Παρακολουθώντας κανείς τη συνεδρίαση της Βουλής για την αναθεώρηση του Συντάγματος, επανεπιβεβαιώνει αυτό που διαφαίνονταν από τη πρώτη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας. Τη κατασκευή ενός αφηγήματος περί ”αληθινού” Συντάγματος το οποίου υπερασπιστής και εφαρμοστής είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Πράγμα που δεν γίνεται ωστόσο στα πλαίσια ενός πραγματικού συνταγματικού πατριωτισμού, αλλά ενός κατ’επίφαση συνταγματικού πατριωτισμού, ο οποίος εργαλειοποιεί το Σύνταγμα ως ”προπέτασμα για την απόκρυψη της αλήθειας”. Αυτοί που μας παρουσιάζουν ένα άλλο, δήθεν ”πραγματικό” Σύνταγμα, το μόνο που κάνουν είναι να συμπράττουν στην δημιουργία μιας φενάκης, με την οποία το Σύνταγμα μετατρέπεται σε προϊόν πολιτικής εκμετάλλευσης. Εκμετάλλευση που απολήγει σε αυθαιρεσία, επιφέροντας τελικά αλλοίωση της συνταγματικής διάταξης χωρίς να έχει επέλθει και τυπική μεταβολή της. Και πώς όλο αυτό μεθοδεύεται; Με μια ντεσιοζινιστική και απολυταρχική ερμηνεία του Συντάγματος και των θεσμών.
Το φαινόμενο Κράμερ εναντίον Κράμερ της συνταγματικοπολιτικής θέσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας και η από την πίσω πόρτα μετα - συνταγματική προσέγγιση της αναθεώρησης, αποτελούν ακόμα ένα σύμπτωμα της κρίσης του κοινοβουλευτισμού. Μια κυβέρνηση - κουρελού θεωρεί τον νόμο των νόμων ”κουρελόχαρτο” έχοντας το μετατρέψει σε φενάκη.
Αν ήθελε η Κυβέρνηση να αποφυγεί την εργαλειοποίηση του από την αντιπολιτευόμενη μειοψηφία (ΝΔ), θα μπορούσε να υιοθετήσει την άποψη του Ευ. Βενιζέλου, περί αφαίρεσης των ψήφων των βουλευτών που συμφωνούν στην ανάγκη, αλλά διαφωνούν στο περιεχόμενο (https://www.constitutionalism.gr/2018-11-28-veniselos-desm…/). Γενική δέσμευση της αναθεωρητικής από την προτείνουσα Βουλή θα καθιστούσε την κατεξοχήν αναθεωρητική απλά συγκατανεύουσα και επικυρωτική των κατευθύνσεων της πρώτης. Μόνο ο αποφενακισμός του Συντάγματος συμβάλει στην ενίσχυση της κανονιστικότητάς του και της εγγυητικής του λειτουργίας.
ΥΓ. Και επειδή σε αυτή την αντιπαράθεση πρωτοστατεί ο Γ. Κατρούγκαλος ως γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας, ο οποίος μάλιστα σήμερα δήλωσε ευθαρσώς ότι δεν μας ενδιαφέρει η θεωρία, αλλά η πρακτική και οι θέσεις μας . Η άποψη αυτή εκφραζόμενη από πνευματικό παιδί του Αρ. Μάνεση και του Δ.Τσάτσου, προσβάλλει όλες τις δημοκρατικές κατακτήσεις, τους θεσμικούς και πολιτικούς αγώνες που έδωσαν οι δύο μεγάλοι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, χάριν των οποίων εκτοπίστηκαν , εξορίστηκαν και φιμώθηκαν. Τους αγώνες για μια δικαιοκρατούμενη κοινωνία, για τη συνταγματική νομιμότητα, την ανθεκτικότητα των θεσμών, την πολιτική ελευθερία. Και έρχονται σήμερα οι (δήθεν) επίγονοι τους, στο βωμό μιας μονομανούς εξουσιολαγνίας να εξευτελίσουν όλα αυτά τα δημοκρατικά κεκτημένα, εργαλειοποιώντας μάλιστα πολλοί εξ αυτών την επιστημονική τους ιδιότητα για να νομιμοποιήσουν (ανομιμοποίητες και αντισυνταγματικές) εκτροπές.