Το θηριώδες του ανάστημα έλεγες πώς συναγωνιζόταν την, συνήθως υπερμεγέθη, φωτογραφική του μηχανή με τον προτεταμένο φακό, τα εξαρτήματα του οποίου συνέχεια άλλαζε προσθέτοντας ή αφαιρώντας κάτι που έβρισκε ή έχωνε στη συνοδευτική τσάντα με τα τεράστια δάχτυλά του.
Ο «φωτογράφος των διασημοτήτων», Λάκης Γιακουμής, που έφυγε από τη ζωή έχοντας εισαχθεί από τις 17 Αυγούστου στην εντατική μονάδα του Θριάσιου Γενικού Νοσοκομείου καθώς ένα μικρόβιο που ανησύχησε τους οικείους του τελικά αποδείχτηκε μοιραίο, αφήνει πίσω του μια ολόκληρη εποχή. Τη «χρυσή» εποχή των γυαλιστερών περιοδικών και των «κοσμικών» στηλών - τότε που δεν υπήρχαν σόσιαλ μήντια για να κυκλοφορούν ευρέως στιγμιότυπα κοινωνικής ευτυχίας που ξεχείλιζε τις εποχές προ κορονοϊού και κρίσης. Αλλά και την «μπέσα» ενός χαρακτήρα που μπορεί να μην σήκωνε μύγα στο σπαθί του αλλά είχε βαθιά ευγένεια, απόλυτη εχεμύθεια και το λόγο του συμβόλαιο.
Ισως γι′ αυτό ο Λάκης Γιακουμής έγινε πλήρως αποδεκτός από μια κοινωνική κάστα που κινούνταν από τα σαλέ του Gstaad Palace μέχρι το Remezzo της αγαπημένης του Μυκόνου κι από το Grosvenor και τους χορούς του Greek Orthodox Charity του Λονδίνου ως τη Μεγάλη Βρεταννία της Αθήνας. Καλοντυμένος (υπέροχο το μπλε του μπλέιζερ με τα γυαλιστερά κουμπιά), μυρωδάτος και προσηνής βρισκόταν εκεί, στα πιο πριβέ σαλόνια κι είχε τον τρόπο του να στήνει εφοπλιστές, επιχειρηματίες και τζετ σέτερς σε παράταξη στο φακό του. «Φωτογράφιζα ό,τι ήθελα κι όποτε ήθελα. Πέρασαν πολλοί από τα μάτια μου κι από το φακό μου», θα πει σε εκπομπή στο Open χρόνια αργότερα.
Αν είχε μιλιά να μιλήσει, ο φακός του Λάκη θα έλεγε πολλά για τα λαμπερά eighties και ninties αλλά και για θρύλους παλαιότερων εποχών. Από τον Αριστοτέλη, τον Αλέξανδρο Ωνάση και τον Σταύρο Νιάρχο, ως την Σοράγια κι από την Κλαούντια Καρντινάλε, τον Ντέμη Ρούσο και τον Χουάν Κάρλος ως την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Παλόμα Πικάσο, τον Γιουλ Μπρίνερ και την τέως ελληνική βασιλική οικογένεια που πέρασαν από μπροστά του. Κανένας δεν μπορούσε να πει όχι σ′ αυτό τον «αγαθό γίγαντα» με τον χαρακτηριστικό μούσι, γέννημα Κρήτης αλλά θρέμμα Πειραιά.
Με πατέρα από τα Ανώγεια Κρήτης και μητέρα τιμηθείσα από τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό για την δράση της στα συσσίτια των όσων δοκιμάστηκαν από την πείνα τα χρόνια της Κατοχής, ο Λάκης Γιακουμής έκανε σχολείο στο 1ο Πειραιά όπου οι αγωνιστές της Επανάστασης στους τοίχους του άφησαν το δικό τους αποτύπωμα. Κάπως έτσι θα πρέπει δεσμεύτηκε να ξανασυναντηθεί με εκείνους τους ήρωες των παιδικών του χρόνων όταν σε ωριμότερη φάση οι συνθήκες του επέτρεπαν να τους ανταποδώσει την μαγεία που εξέπεμπαν. Εργο το οποίο δούλευε με πάθος τα τελευταία χρόνια ήταν το λεύκωμα με αφορμή την επέτειο των 200 ετών από την Έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, στο οποίο προσπάθησε να μεταφέρει στη σύγχρονη εποχή –και με τα σύγχρονα μέσα τεχνολογίας- κάποιες στιγμές από εκείνη την εποχή, «συστήνοντας» στο κοινό την ελληνική ιστορία μέσα από τον λαογραφικό πλούτο των παραδοσιακών ενδυμασιών. Σ′ συνέβαλε ιδιαίτερα με παραδοσιακές φορεσιές ο ράφτης Νίκος Πλακίδας από την Κατοχή Μεσολλογίου κι ο Σπύρος Κατσίρας του συλλόγου «Ελληνομνήμονες» από την Καλαμάτα. Κι ο Λάκης με τον γνωστό, αφοπλιστικό τρόπο του έπεισε βουλευτές, αντιδημάρχους και δημοτικούς συμβούλους , καλλονές των εποχών που μεσουρανούσε στον τύπο, δημοσιογράφους και δεκάδες ανώνυμους εθελοντές και κομπάρσους να γίνουν μοντέλα και να ποζάρουν στο φακό του με παραδοσιακές φορεσιές. Φωτογραφίσεις πολλές από τις οποίες έγιναν σε ακραίες συνθήκες ζέστης όπως στο Μεσολόγγι με 42 και βάλε βαθμούς Κελσίου όπως είχε πει στον συνάδελφο, Δημήτρη Λυμπερόπουλο. «Οι άνθρωποι που συμμετείχαν δοκιμάστηκαν από τις ψηλές θερμοκρασίες. Οταν τελείωσε η φωτογράφηση μου είπαν ότι το έκαναν για μένα. Αυτή ήταν η πληρωμή τους. Τους ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου για την τιμή που μου έκαναν και για την υπομονή τους», είχε πει ο ίδιος.
