Τους συνδέουν έξι ταινίες -με πιο γνωστή τη βραβευμένη «Ο Έρωτας του Οδυσσέα» (1984)- δύο θεατρικές παραστάσεις -«Ο Αρχοντοχωριάτης» του Μολιέρου (1992, ΚΘΒΕ) και οι «Σφήκες» του Αριστοφάνη (1997)- αλλά και μία μεγάλη φιλία.
Λίγο πριν από το τελευταίο «αντίο» στον Κώστα Βουτσά, την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου, ο σκηνοθέτης Βασίλης Βαφέας, μιλά στη HuffPost για τον αγαπημένο ηθοποιό, φωτίζοντας τις καλλιτεχνικές επιλογές του πρωταγωνιστή, πέρα και μετά τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο με τις ταινίες του οποίου έχει ως επί το πλείστον συνδεθεί στη συλλογική μνήμη.
Ο Βασίλης Βαφέας μιλά για τη γνωριμία, τη συνεργασία τους, το ταξίδι στις Κάννες, τη συνάντηση του Βουτσά με τον Τόνι Κέρτις και κυρίως, το ταλέντο ενός ηθοποιού τον οποίον χαρακτηρίζει «πρωτοπόρο», καθώς όπως υπογραμμίζει «ήξερε το βιομηχανικό είδος, ήξερε και να καινοτομεί». Όπως λέει «ο Βουτσάς ήταν ένα χαρισματικό πλάσμα που δινόταν, αρκεί να ένιωθε ότι δεν τον εκμεταλλεύεσαι».
«Η ιστορία μας με τον Κώστα Βουτσά ξεκίνησε δύο χρόνια πριν από τον Έρωτα του Οδυσσέα, όταν η δημοσιογράφος και ηθοποιός, Άννα Μιχαλιτσιάνου τον προσεγγίζει για να του μεταφέρει την πρόταση μου να παίξει στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μου, το ‘Ρεπό’. Η Άννα έπαιζε στην ταινία τη γυναίκα του ήρωα και η πρόταση στον Κώστα ήταν για τον ρόλο του μηχανικού αυτοκινήτων.
“Και μόλις βλέπει ο Βουτσάς τον Τόνι Κέρτις ανεβαίνει τα σκαλιά, σταματά μπροστά του και αρχίζει να του μιλάει -στα ελληνικά, δεν μιλούσε αγγλικά”
Ο Βουτσάς αρνείται, λέγοντας ότι θα ήθελε τον πρωταγωνιστικό ρόλο και τότε του υπόσχομαι ότι θα γράψω ένα σενάριο και έναν ρόλο για κείνον και θα επανέλθω. Το οποίο και κάνω δύο χρόνια μετά, εκπλήσσοντας τον, αφού ο Βουτσάς δεν είχε πιστέψει την κουβέντα μου, την υπόσχεση του νέου σκηνοθέτη. Κάνουμε λοιπόν, τον Έρωτα του Οδυσσέα -ο Κώστας είναι 52 χρονών- και η ταινία βγαίνει στις αίθουσες την ίδια εβδομάδα με τη «Λούφα και Παραλλαγή» του Νίκου Περάκη και τον «Σημαδεμένο» του Μπράιαν ντε Πάλμα με τον Αλ Πατσίνο (που έρχεται τρίτος σε εισιτήρια).
Ο Έρωτας του Οδυσσέα κάνει μέσα σε δύο εβδομάδες προβολής 80.000 εισιτήρια -ήταν η χρυσή εποχή των ταινιών του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου- η ταινία του Περάκη παιζόταν σε περίπου είκοσι αίθουσες, η δική μου σε εννέα, που σημαίνει ότι σχεδόν μονοπωλούσαμε τους κινηματογράφους πρώτης προβολής (.... μετά άρχισε η κάθοδος των ελληνικών ταινιών).
Πηγαίνει λοιπόν, Ο Έρωτας του Οδυσσέα στις Κάννες όπου προβάλλεται στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, το περίφημο Quinzaine des Réalisateurs (εκεί πρωτοπαίχτηκε ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, του Βιμ Βέντερς και άλλων σημαντικών δημιουργών, είναι σαν άτυπο βαρόμετρο, μετά από το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες έρχεται ή η εξαφάνιση ή ο θρίαμβος).
