσα από ένα τεράστιο αρχείο φωτογραφιών και ντοκουμέντων του κόσμου της υψηλής ραπτικής της εποχής του - μίλησε στην HuffPost η επιμελήτρια του βιβλίου και των εκδόσεων Επτάλοφος, Ματίνα Τσιμπόγλου. Μέσα από τα λεγόμενά της αναδύεται, όχι μόνο ο επαγγελματίας της μόδας, αλλά, κυρίως, ο έμφυτα ευγενής, διακριτικός, γενναιόδωρος, με ανθρωπισμό και χιούμορ μετρ, ο οποίος επέμενε στην ουσία της τέχνης του θεωρώντας την ιδιότητά του ως ”ράφτη” τον πιο σημαντικό του τίτλο.
- Πώς προέκυψε η γνωριμία και η συνεργασία σας με τον Κώστα Μαυρόπολο στο βιβλίο «Με το μάτι της βελόνας»; Πόσο καιρό δουλέψατε μαζί του για να γίνει πραγματικότητα αυτό το βιβλίο;
Τα τελευταία χρόνια συνεργάζομαι με τις εκδόσεις Επτάλοφος ως επιμελήτρια, διορθώτρια και μεταφράστρια. Όταν ο Κώστας Μαυρόπουλος απευθύνθηκε στην Επτάλοφο, μέσω ενός παλαιού πελάτη της, για την έκδοση της αυτοβιογραφίας του ο εκδοτικός οίκος μου πρότεινε τη συνεργασία. Στην Επτάλοφο εκείνη την ημέρα γνώρισα έναν ηλικιωμένο, κομψότατο κύριο, με πλήρη διαύγεια και απόλυτη γνώση για το τι ακριβώς ήθελε και πώς θα το πετύχαινε. Μου έκανε εξαρχής εντύπωση η πηγαία του ευγένεια, ο τρόπος του να συναναστρέφεται με τρόπο ευθύ, ειλικρινή αλλά και κολακευτικό για τους γύρω του. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ”Να ένας άνθρωπος που έχει ζήσει ανάμεσα σε γυναίκες, τις σέβεται, τις αγαπάει εξ ορισμού και ξέρει να τις προσεγγίζει”. Η συνεργασία μας ξεκίνησε ουσιαστικά την ίδια ημέρα με μια πρώτη επίσκεψή μου στο σπίτι του, στην Αρδηττού, τον Νοέμβριο του 2021. Το βιβλίο έφθασε στα χέρια μας στα τέλη Ιουλίου του 2022. Συνολικά δουλέψαμε μαζί για 7 μήνες περίπου.
- Πόσες αρχειακές φωτογραφίες (περίπου αν δεν έχετε αριθμό) περιλαμβάνει το βιβλίο; Τα κείμενα προέκυψαν μέσα από συνεντεύξεις μαζί του; Με ποια κριτήρια έγινε η τελική επιλογή κειμένων και φωτογραφιών;
Στο βιβλίο συμπεριλήφθηκαν περίπου 370 φωτογραφίες και εικόνες από το προσωπικό αρχείο του κυρίου Μαυρόπουλου και οικογενειακά αρχεία φίλων και πελατισσών του. Για τη συγγραφή του βιβλίου δυο ήταν οι άξονες στους οποίους αποφασίσαμε να κινηθούμε: Οι συνεντεύξεις και το αρχειακό υλικό. Το πρώτο μας βήμα ήταν να κάνουμε μερικές συνεντεύξεις για να μπορέσω να σχηματοποιήσω την πορεία του κυρίου Μαυρόπουλου. Οι πρώτες ήταν συνεντεύξεις όπου μιλούσαμε για τη ζωή του. Στη συνέχεια ήταν αδύνατον να τηρήσουμε το πρόγραμμα που είχαμε ορίσει γιατί την ώρα που μιλούσαμε έσπευδε να φέρει φωτογραφίες, δημοσιεύματα, σχέδια, ρούχα, υφάσματα, μετάλλια και επαίνους σχετικά με τα γεγονότα που αφηγείτο. Ο κύριος Μαυρόπουλος έκανε ελάχιστες αλλαγές και παρατηρήσεις στο κείμενο, που εξάλλου είχα προσπαθήσει να διατηρήσει το δικό του ύφος και τρόπο. Στην πραγματικότητα ωστόσο το βιβλίο αυτό ήθελε να είναι ένας φόρος τιμής στον αδελφό του, τον Ντίνο. Η παρουσία του Ντίνου, ”του Ντινάκου” όπως τον έλεγε, έπρεπε να είναι έντονη και παντού μέσα στο βιβλίο. Ουσιαστικά, αυτό που κατάλαβα στην πορεία ήταν ότι επιθυμία του ήταν να γραφτεί και η βιογραφία του Ντίνου και της κοινής τους πορείας και δεν σταμάτησε να υπενθυμίζει, να επισημαίνει, να τονίζει την παρουσία του Ντίνου. Ήταν σαν να βρισκόταν στον χώρο μαζί μας σε κάθε βήμα και σε κάθε συνάντηση.
