Με την προσθήκη της «Καλόγριας» στο κινηματογραφικό σύμπαν εξερευνούμε το παρελθόν της Αϊρίν.
Μια ταινία η οποία επενδύει ελάχιστα στους χαρακτήρες της. Η αλληλεπίδραση μεταξύ τους μοιάζει επιφανειακή, χωρίς να έχει δραματουργικό ρόλο. Όπως και αρχετυπική, παρά αληθινή. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες σε αυτό το σύμπαν, υπάρχει χιούμορ. Το οποίο σπάει την όμορφα σκοτεινή ατμόσφαιρα που δίνεται από τον σκηνοθέτη και τον διευθυντή φωτογραφίας. Το χιούμορ μοιάζει να είναι παιδικό, πολλές φορές ενοχλητικό. Δεν υπάρχει φανερή εξέλιξη στους χαρακτήρες, ενώ νιώθεις διαρκώς τον τρόμο τους στην οθόνη.
Η επένδυση έγινε στην ατμόσφαιρα του χωριού, του αβαείου. Όπως και στην αρχιτεκτονική των κτιρίων, των δωματίων και των σκοτεινών διαδρόμων. Αυτό που τα δένει όλα αυτά μαζί , έτσι ώστε να δίνει ουσία στην ενέργεια της ιδέας αυτής, είναι η ηχητική μπάντα. Ο χειρισμός του ήχου είναι αποτελεσματικός όσο είναι και τρομαχτικός.
Η καλόγρια αποδεικνύει ότι κάποιες φορές τα πιο τρομαχτικά θρίλερ είναι αυτά που δεν καταλαβαίνουμε σε απόλυτο βαθμό. Εκεί η φαντασία σου επιτρέπει να πας σε μέρη όπου καμία οθόνη δεν μπορεί να πιάσει τον σφυγμό αυτό.
Γίνεται μια στροφή ως προς την καθαρή μυθοπλασία. Αυτή η στροφή δεν έχει σχεδόν καθόλου χτίσιμο καταστάσεων, χαρακτήρων. Πολλές προχειρότητες έρχονται στην επιφάνεια. Δεν έρχονται απαραίτητα σε πρώτο επίπεδο, αλλά γίνονται αντιληπτές εκ των υστέρων.
Στην ταινία υπάρχουν δύο πόλοι. Το καλό που αντιπροσωπεύεται από την Αϊρίν και ενισχύεται από την παρουσία του ιερέα Μπερκ και του «Γάλλου». Ο δεύτερος πόλος είναι η προσωποποίηση του κακού στο «πρόσωπο» του Βάλακ. Η παρουσία του Βάλακ στο αβαείο δεν είναι προβλέψιμη. Μοιάζει να στοιχειώνει κάθε τι ζωντανό και μη. Κρύβεται στις σκιές και παίζει με τον φόβο του κάθε χαρακτήρα, αλλά και του θεατή. Όσο η ταινία προχωράει οι κινήσεις του Βάλακ γίνονται όλο και πιο προβλέψιμες.
Εκεί που χάνει η ταινία είναι ως προς τον τρόπο που προβάλλονται οι χαρακτήρες. Το γεγονός ότι η Αϊρίν παρουσιάζεται ως απόλυτα αγνός χαρακτήρας και μοιάζει με αγία, ενώ ο Βάλακ παρουσιάζεται ως το απόλυτο κακό οδηγεί σε μια σύγκρουση η οποία είναι συνηθισμένη και κλισέ. Μια συνταγή όπου λειτουργεί εμπορικά πάντοτε. Όμως σε έναν βαθμό το ενδιαφέρον μας χάνεται.
Σκηνοθετικά μοιάζει στην πλειοψηφία να λειτουργεί ακαδημαϊκά. Έχουμε εγκαθίδρυση χώρου και χρόνου. Λειτουργεί σε διάφορες σκηνές με master shot. Το μοντάζ είναι κυρίως ρυθμικό και κάποιες φορές μοιάζει να γίνεται χρήση και υπερτονικού μοντάζ. Ο σκηνοθέτης αποφασίζει, ενώ λειτουργεί ακαδημαϊκά, να σπάει άξονα και εκεί λειτουργεί έντονα η δραματουργία.
Η εισαγωγή της ταινίας είναι δυναμική. Σε βάζει μέσα στην ταινία έντονα και σου κινεί το ενδιαφέρον να δεις την συνέχεια της. Κάνει το λάθος να θέλει να τα εξηγεί όλα χωρίς να αφήνει ένα μυστήριο στον αέρα και αυτό έρχεται κόντρα στην όμορφη εισαγωγή της.
Μια ταινία η οποία καταφέρνει αυτό που ήθελε . Να μην βαρεθείς και να νιώθεις συνεχώς φόβο και αγωνία για το τι έρχεται μετά.