Ο Λάκης Γιακουμής από μικρό παιδί αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις συνθήκες του Πειραιά κι έψαχνε τι θα κάνει. Οπως έχει πει, το ένστικτο τον οδήγησε στη φωτογραφία ήδη από 14 ετών. Δεκαπέντε χρονών στη Μεγάλη Βρετανία κάλυψε την πρώτη του δεξίωση με οικοδεσπότη τον Δημήτρη Καρέλλα.
Η γνωριμία του με τον δημοσιογράφο, συγγραφέα και αστυγράφο, Ζάχο Χατζηφωτίου αποδείχτηκε καθοριστικής σημασίας για την μετέπειτα πορεία του. Ο Ζάχος Χατζηφωτίου ήταν εκεί σ′ αυτή τη δεξίωση. «Ελα από το γραφείο να τα πούμε», του είπε. Και στην πρώτη τους επαγγελματική συνάντηση τον συμβούλεψε: «Να είσαι συνεπής με τη δουλειά σου κι όλα θα πάνε καλά». Ο Λάκης Γιακουμής συνδέθηκε με τον Ζατζηφωτίου ως ο φωτογράφος της ιστορικής στήλης «Ιακχος» που ο πρώτος παρουσίαζε στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Κάπως έτσι μπήκαν τα θεμέλια μιας διαδρομής στην πορεία της οποίας απαθανάτισε έναν «κόσμο - σύννεφο», όπως ο ίδιος έχει πει.
Από τους πρώτους του εργοδότες ήταν κι ο φωτογράφος Μεγαλοοικονόμου μαζί με τον οποίο βρέθηκε για πρώτη φορά στην Μύκονο το 1969, τη χρονιά που άνοιξε τις πόρτες του το θρυλικό gay bar Pierros. «Η πρώτη που θυμάμαι ήταν η πριγκίπισσα Σοράγια με τουρμπάν και ένα ζευγάρι τεράστια μαύρα γυαλιά. Ερωτεύθηκα αμέσως τη Μύκονο όχι μόνο για τους κοσμικούς της αλλά και για τον καθημερινό, απλό κόσμο. Κόλλησα μάλιστα και κατέβαινα και τον χειμώνα», έχει σημειώσει στην εφημερίδα Τα Νέα ο Λάκης Γιακουμής με αφορμή έκθεση 30 ετών φωτογραφιών του από το νησί στη Δημοτική του Πινακοθήκη, μεταξύ των οποίων τοπίων του νησιού που πια έχει αλλάξει εντελώς. «Θυμάμαι την Παλόμα Πικάσο να γλείφει τα δάχτυλά της από το φαγητό του Φιλιππή, τον Νουρέγιεφ στο Remezzo του Μάκη Ζουγανέλη, τον Γιουλ Μπρίνερ και τόσους άλλους. Νομίζω πως ακόμη και σήμερα η Μύκονος δεν έχει χάσει την ψυχή της. Είναι ερωτική, πολύβουη. Κοιμάσαι, τρως, διασκεδάζεις ό,τι ώρα θες. Φωτογράφισα όλους τους VIPs αλλά πάνω απ’ όλα τους απλούς Μυκονιάτες, τα γλέντια τους, τα πανηγύρια τους», έχει πει στήνοντας μια νησίδα μνήμης με παλιές εκκλησίες, τοπικούς μουσικούς (τσαμπουνιέρηδες), και παραλίες παράλληλα με τα «κοσμικά» του πορτρέτα.
«Ο Λάκης Γιακουμής είναι φωτογράφος του διεθνούς τζετ σετ αλλά, πολλές φορές, την ώρα που στον φακό του πόζαραν βασιλιάδες, πρίγκιπες και μεγαλοεπιχειρηματίες, το δικό του μυαλό ταξίδευε αλλού…», έχει πει ακόμα ο ίδιος για τον εαυτό του. «Αυτό το αλλού ήταν στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, τότε που στα πεδία της μάχης δεν υπήρχαν φωτογράφοι – εξάλλου η πρώτη αποτύπωση φωτογραφίας απευθείας σε ”θετικό” έγινε το 1826. Τότε, περιηγητές, με ταλέντο στη ζωγραφική, αποτύπωσαν κάποιες από τις ηρωικές στιγμές και μορφές της ιστορίας μας».
Μακάρι η ακάματη σύντροφος της ζωής του, Πόπη, να ολοκληρώσει το έργο του.
Η κηδεία του Λάκη Γιακουμή θα γίνει την ερχόμενη Τρίτη στις 12.30 στο νεκροταφείο Σχιστού.