Κρίση στη δημοσιογραφία

Η κοινωνία πλέον δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις βασικές επιθυμίες των πολιτών της να βρουν νόημα μέσα από τη δουλειά που κάνουν.
Man_Half-tube via Getty Images

Η σημερινή κρίση της δυτικής δημοκρατίας είναι κρίση της δημοσιογραφίας.

Walter Lippmann


(Αμερικανός αρθρογράφος)

Η φετινή χρονιά ήταν ζοφερή για τη δημοσιογραφία, με απολύσεις στο περιοδικό Time, στο National Geographic, και αλλού. Όλο και περισσότεροι ρεπόρτερ και συντάκτες, εγκαταλείπουν το επάγγελμα, αναφέροντας την εξουθένωση ως αιτία της αποχώρησής τους. Έρευνες που μελετούν τις επιπτώσεις της συρρίκνωσης του σώματος του Τύπου, συνήθως επικεντρώνονται στο πώς ζημιώνει την κοινωνία των πολιτών. Τεράστιες περιοχές κινδυνεύουν να γίνουν «έρημοι ειδήσεων», με περιορισμένη πρόσβαση σε αξιόπιστη τοπική δημοσιογραφία. Λιγότεροι ρεπόρτερ σημαίνει λιγότερη επίβλεψη όσων ασκούν πολιτική και οικονομική εξουσία.

Ωστόσο, λιγότεροι άνθρωποι βλέπουν τη ζωή στις ειδήσεις ως μια αξιόλογη καριέρα. Αυτό αντανακλά ένα ευρύτερο πρόβλημα: τους τρόπους με τους οποίους οι ανελέητες οικονομικές πιέσεις απομακρύνουν τους ανθρώπους από κοινωνικά σημαντικές σταδιοδρομίες. Ως επάγγελμα, η δημοσιογραφία είναι ελκυστική για πολλούς ανθρώπους, επειδή μπορούν να πληρωθούν για να κάνουν εργασία που είναι ενδιαφέρουσα και κοινωνικά επωφελής. Από αυτή την άποψη, είναι παρόμοια με κατά τα άλλα πολύ διαφορετικές εργασίες όπως η νοσηλευτική, η διδασκαλία, η κοινωνική εργασία και η φροντίδα. Βασισμένα σε ισχυρές προσωπικές δεσμεύσεις, κάποια επαγγέλματα υπόσχονται αναγνώριση και αίσθηση αυτοεκτίμησης σχετικά με την εκτέλεση εργασίας που συνδέεται με ευρύτερες αξίες, όπως θεραπεία ανθρώπων, καταπολέμηση της αδικίας, μετάδοση γνώσης. Αν και αυτές οι δουλειές ποτέ δεν πληρώνονταν ιδιαίτερα καλά, οι άνθρωποι μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα και να δημιουργήσουν οικογένεια με αυτές˙ σήμερα όμως αυτό συμβαίνει όλο και λιγότερο. Έτσι, στη δημοσιογραφία, οι μισθοί των δημοσιογράφων δεν συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό ή τις θέσεις εργασίας στις δημόσιες σχέσεις και την εταιρική επικοινωνία. Η ασφάλεια της εργασίας, όπως υποδηλώνουν οι συνεχιζόμενες απολύσεις, είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Μέσα ή έξω από τα δημοσιογραφικά γραφεία, η εργασία του δημοσιογράφου συνήθως περιλαμβάνει περισσότερες ώρες και περισσότερες απαιτήσεις. Και για ποιο σκοπό; Σε πολλές περιπτώσεις, απλώς οφείλει να εκτελέσει εργασίες που δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσες ή κοινωνικά πολύτιμες.

Οι δημοσιογράφοι πλέον δυσανασχετούν όσον αφορά τις αμείλικτες απαιτήσεις πάνω στην παραγωγή νέου περιεχομένου για ιστότοπους και ροές μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Παρά τη χρήση πολυμέσων, πολλοί είναι εκείνοι που με την εργασία τους δεν νιώθουν πια ότι έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν σκέψη, περιγράφοντας όλο και λιγότερες ευκαιρίες προκειμένου να καλύπτουν ιστορίες που είναι προσωπικά ενδιαφέρουσες και κοινωνικά πολύτιμες. Οπότε, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τη δημοσιογραφία ή να αποφύγουν εντελώς μια καριέρα σε αυτήν. Οι θέσεις εργασίας -για παράδειγμα - στις δημόσιες σχέσεις πληρώνουν σημαντικά περισσότερο και περιλαμβάνουν σταθερό ωράριο.