- Ποιο ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι όλης της διαδικασίας;
Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν στην επιλογή των φωτογραφιών. Από τις χιλιάδες φωτογραφίες, αντικείμενα, δημοσιεύματα, επιστολές του αρχείου, ψηφιοποιήσαμε στην Επτάλοφο περίπου 4.000 αντικείμενα. Ένα υλικό τεράστιο αλλά που ο κύριος Κώστας θεωρούσε σημαντικό και που είχε εμπλουτιστεί και από πολύτιμο υλικό φίλων και πελατισσών του Οίκου Μαυρόπουλου. Έπειτα ήρθε η δύσκολη ώρα της διαλογής. Μια διαδικασία που κράτησε περίπου 3 μήνες με πράγματα να αλλάζουν, να βγαίνουν στην επιφάνεια ή να απορρίπτονται γιατί κάποια λεπτομέρεια δεν του άρεσε.
Τα κριτήριά μας ήταν τα εξής: πρώτα απ′ όλα τι σήμαινε η φωτογραφία για την πορεία της ζωἠς του Κώστα ή του Ντίνου. Έπειτα ήταν η παρουσία του Ντίνου. Δὐσκολα και σπάνια αφαιρέθηκε μια φωτογραφία του Ντίνου είτε γιατί ήταν πολύ κακής ποιότητας είτε γιατί ήταν παρόμοια με κάποια άλλη. Επίσης ήθελε να εμφανιστούν στο βιβλίο του όσο το δυνατόν περισσότεροι από τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή του και αγάπησε. Ένα άλλο κριτήριο ήταν οι ιστορίες πίσω από τα πρόσωπα και τις περιστάσεις που απεικονίζονταν. Τελευταίο κριτήριο ήταν η ποιότητα των φωτογραφιών, μια δυσκολία που η Επτάλοφος φρόντισε να επιλύσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, περισσή ευγένεια και πολύ καλή διάθεση πάντα.
- Πώς θα χαρακτηρίζατε τη συνεργασία σας με τον Κώστα Μαυρόπουλο; Υπάρχει κάτι που σας εντυπωσίασε κατά τη διάρκειά της; Θυμάστε κάποια σκηνή/ στιγμιότυπο/ διάλογο μαζί του που σας έμειναν αξέχαστα;
Η συνεργασία μου με τον κύριο Κώστα ήταν άψογη. Ένιωσα από την πρώτη στιγμή καλοδεχούμενη στο σπίτι του και στον προσωπικό του κόσμο. Η ειλικρίνεια και η αμεσότητά του συνδυάζονταν υπέροχα και σταθερά με την ευγένεια, την κατανόηση και την εμπιστοσύνη. Από επαγγελματικής άποψης, ο κύριος Κώστας είχε ένα χαρακτηριστικό που με σκλάβωσε: Μου έδωσε απόλυτη ελευθερία. Ήξερε ακριβώς τι ήθελε και πώς να με κατευθύνει προς τον σκοπό του χωρίς να νιώσω ούτε για μια στιγμή ότι με περιορίζει ή ότι δεν έχω την ελευθερία να πω τη γνώμη μου, την οποία πάντοτε εξέταζε. Μάλιστα, σε κάποια συνέντευξη, περιέγραψε αυτήν ακριβώς τη φιλοσοφία και σε σχέση με τους συνεργάτες του και τους ανθρώπους που δούλευαν κοντά του. Μου είχε πει ”Αν δεν αφήσεις τον υπάλληλο να κάνει ελεύθερος τη δουλειά του, δεν πρόκειται να πάρεις το καλύτερο αποτέλεσμα που μπορεί να σου δώσει”. Πολλές ήταν οι στιγμές που δεν θα ξεχάσω από αυτή τη συνεργασία. Θυμάμαι το χιούμορ του, που ελπίζω να πέρασε ένα κομμάτι του και στο βιβλίο, και τη διακριτικότητά του να μην αναφέρει πράγματα που θα πρόσβαλαν ή θα εξέθεταν κάποιον. Θυμάμαι τη χαρά του και την περηφάνια του όταν βλέπαμε τις ”νύφες τους”, όπως τις έλεγε. Τον συγκινούσε να θυμάται όλες αυτές τις οικογένειες και ”τα κορίτσια” που έντυσαν νύφες.
