Η πανηγυρική επανεκλογή του Τούρκου ηγέτη, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που καθόλου τυχαία αποκαλείται από τον ευρωπαϊκό τύπο και ως νεοσουλτάνος, σημαίνει αναμφίβολα και την εδραίωσή του στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας, όχι με την απλή συνήθη μορφή της νομιμοποιημένης άσκησης εξουσίας, αλλά με την έννοια της οικοδόμησης ενός πλαισίου καθεστωτικής εξουσιαστικής κουλτούρας.
Τούτο σημαίνει πως πέραν των κατά τα άλλα γνωστών συνθηκών άσκησης ηγετικής διακυβέρνησης, νομιμοποιούνται και ασφαλείς προϋποθέσεις δημιουργίας καθεστώτος που να αντικαθιστά στα μάτια των Τούρκων, αλλά και ευρύτερα της διεθνούς κοινής γνώμης το μέχρι τούδε υφιστάμενο πολιτικό σύστημα Κεμαλισμού με ένα νεοπαγή «Ερντογανισμό».
Ο τελευταίος θα αποτυπώνει καθεστωτικά την αντίληψη που θα διατρέχει πλέον τις επόμενες γενιές των Τούρκων στην πορεία των διαδρομών του μέλλοντος της χώρας. Έτσι, ενώ ο Κεμαλισμός σηματοδότησε την οικοδόμηση και εν συνεχεία εδραίωση για πολλές δεκαετίες ενός καθεστώτος ταυτισμένου με την γένεση και την ύπαρξη της Τουρκίας και των Τούρκων ως αφετηριακής νεότερης δομής, ο «Ερντογανισμός» θα σημαίνει πλέον την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού ως δομής άσκησης κυριαρχίας ταυτισμένης με το πρόσωπο και την πολιτική θέληση του Τούρκου ηγέτη. Η νέα αυτή διάρθρωση εξουσίας φέρει μαζί της και το πολιτικό στίγμα, καθώς και την αντίληψη ενός παλιομοδίτικου, σύγχρονα εκδηλούμενου πολιτικού αυταρχισμού, που εκπέμπει κατά τα ανωτέρω την δυναμική προσέγγιση κυριαρχίας που αποπνέεται από τον συνδυασμό του προσώπου του Τούρκου ηγέτη με τις ενυπάρχουσες απολυταρχικές δομές εξουσίας. Εδώ διαπιστώνουμε μια ταύτιση του προσώπου με την εξουσία. Αυτό σημαίνει πως η εξουσία παράγεται από την κυριαρχική παρουσία και δράση του προσώπου που λειτουργεί με βάση το αξίωμα της του ενός ανδρός αρχής.
“Η διασφάλιση της ελληνικής κυριαρχίας έναντι της Άγκυρας καθίσταται εν τέλει υπαρξιακή υπόθεση”
Η απολυταρχική άσκηση εξουσίας, που εκδηλώνεται ως ανεξέλεγκτη και πέρα από το όποιο θεσμικό πλαίσιο επικράτησης της κυριαρχίας αυτής στο εσωτερικό της χώρας, εμφανίζεται ταυτόχρονα και ως επιθετικός ηγεμονισμός προς τα έξω, τουτέστιν στον διεθνή περίγυρο της Τουρκίας. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε αναπόδραστα πως πέραν του μεσανατολικού χώρου, η Τουρκία του Ερντογάν, όπως και στο παρελθόν, πολλώ δε μάλλον σήμερα, θα θέσει επί το διεκδικητικότερο και επιθετικότερο και επί του εδάφους, ζήτημα αναθεώρησης των συνθηκών ειρήνης Λωζάννης και Παρισίων, καθώς και ευρύτερα θέματα συνύπαρξης των δύο κρατών του Αιγαιοπελαγίτικου χώρου, που εδώ και δεκαετίες καθορίζουν θεσμικά και πολιτικά τις σχέσεις των δύο χωρών.