Ενώ είμαστε λοιπόν, με τον Κώστα στις Κάννες βλέπουμε τον Τόνι Κέρτις την ώρα που κατέβαινε τα σκαλιά. Και μόλις τον βλέπει ο Βουτσάς, ανεβαίνει, σταματά μπροστά του και αρχίζει να του μιλάει -στα ελληνικά, δεν μιλούσε αγγλικά. Ένας σωματοφύλακας πηγαίνει προς στιγμή να τον εμποδίσει, αλλά ο Τόνι Κέρτις του λέει, άφησε τον. Εντωμεταξύ, ο Βουτσάς του λέει, α, ρε Κέρτις, έπρεπε να ήσουν στην Ελλάδα. Δεν θα σε ήξερε ούτε η μάνα σου. Και είχε δίκιο ο Κώστας. Γιατί το κόστος κάθε ελληνικής ταινίας πρέπει να αποσβεστεί εδώ, εκτός κι αν η ταινία βρει διανομή στο εξωτερικό. Οι ξένοι δεν μπορούν να έχουν πολλούς Έλληνες σκηνοθέτες στο μυαλό τους. Ένας Αγγελόπουλος τους φτάνει. Ή, ένας Γιουγκοσλάβος -ο Κουστουρίτσα.
“Ο Βουτσάς ήταν πάρα πολύ πρωτοπόρος, γιατί ήξερε το βιομηχανικό είδος, ήξερε και να καινοτομεί”
Πιστεύω ότι το καλλιτεχνικό και το βιομηχανικό σινεμά πρέπει να συνυπάρχουν. Εάν δεν συνυπάρχουν, θα εξαφανιστεί το καλλιτεχνικό ή θα ασβεστοποιηθεί το βιομηχανικό -χωρίς το ρίσκο και την καινοτομία. Και ο Βουτσάς είναι η απόδειξη ότι αυτά τα δύο μπορούν να συνδεθούν.
Ο Κώστας ήταν πρωτοπόρος, γιατί ήξερε το βιομηχανικό είδος, ήξερε και να καινοτομεί. Και στο θέατρο έπαιξε σπουδαία έργα. Στην ταινία μου «120 Ντεσιμπέλ» (1987) έκανε ένα γκαγκ. Εκπληκτικά όμως, δεν μπορούσε να το παίξει ο οποιοσδήποτε.
Ο Βουτσάς ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης και θα έκανε πραγματικά μεγάλη καριέρα διεθνώς αν μιλούσε αγγλικά. Μετά τον Έρωτα του Οδυσσέα συνεργάστηκαν μαζί του ο Περικλής Χούρσογλου, ο Τάσος Δήμας, ο Χάρης Παπαδόπουλος -ο Παύλος Τάσιος έκανε μαζί του μία φοβερή δραματική τηλεταινία.
Ο Κώστας μου έδωσε το ταλέντο του κι εγώ του έδωσα τη δυνατότητα που δεν δίνει το σύστημα -το σύστημα είναι πολύ συντηρητικό.
Όταν κάναμε τον Οδυσσέα μου είχε πει, θα σου δώσω οκτώ εβδομάδες, αλλά δεν θα με απασχολήσεις άλλο, γιατί έχω να κάνω καλοκαιρινή περιοδεία -έκανε και την παραγωγή. Αυτά στην αρχή, όταν δεν ήμασταν ακόμη φίλοι. Κι όμως. Χρειάστηκαν δύο ημέρες επιπλέον γύρισμα και ήρθε. Του λέω, δυστυχώς πρέπει. Και μου απαντάει, θα ρθω, βρε παιδί μου, τώρα που σε γνώρισα και σ′ αγαπάω, θα ’ρθω.
Ο Βουτσάς ήταν ένα χαρισματικό πλάσμα που δινόταν, αρκεί να ένιωθε ότι δεν τον εκμεταλλεύεσαι. Ήταν πανέξυπνος άνθρωπος. Γιατί υπήρξε φτωχός, ένας πρόσφυγας. Η οικογένεια του είχε έρθει από τη Θράκη. Όπως έλεγε, πέρασε χρόνια πείνας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ιστορίες μου είχε πει...
Χαίρομαι που μιλάμε για τον Κώστα και θα συνεχίσουμε να μιλάμε. Όπως θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τις ταινίες του. Ενώ οι παραστάσεις χάνονται. Το θέατρο είναι σαν τη ζωή, μένει μόνο στη μνήμη...»