Θυμάμαι τον ενθουσιασμό και τη συγκίνησή του όταν συναντήθηκε, τον Μάρτιο του 2021, με τα μοντέλα του για τη φωτογραφία που έχει συμπεριληφθεί στην έκδοση. Όταν είδα τις φωτογραφίες εκείνες και τον τρόπο που επέλεξε ποια αξίζει να μπει στο βιβλίο, σκέφτηκα ότι όλη αυτή η ομάδα που έβλεπα ήταν και παραμένουν επαγγελματίες της μόδας, χωρίς να έχουν χάσει τίποτα από την τέχνη και τη λάμψη τους, παρόλο που είχαν αποσυρθεί χρόνια από την ενεργό δράση. Ήταν για εμένα μία μικρή γεύση του πώς δούλευαν.
Θυμάμαι το πείσμα του να αποδελτιώσει όλα τα ονόματα από τις στήλες των κοσμικών δεκάδων εφημερίδων της εποχής, να σκαλίσει τη μνήμη του και τις φωτογραφίες του αρχείου του μία μία, για να καταρτίσει τη λίστα με τις πελάτισσές του. Ένα έργο που προσωπικά θεωρούσα αδύνατο αλλά ο Κώστας Μαυρόπουλος δεν εγκατέλειψε μέχρι την τελευταία στιγμή. Θυμάμαι και την αγωνία του μην τυχόν και έχει ξεχάσει καμία. Είναι το κομμάτι του βιβλίου που άλλαζε μέχρι την τελευταία στιγμή.
Θυμάμαι τον σεβασμό με το οποίο μιλούσε για τους υπαλλήλους και τους συνεργάτες του. Μάθημα ζωής για εμένα ήταν όταν, μιλώντας για τις τεχνίτριες που έραβαν φασόν, με αυστηρότητα επεσήμανε: ”Την τέχνη αυτών των γυναικών εγώ δεν την έχω”. Και τις θαύμαζε.
Όταν μιλούσε για τα μοντέλα του, για τους κομμωτές, για την καπελού, για τους φωτογράφους, για τις μοδίστρες αναγνώριζε σε όλους την τεράστια συμβολή τους στην επιτυχία του, με απόλυτη επίγνωση ότι εάν ένα από αυτά τα κομμάτια της ”επιχείρησης μόδα” δεν λειτουργούσε σωστά, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν αυτό που έπρεπε.
Η μεγαλύτερη τιμή που θεωρούσε ότι του είχε γίνει ήταν η επιστολή από την UNICEF που κατέληγε: ”Η UNICEF και όλα τα παιδιά του κόσμου σας είναι ευγνώμονες”. Όταν μου την έδειξε, μου είχε πει σχεδόν βουρκωμένος: ”Μετά από αυτό, πες μου, τι άλλο να θέλω;”
Εντυπωσιακή ήταν η επιμονή του στην ουσία της τέχνης του. Έλεγε:”Ἑγώ είμαι ράφτης” και αυτόν θεωρούσε τον πιο σημαντικό του τίτλο για τη δουλειά του, ούτε σχεδιαστής, ούτε μοντελίστ.
Τέλος, ήταν απόλυτη ανάγκη για εκείνον να αναφέρει όλους εκείνους τους ανθρώπους που τον είχαν στηρίξει και τους σεβόταν απροϋπόθετα, όσο παλιά ή όσο νέα και αν ήταν η γνωριμία τους.