Ο Θουκυδίδης, πατέρας των διεθνών σχέσεων, μας διδάσκει πως η επιβίωση ενός κράτους εξαρτάται από την ικανότητα της ηγεσίας του να σκέφτεται και να σχεδιάζει, δηλαδή να προβλέπει τους βηματισμούς της χώρας, ατενίζοντας το μέλλον. Αυτό θα σηματοδοτούσε, δηλαδή θα επέβαλλε την αναγκαιότητα μιας πολυεπίπεδης οργάνωσης της άμυνας της χώρας, όχι μόνο σε οπλικά συστήματα, αλλά και σε πολύπλευρη θωράκιση ως αντίληψη εμπέδωσης μιας ακατάλυτης θέλησης υπεράσπισης της επικράτειας στο επίπεδο της ιστορίας, του πολιτισμού, της παράδοσης και του συστήματος αξιών του παρόντος και προπάντων του μέλλοντος. Η θέληση αυτή υπεράσπισης της χώρας ως συλλογικού υποκειμένου μεταδίδεται άνευ εταίρου, εκπέμποντας παντού σε φίλους και εχθρούς την αποφασιστικότητα άμυνας, δημιουργώντας έτσι την βεβαιότητα προβολής αποτρεπτικής ισχύος.
Βιώνουμε κατά ταύτα συνθήκες εκδηλούμενης απειλής στην κυριαρχία και την εν γένει πολιτική διαδρομή της χώρας ως πολιτικής παρουσίας του παρόντος και ως βηματισμών του μέλλοντος. Η διασφάλιση της ελληνικής κυριαρχίας έναντι της Άγκυρας καθίσταται εν τέλει υπαρξιακή υπόθεση δεδομένων των συνθηκών στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και αυτής τούτης της λογικής του κράτους, το οποίο υποχρεούται να υπερασπίζεται την ύπαρξη, την οντότητα, την παρουσία και το κύρος του στο διεθνές σύστημα.
Ως γνωστόν, η Τουρκία βρίσκεται σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης την τελευταία διετία, κατάσταση την οποία χρησιμοποιεί ο Ερντογάν για να επιβάλει κατά το δοκούν την θέλησή του, στον βαθμό που όποια δικαιώματα και ελευθερίες υφίστανται, παρέχονται με το σταγονόμετρο και κατά το δοκούν. Η Τουρκία είχε πάντοτε πρόβλημα δημοκρατίας. Ο φόβος της κρατικής διάσπασης κυριαρχούσε στην τουρκική ελίτ και εμπόδιζε έναν δομικό πολιτικό εκσυγχρονισμό στην πορεία της χώρας, εξέλιξη που εκδηλώνεται εσχάτως εντονότερα, στον βαθμό που ο ερντογανισμός οδηγεί τα πράγματα σε μια δικτατορία κυριαρχίας ενός ηγέτη, ο οποίος οργανώνει την εξουσία του με στόχο να ελέγχει την χώρα ολοκληρωτικά.
Ως προς τις έντονες διακυμάνσεις και διαφοροποιήσεις του εκλογικού αποτελέσματος σε σχέση με περιοχές της τουρκικής ενδοχώρας και των πόλεων, σημειώνεται πως η Ανατολία ψηφίζει παραδοσιακά Ερντογάν, ενώ τα κέντρα Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης επιλέγουν κεμαλιστές ως επί το πλείστον υποψηφίους, χωρίς να κυριαρχούν έναντι του Ερντογάν, θεωρώντας τους δυτικόστροφους, κατάσταση η οποία δεν μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις, στον βαθμό που η μεγάλη μερίδα του πληθυσμού είναι κοινωνικά αγκιστρωμένη στα ισλαμομουσουλμανικά πρότυπα. Η υφιστάμενη διάσταση μεταξύ των περιοχών της υπανάπτυξης και των αστικών κέντρων είναι εμφανής εδώ και δεκαετίες.
Επομένως, το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών έδωσε την νίκη, ως αναμένετο, στον Τούρκο ηγέτη, ο οποίος ενισχύει την θέλησή του για μια μεγάλη, ανεξάρτητη κρατική δύναμη στην περιοχή, στηριγμένη σε έναν πολιτικό δομικό αυταρχισμό, ο οποίος δεν αποδέχεται ούτε παρεμβάσεις, ούτε υποδείξεις από την Ευρώπη ή τον διεθνή παράγοντα εν γένει. Όλα αυτά που ονομάζει η δύση κράτος δικαίου, δηλαδή ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες, διαχωρισμό των εξουσιών, είναι καταστάσεις ανύπαρκτες στην Τουρκία, αφού και στο παρελθόν, οσάκις εκδηλωνόντουσαν ήσαν ή κουτσουρεμένες ή αλλοτριωμένες. Τώρα δε ειδικότερα, η προσωπική πολιτική κουλτούρα του Ερντογάν δεν αφήνει τίποτα που να ξεχωρίζει ή να διαφοροποιείται, μεταβάλλοντας την Τουρκία σε κρατική οντότητα ελέω δικής του ηγεσίας.