Η πανδημία Covid-19 που χτυπά ανελέητα την ανθρωπότητα δεν συνιστά απλώς «άλλη μια κρίση του οικονομικού συστήματος», αλλά ευρύτερη κρίση του παγκοσμιοποιημένου πλέον «νεωτερικού πολιτισμού μας», στον οποίο ιεραρχήσαμε πρώτη ανάγκη την μεγιστοποίηση της «ευημερίας», μετρούμενη ως ψευδαισθήτωση της κατανάλωσης προϊόντων. Οι επώδυνες για την ανθρώπινη (βλ. μη-ατομοκεντρική) αξιοπρέπεια, οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας θα είναι με βεβαιότητα ασυγκρίτως μεγαλύτερες της ιστορικά βαθύτερης οικονομικής κρίσης, δηλ. της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 (ΠΧΚ-2008). Συγκρίνονται οι δύο αυτές κρίσεις; Οικονομικά είναι πολύ διαφορετικές, αλλά τέτοιας έντασης, βάθους και έκτασης κρίσεις δεν επιτρέπεται να εξετάζονται παρά μόνον διεπιστημονικά. Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι τι «πραγματικότητα» βλέπουν αυτοί που παίρνουν αποφάσεις. Επομένως, αβίαστα προκύπτει πόσο ουσιώδες για την ύπαρξη και συν-ύπαρξή μας είναι το θέμα της ποιότητας της Δημοκρατίας μας.
Καταρχάς, ηθικοί αυτουργοί της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 στο τρίγωνο πολιτική-οικονομία-κοινωνία, δυστυχώς, αποδείχτηκαν οι συνήθως αιρετοί «φύλακες του συστήματος», δηλ. οι «επαγγελματίες της πολιτικής ή διεθνούς διακυβέρνησης», οι οποίοι επέτρεψαν (το γιατί είναι προφανές) στις χρηματοοικονομικές «αγορές» την στρέβλωση του χρηματοδοτικού μεσολαβητικού ή αντιστάθμισης κινδύνων ρόλου τους, με ιδιοτελή στόχευση να αυτονομηθούν από την υπόλοιπη «οικονομία». Ειρήσθω εν παρόδω, αυτές οι λεγόμενες «αγορές» όχι μόνο έχουν ονοματεπώνυμα άπληστων ατόμων και ήδη προ πολλού μηχανών-αλγορίθμων στις χρηματιστηριακές και μη, αγορές πχ. παραγώγων προϊόντων, αλλά και χρησιμοποιούν ατιμωρητί «όπλα μαζικής καταστροφής» με ιδιωτικό τοξικό χρήμα, όπως δομημένα ομόλογα (πχ. CDO) ή ασφάλειες καθαρού «τζόγου» (πχ. CDS).
Χρηματοοικονομικές λοιπόν «αγορές» αυτονομημένες από τις θεωρητικά υπόλοιπες δύο της πραγματικής οικονομίας (αγαθών-υπηρεσιών) και των πόρων (εργασίας, κεφαλαίου, φύσης). Περαιτέρω όμως, πρέπει να επισημανθεί ότι η οικονομία συνολικά, βλ. μακροοικονομία (των 3 παραπάνω αγορών), είχε ήδη αποσπασθεί από την λεγόμενη «πολιτική», από τις αρχές της δεκαετίας του 90 κυρίως με την χρηματοοικονομική και εργασιακή απορρύθμιση καθώς και την απελευθέρωση της κίνησης χρηματικών κεφαλαίων διεθνώς όπως και με την πληθώρα νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Οι λέξεις βέβαια, ειδικά ως ορολογία-σημαίνοντα, σχεδόν δεν εκφράζουν τα σημαινόμενα πλέον, τα οποία ετυμολογούνται ή ερμηνεύονται στα οικεία επιστημονικά λεξικά ή στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, με αποτέλεσμα η «ιδιωτικοποιημένη πολιτική» (Δ.Τσάτσος) με την σειρά της, να έχει σχεδόν αυτονομηθεί από την «ναρκωμένη» κοινωνία. Κι αυτό, γιατί κατάφερε να την εκδιώξει από την ιδιοκτησία της, που είναι ο δημόσιος βίος (όπου εν δυνάμει και το «ευ ζην», για τους κάποτε Έλληνες), κι η κοινωνία από εντολέας, της γνήσιας «πολιτικής ως κοινού της αληθείας άθλημα» (πάλι για τους κάποτε Έλληνες), να γίνει επαίτης των επαγγελματιών της, βιασμένη ως απαίδευτη και τελικά παραπεταμένη στην «ιδιωτεία» (όπου εν ενεργεία μόνο το «ζην», πάλι για τους κάποτε Έλληνες).