Σίγουρα τέτοιες εναλλακτικές σταδιοδρομίες μπορεί να μην υπόσχονται την ίδια περιπέτεια και τον ίδιο ενθουσιασμό που σου παρέχει η δημοσιογραφία˙ αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι οι άνθρωποι σε αυτόν τον τομέα είναι λιγότερο πιθανό να βρεθούν απογοητευμένοι από ανεκπλήρωτες προσδοκίες, γι’ αυτό και αρκετοί ακόμα, παρά αυτές τις συνθήκες, εξακολουθούν να βρίσκουν ελκυστική τη δημοσιογραφία ως επάγγελμα. Γεγονός είναι ότι επίδοξοι δημοσιογράφοι αφενός γνωρίζουν καλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος, και αφετέρου, εξακολουθούν να είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν καλύτερες αμοιβές και ασφάλεια που να επιτρέπει την αυτοέκφραση.

Σε κάθε περίπτωση, η διαρκής έλξη των σύγχρονων επαγγελμάτων ξεκαθαρίζει τη φύση της κρίσης που διέρχονται. Σε αντίθεση με παλαιότερα επαγγέλματα, πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να ονειρεύονται να γίνουν δημοσιογράφοι, νοσοκόμοι και δάσκαλοι. Όμως, οι άνθρωποι που αναζητούν αυτές τις επαγγέλματα σήμερα βρίσκονται συνήθως εξαντλημένοι και απογοητευμένοι. Οι νοσηλευτές και οι φροντιστές ενθαρρύνονται να εξαλείψουν τις «ανεπάρκειες» έτσι ώστε η παροχή περίθαλψης να μην εμποδίζει την ικανότητα των εργοδοτών τους να βγάλουν χρήματα. Οι δάσκαλοι έχουν την αποστολή να μεταδώσουν πρακτικές δεξιότητες στους μαθητές ενώ γίνονται και οι ίδιοι πιο «επιχειρηματικοί» καθώς οι προϋπολογισμοί μειώνονται. Αντίστοιχα λοιπόν, ζητείται από τους δημοσιογράφους να παράγουν ειδήσεις που να συμμορφώνονται στις προσδοκίες του κοινού˙ εάν προστεθεί και η χαμηλή αμοιβή, τότε έχουμε να κάνουμε με συνθήκες οι οποίες απειλούν να μειώσουν την πεποίθηση ότι τέτοιες θέσεις εργασίας αξίζουν τον κόπο. Με αποτέλεσμα, ορισμένοι δημοσιογράφοι να ψάχνουν να βρουν τρόπους να διαχειριστούν τις όποιες απογοητεύσεις που προέρχονται από την εργασία τους, ή, επαναπροσανατολίζουν την εργασία τους ώστε να προσαρμοστούν καλύτερα στις εμπορικές ανάγκες του επαγγέλματος.

Μελλοντικά ίσως οι δυνάμεις της αγοράς να μπορέσουν να διαβρώσουν το ενδιαφέρον για πολλά επαγγέλματα σε τέτοιο βαθμό που να εξαφανιστούν εντελώς. Άλλωστε, ορισμένα επαγγέλματα σήμερα πιθανότατα συντηρούνται περισσότερο από την εξιδανικευμένη φήμη τους, παρά από τις εμπειρίες πραγματικών ρεπόρτερ και δασκάλων εν έτει 2024. Αυτό δεν δείχνει απλώς την αποτυχία ενός επαγγέλματος που έχει ξεπεραστεί για εμπορικούς λόγους, μα είναι και την αντανάκλαση μιας κοινωνίας που δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις βασικές επιθυμίες των πολιτών της να βρουν νόημα μέσα από τη δουλειά που κάνουν.

Δημοφιλή