Πολλές εταιρείες ανά την υφήλιο, από παρασκευαστές οδοντόκρεμας έως και εκπτωτικά καταστήματα, προσθέτουν στην γκάμα τους όλο και περισσότερα προϊόντα υψηλής ποιότητας, όπως λ.χ. κρέμες σώματος με την «υπογραφή» επώνυμων σχεδιαστών, προσεγγίζοντας τους πλουσιότερους αγοραστές που εξακολουθούν να ξοδεύουν ακόμη και εν μέσω υψηλού πληθωρισμού και ασταθούς οικονομικού περιβάλλοντος.
Εσχάτως παρατηρούνται στα ράφια των σούπερ μάρκετ τιμές που κανείς δεν φανταζόταν μέχρι πρότινος: Κρέμες με 90 ευρώ, οδοντόπαστες με 10 ευρώ κ.ά.
Ακούγεται εξωφρενικό αλλά υπάρχει εξήγηση και δεν είναι η ακρίβεια (από μόνη της). Οι έμποροι λιανικής και οι εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων ένιωσαν ότι είναι δικαιολογημένοι να αυξήσουν τις τιμές για να αντισταθμίσουν το υψηλότερο κόστος από τις «σπασμένες» αλυσίδες εφοδιασμού και τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία πέρυσι.
Αλλά καθώς αυτές οι πιέσεις υποχωρούν, ορισμένοι αναζητούν νέους τρόπους για να αυξήσουν τις πωλήσεις και τα κέρδη τους, εστιάζοντας σε προϊόντα «υψηλής ποιότητας» εν μέσω συνολικής επιβράδυνσης των πωλήσεων.
Πολλές εταιρείες που συνήθως εξυπηρετούν αγοραστές μεσαίου εισοδήματος ρίχνουν στην αγορά μια σειρά από προϊόντα υψηλής ποιότητας σε μια προσπάθεια να προσελκύσουν καταναλωτές με περισσότερα χρήματα. Αλλά αυτό θα μπορούσε να σημαίνει λιγότερες επιλογές για τους καταναλωτές με μικρότερη τσέπη.
Η αμερικανική Walmart, για παράδειγμα, διαθέτει κρέμες υψηλής ποιότητας 90 δολαρίων στους διαδρόμους ομορφιάς της σε επιλεγμένα καταστήματα. Η Heinz, που φτιάχνει της κέτσαπ, κυκλοφόρησε μια σειρά από καρυκεύματα εμπνευσμένα από διάσημους σεφ, όπως μιας σως με μέλι και μαύρη τρούφα που κοστίζει περίπου 7 δολάρια.
Πέρυσι, από γνωστή εταιρεία κυκλοφόρησε οδοντόκρεμα αφαίρεσης λεκέδων με αντίτιμο 10 ευρώ - την πρώτη της σε τόσο υψηλή τιμή - σημειώνοντας ότι τα προϊόντα υψηλής ποιότητας ήταν απαραίτητα μπροστά στις αυξανόμενες τιμές.
Επικριτές αυτής της πρακτικής, όπως ο Ρακίν Μαμπούντ, επικεφαλής οικονομολόγος στο The Groundwork Collaborative, πιστεύουν ότι τέτοιες κινήσεις θα αποκλείουν όλο και περισσότερο εκείνους που δεν έχουν μεγάλη αγοραστική δυνατότητα.
«Καθώς τα προϊόντα γίνονται πιο ακριβά και οι εταιρείες επικεντρώνονται περισσότερο στα πλουσιότερα τμήματα του πληθυσμού μας, οι καθημερινοί άνθρωποι υποεξυπηρετούνται όλο και περισσότερο και γίνονται ολοένα και πιο ανίκανοι να αντέξουν οικονομικά τα προϊόντα που χρειάζονται», προειδοποιεί.
Οταν η AMC Entertainment, η μεγαλύτερη αλυσίδα κινηματογράφου στον κόσμο, ανακοίνωσε τον Φεβρουάριο ότι λανσάρει ένα νέο σύστημα τιμολόγησης τριών επιπέδων σε όλες τις αίθουσές της μέχρι το τέλος του έτους, το οποίο απαιτεί από τους πελάτες να πληρώσουν περισσότερα για καλύτερες θέσεις, ο ηθοποιός Eλάιτζα Γουντ - γνωστός για την ερμηνεία του ως Φρόντο Μπάγκινς στην τριλογία της ταινίας «Ο Αρχοντας των Δαχτυλιδιών» - κατακεραύνωσε αυτή την απόφαση.
«Ο κινηματογράφος είναι και ήταν πάντα ένας ιερός δημοκρατικός χώρος για όλους και αυτή η νέα πρωτοβουλία της AMC Theatres τιμωρεί ουσιαστικά τους ανθρώπους με χαμηλότερο εισόδημα και ανταμοίβει αυτούς με υψηλότερο εισόδημα», τόνισε.
Το χάσμα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων διευρύνθηκε ακόμη οπιο πολύ κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι αγοραστές χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος έχουν επίσης πληγεί από τις πολιτικές των κρατικών τραπεζών για την καταπολέμηση του πληθωρισμού με αύξηση των επιτοκίων, η οποία έχει κάνει πιο ακριβή τη χρήση πιστωτικής κάρτας ή τη λήψη ενός δανείου.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της American Express, είπε σε αναλυτές σε μια συζήτηση για τα κέρδη τον Ιανουάριο ότι η εταιρεία περιορίζει την εστίασή της σε πλουσιότερους αιτούντες. «Αυτή η premium πελατειακή βάση, αν και δεν έχει ανοσία στην οικονομική ύφεση, σίγουρα αυτή τη στιγμή συνεχίζει να ξοδεύει», είπε.