Είναι τελικά σύμπτωση ότι κρίσεις όπως η παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 εμφανίζονται τότε που η υπερβάλλουσα κερδοφορία των χρηματαγορών «ξεφουσκώνει» ως αποτέλεσμα κατάρρευσης της εμπιστοσύνης «επενδυτών» για την τρέχουσα αποτίμηση περιουσιακών τίτλων, άριστης αξιολόγησης από τους σχετικούς «οίκους» (CRAs); Όχι, πρόκειται για ενδογενείς κρίσεις του στρεβλωμένου οικονομικού μας συστήματος. Και το μείζον: πώς να εξηγήσουμε το αξιόλογο και τις αιτιώδεις σχέσεις του στους εμβρόντητους φοιτητές μας, πέρα από το ότι οι κρίσεις συνιστούν «πραγματικότητα»;
Έτσι, διαπιστώνουμε τελικά, τις χρηματοοικονομικές αγορές αυτονομημένες από την υπόλοιπη οικονομία, η οποία, με την σειρά της, έχει προ πολλού αυτονομηθεί από το πολιτικό σύστημα - διεθνή διακυβέρνηση, κι η τελευταία από την κοινωνία, η οποία τελικά μοιάζει να έχει εκφυλιστεί σε ιδιωτεία. Τα αναλύουν εξαιρετικά, χρόνια τώρα, οι δικοί μας Καθηγητές, Χρήστος Γιανναράς ή Γιώργος Κοντογιώργης ή συγγραφείς, φιλόσοφοι και μαθηματικοί όπως ο Θεόδωρος Ζιάκας, όπως κι άλλοι ευτυχώς, οι οποίοι όμως λένε και γράφουν για τα ουσιώδη και ποτέ για τις εντυπώσεις! Επίσης, σπουδαίοι θεωρητικοί οικονομολόγοι (πχ. Kirman, A., Stiglitz, J., Blanchard, O., κά) γράφουν με συνείδηση ευθύνης ότι «αυτή η οικονομική κρίση (ΠΧΚ-2008) είναι κρίση για την οικονομική θεωρία», ή όπως λέει ο λαός μας με κοινό νου (βλ. ανιδιοτελή) «δεν είναι στραβός ο γιαλός, εμείς στραβά αρμενίζουμε»…
Έπειτα, η κρίση Covid-19 δεν προήλθε από το πεδίο της οικονομίας. Τα αίτια της πρέπει να αναζητηθούν οπωσδήποτε με διεπιστημονική προσέγγιση. Ενδεικτικά κι αντίθετα με την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 η πανδημία Covid-19 προκάλεσε οικονομική κρίση, πρωτογενώς μεν, της συνολικής προσφοράς (αγορές εργασίας και τεχνολογία), αφού με πολιτική απόφαση δίνεται εντολή για αναστολή της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών από τις επιχειρήσεις. Δευτερογενώς δε, της συνολικής ζήτησης (αγορές αγαθών-υπηρεσιών αλλά και χρήματος-κεφαλαίου), αφού οι πολίτες είτε δεν μπορούν να αγοράσουν ελεύθερα προϊόντα λόγω της απαγόρευσης στην κυκλοφορία που επιβάλλει η προστασία της δημόσιας υγείας, είτε κυριαρχούμενοι κυρίως από τον φόβο και την ανασφάλεια για το μέλλον, διαμορφώνουν αρνητικές προσδοκίες για τις συνέπειες, τόσο των δικών τους ενεργειών, όσο και των διοικούντων τις επιχειρήσεις ή κυβερνήσεις ή διεθνείς οργανισμούς, ελκόμενοι τελικά από την αδράνεια. Έτσι, τα νοικοκυριά αντιδρούν άμεσα μειώνοντας τις καταναλωτικές τους δαπάνες (& αυξάνοντας την αποταμίευση που προστίθεται στην ήδη καταστροφικά υπερβάλλουσα ρευστότητα από τις Κεντρικές Τράπεζες, -ZLB-), παρασύροντας ανάλογα και τις εν πολλοίς εκδιωγμένες επενδύσεις από την μεταποίηση, προς στους ληστρικούς παραδείσους των αγορών παραγώγων.