- Εντρυφώντας στον κόσμο του Ελληνα σχεδιαστή, ποιο είναι κατά την δική σας άποψη το αποτύπωμα του Κώστα Μαυρόπουλου στην ιστορία της ελληνικής μόδας και ποια η παρακαταθήκη του;
Δεν είμαι σε θέση να αξιολογήσω το αποτύπωμα και την παρακαταθήκη του Κώστα Μαυρόπουλου στην ιστορία της ελληνικής μόδας και λόγω έλλειψης γνώσεων για αυτόν τον χώρο και λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας. Ωστόσο, με βάση όσα είδα και άκουσα μέσα από τη διαδικασία αυτής της έκδοσης υπάρχουν ορισμένα συμπεράσματα που θεωρώ ασφαλή ως προς το αποτύπωμά του: Ο κόσμος της ελληνικής μόδας θα ήταν πολύ διαφορετικός εάν δεν υπήρχαν οι αδελφοί Μαυρόπουλοι. Ο ρόλος τους, οι γνώσεις τους, το ταλέντο τους, η τόλμη τους (επιχειρηματική και καλλιτεχνική), η σοβαρότητα και η σταθερότητά τους έδωσαν στον χώρο μια πρόταση πορείας που, ιδιαίτερα στην εποχή που ξεκίνησαν αλλά και αργότερα, ήταν καινοτόμος. Είχε ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνέβαλαν τα μέγιστα στην εξέλιξη της ελληνικής μόδας και πρότεινε έναν άλλο τρόπο για την υψηλή ραπτική. Εργάστηκαν και οι δυο με σοβαρότητα για να καταστεί η ελληνική μόδα εξαγώγιμο προϊόν, να υπάρχει αλληλεγγύη και αλληλοσεβασμός στον χώρο, να προβληθούν και να ενισχυθούν νέοι άνθρωποι και νέα ταλέντα. Όλους αυτούς τους στόχους τους υπηρέτησαν με μεγάλη σταθερότητα, δείχνοντας, κατά τη γνώμη μου, έναν δρόμο για την ελληνική μόδα που συνδύαζε τις εμπειρίες του Κώστα από τις σπουδές του και την επικοινωνία του με το εξωτερικό με την ιδιοσυγκρασία του και με τις ανάγκες της ελληνικής μόδας και της χώρας γενικότερα.
Οι παρακαταθήκες του Κώστα Μαυρόπουλου, κατά τη γνώμη μου, είναι σε δύο πεδία: Της υψηλής ραπτικής και της κοινωνίας. Από τη μια πλευρά, όσοι ασχολούνται ή θα ασχοληθούν με αυτόν τον γοητευτικό χώρο, από οποιοδήποτε πόστο, θα πρέπει να θυμούνται την αγάπη του για τη δουλειά του, τον σεβασμό στη γνώση και τον κόπο, που θεωρούσε απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχία, και τον σεβασμό του στις γυναίκες που έντυνε. Τις καθοδηγούσε και τις υπηρετούσε ταυτόχρονα, χωρίς να κάνει ποτέ εκπτώσεις στην ποιότητα. Σε κοινωνικό επίπεδο, πιστεύω ότι πρέπει να θυμόμαστε όλοι την αφοσίωσή του στην έννοια της προσφοράς και της βοήθειας στον συνάνθρωπο. Θεωρούσε αυτονόητο ότι εφόσον μπορούσε να προσφέρει στους άλλους ανθρώπους θα το έκανε με όλη του την καρδιά και χωρίς να το διατυμπανίζει ή να περιμένει οποιοδήποτε αντάλλαγμα.
Ο Βασίλης Ζούλιας για τον Κώστα Μαυρόπουλο
«Φυσικά γνώρισα τον Ντίνο και τον Κώστα Μαυρόπουλο την εποχή που ξεκίνησα σαν στυλίστας στο περιοδικό Γυναίκα στα μέσα των 80s. Επισκεπτόμουν συχνά το ατελιέ τους στην οδό Λουκιανού .Τότε σχεδίαζε ο Νικόλας Μαυρόπουλος για τον οίκο», μας λέει ο σχεδιαστής μόδας, Βασίλης Ζούλιας.
Για τον ίδιο, κάθε οίκος αφήνει το αποτύπωμα του. «Ο οίκος Μαυρόπουλος άφησε εποχή για τα υπέροχα κεντήματα στο χέρι του Ντίνου Μαυρόπουλου και το αριστοτεχνικό ράψιμο επίσης στο χέρι από πολύ έμπειρες μοδίστρες», μας λέει μη παραλείποντας να αναφέρει ότι «στην τελευταία μας καλοκαιρινή συλλογή haute couture ένα ασπρόμαυρο μοτίβο ήταν εμπνευσμένο από μια 70s συλλογή του οίκου Μαυρόπουλου».
Αλήθεια, η υψηλή ραπτική είναι σήμερα ένα είδος προς εξαφάνιση; «Οι γυναίκες δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσουν να θέλουν αυτή την ιδιαίτερη φροντίδα που προσφέρει η υψηλή ραπτική», απαντά. «Σαφώς τα μεγέθη και οι ανάγκες αλλάζουν αλλά όχι δεν πιστεύω καθόλου ότι είναι είδος προς εξαφάνιση…Το αντίθετο μάλιστα .Στις ημέρες που διανύουμε του fast fashion fast everything το να δέχεσαι αυτού του είδους τις υπηρεσίες ισοδυναμεί με ένα ΣΚ σε spa…»