Η Γκάνα επιβεβαίωσε και επίσημα την εμφάνιση δύο κρουσμάτων του ιού Μάρμπουργκ, μιας άκρως μολυσματική ασθένεια παρόμοιας με τον Έμπολα, αφού προκαλεί μια μορφή αιμορραγικού πυρετού.
Οι υπηρεσίες υγείας της χώρα προχώρησαν σε σχετικές ανακοινώσεις αφού δύο άτομα που πέθαναν στη συνέχεια βρέθηκαν θετικά στον ιό.
Τα διαγωνιστικά τεστ πραγματοποιήθηκαν στις 10 Ιουλίου αλλά τα αποτελέσματα έπρεπε να επαληθευτούν από ειδικό εργαστήριο στη Σενεγάλη για να θεωρηθούν επιβεβαιωμένα τα κρούσματα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
″Περαιτέρω εξετάσεις στο Ινστιτούτο Παστέρ στο Ντακάρ της Σενεγάλης επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα”, ανέφερε σε δήλωση η Υπηρεσία Υγείας της Γκάνας (GHS).
Το GHS εργάζεται για να μειώσει τον κίνδυνο εξάπλωσης του ιού και τα μέτρα περιλαμβάνουν την απομόνωση όλων των επαφών των θυμάτων που έχουν εντοπιστεί. Μέχρι στιγμής πάντως, καμία εξ αυτών δεν παρουσιάζει συμπτώματα.
Σημειώνεται πως πρόκειται για το δεύτερο ξέσπασμα του ιού Μάρμπουργκ στη Δυτική Αφρική.
Το πρώτο κρούσμα του ιού στην περιοχή εντοπίστηκε πέρυσι στη Γουινέα, χωρίς όμως να καταγραφούν άλλα.
″Οι υγειονομικές αρχές (της Γκάνας) ανταποκρίθηκαν γρήγορα, προετοιμαζόμενες για μια πιθανή εκδήλωση επιδημίας. Αυτό είναι καλό γιατί χωρίς άμεση και αποφασιστική δράση, ο ιός αυτός μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τον έλεγχο”, δήλωσε ο Ματσιντίσο Μοέτι, Περιφερειακός Διευθυντής του ΠΟΥ για την Αφρική.
Οι δύο ασθενείς στην περιοχή Ασάντι της νότιας Γκάνας εμφάνισαν συμπτώματα όπως διάρροια, πυρετό, ναυτία και έμετο, πριν τελικά πεθάνουν στο νοσοκομείο, όπως δήλωσε ο ΠΟΥ.
Από το 1967 έχουν καταγραφεί συνολικά 12 σοβαρά κρούσματα του ιού Μάρμπουργκ στην νότια και ανατολική Αφρική.
Τα ποσοστά θνησιμότητας κυμαίνονταν από 24% έως 88% σε προηγούμενα κρούσματα, ανάλογα με το στέλεχος του ιού και τη διαχείριση κρουσμάτων, σύμφωνα με τον ΠΟΥ.
Ο ιός μεταδίδεται στους ανθρώπους από φρουτοφάγες νυχτερίδες -που είναι ξενιστές του ιού- και εξαπλώνεται μεταξύ των ανθρώπων μέσω της άμεσης επαφής με τα σωματικά υγρά όσων έχουν μολυνθεί, με το άγγιγμα επιφανειών και αντικειμένων.
Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του ΠΟΥ, η ασθένεια αρχίζει απότομα, με δυνατούς πονοκεφάλους και έντονη αδιαθεσία. Πολλοί ασθενείς παρουσιάζουν έντονα αιμορραγικά συμπτώματα μεταξύ της πέμπτης και της έβδομης ημέρας. Η μετάδοσή του γίνεται μέσω άμεσης επαφής με το αίμα, τα σωματικά υγρά και τον ιστό μολυσμένων ατόμων, καθώς και από τη διαχείριση αρρώστων ή νεκρών μολυσμένων ζώων (πίθηκοι, νυχτερίδες).