Πρώτη συνέπεια, από την κατ’ αυτόν τον τρόπο «χρηματιστικοποίησης» της οικονομίας, η κατάρρευση των διεθνών οικονομικών συναλλαγών, ενώ τα χρηματιστήρια «ευημερούν», χρεοκοπίες επιχειρήσεων και αύξηση της ανεργίας, καθώς και του δημόσιου χρέους από τις κυβερνήσεις, οι οποίες παρεμβαίνουν-χρηματοδοτώντας δραστηριότητες, εν πολλοίς αυθαίρετα, στις μη-αυτορυθμιζόμενες τελικά αγορές υπό κρίση ή πανικό.
Τελικά, η ποιότητα της Δημοκρατίας μας (μέτρο της οποίας είναι η περιγραφείσα παραπάνω «κοινωνική συνοχή»), που εκφράζει την «πραγματικότητα» όπως την αντιλαμβάνονται αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις, προδήλως προκύπτει από την αντίστοιχη του πολιτισμού μας. Κι οι πολιτισμοί διαφέρουν όχι μόνο ως προς την οντολογία (ιεράρχηση αναγκών που ορίζουν την ύπαρξη-συνύπαρξη), αλλά κυρίως ως προς την γνωσιολογία, δηλ. με ποιο κριτήριο διακρίνουν το ορθό από το λάθος, ή την αλήθεια από το ψέμα. Ας σημειωθεί παρενθετικά ότι η Οικονομική Επιστήμη ανήκει στις οντολογικές των Κοινωνικών, μαζί με την Ιστορία και την Κοινωνιολογία (Μ. Καράσης), κάτι που σημαίνει ότι δεν είναι, όπως λέμε στα εγχειρίδια, απλώς η «επιστήμη των επιλογών», ή έστω της ερμηνείας της ανθρώπινης οικονομικής συμπεριφοράς, που αφορά στην χρήση των προϊόντων και των πόρων. Επιπλέον όμως, αυτή η αποκλειστικά χρηστική οικονομική ανάλυση είναι πρακτικά αδύνατη, αφού ο άνθρωπος ως έλλογο ον αποδίδει νόημα, τόσο στον εαυτό του (αυτεπίγνωση) όσο και στα αντικείμενα του, δηλ. η (οικονομική) χρήση των πραγμάτων προϋποθέτει την σχέση μας μαζί τους. Έτσι, δεδομένου ότι πληθύνονται τα αδιέξοδα, αξίζει νομίζω, ειδικά με τον Covid-19 κι ειδικότερα λόγω των εορτών, να αναρωτηθούμε μήπως στοχεύοντας μόνο στις χρήσεις, διολισθαίνουμε σε μια φαντασιώδη εικόνα του κόσμου μας, και γι’ αυτό οι όποιες ορθολογικές βελτιώσεις δεν αρκούν. Μήπως, επειδή η σχέση μας με την «πραγματικότητα» δεν είναι ούτε θεωρητική-επιστημονική, ούτε ιδεολογική, ούτε ηθική, αλλά ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες ανάγκες, θα πρέπει να επανεξετάσουμε το πεδίο αναφοράς τους; Για να είναι Ανθρώπινη δηλ. μη-ατομοκεντρική, η συμβίωσή μας, νομίζω ότι ο κοινωνιοκεντρικός Ελληνικός πολιτισμός είναι τελικά η στρατηγική που ψάχνουμε. Ευχαριστούμε για το «φώς» Καθηγητά Χ. Γιανναρά, πρωτίστως.