Ο πολιτισμός των Ετρούσκων άνθισε κατά την περίοδο της Εποχής του Σιδήρου στην κεντρική Ιταλία, και παρουσίαζε ανέκαθεν έντονο ενδιαφέρον για ιστορικούς, αρχαιολόγους και κάθε είδους μελετητές, από πολύ παλιά ακόμα: Οι ικανότητές τους στη μεταλλουργία ήταν θαυμαστές, ενώ η γλώσσα τους (μη ινδο-ευρωπαϊκή, η οποία έχει πλέον εξαφανιστεί) τους έκανε να ξεχωρίζουν από τους γείτονές τους, κάτι που προκαλούσε έντονες διαφωνίες μεταξύ ιστορικών, από την εποχή του Ηροδότου ακόμα.
Επιστήμονες από τη Γερμανία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, τη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο πραγματοποίησαν έρευνα που επιχειρεί να ρίξει φως στην προέλευση και την κληρονομιά των Ετρούσκων, αξιοποιώντας γενετικά δεδομένα από 82 άτομα, προερχόμενα από την κεντρική και τη νότια Ιταλία κατά το χρονικό διάστημα από το 800 πΧ μέχρι το 1000 μΧ. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν πως οι Ετρούσκοι, παρά τα ιδιαίτερα πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά, είχαν στενή συγγένεια με τους γείτονές τους στην περιοχή, με την έρευνα να υποδεικνύει σημαντικές γενετικές μεταβολές που σχετίζονταν με ιστορικά γεγονότα.
Με τη χαμένη γλώσσα τους να έχει αποκωδικοποιηθεί μόνο εν μέρει, τα περισσότερα που ήταν αρχικά γνωστά προέρχονται από τους σχολιασμούς Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων. Μία υπόθεση για την προέλευσή τους (αυτή την οποία προτιμά ο Ηρόδοτος) υποδεικνύει την επιρροή αρχαίων ελληνικών πολιτιστικών στοιχείων προς υποστήριξη της θέσης ότι οι Ετρούσκοι κατάγονταν από φύλα προερχόμενα από το Αιγαίο ή την Ανατολία. Άλλη μία, την οποία υποστηρίζει ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, είναι πως οι Ετρούσκοι εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν στην εν λόγω περιοχή από τον πολιτισμό της Βιλανόβα (Εποχή του Χαλκού), και ως εκ τούτου ήταν αυτόχθονες.
Αν και η επικρατούσα άποψη σήμερα μεταξύ των αρχαιολόγων είναι πως οι Ετρούσκοι ήταν τοπικής προέλευσης, η έλλειψη αρχαίου DNA από την περιοχή δυσκολεύει τις γενετικές έρευνες. Η παρούσα μελέτη, που αξιοποιεί αρχαία γενετικά δεδομένα από ένα χρονικό διάστημα περίπου 2.000 ετών, προερχόμενα από 12 αρχαιολογικούς χώρους, δίνει απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων για την προέλευση των Ετρούσκων, χωρίς να παρουσιάζει στοιχεία για μετακινήσεις πληθυσμών από την Ανατολία. Στην πραγματικότητα, οι Ετρούσκοι φαίνεται πως μοιράζονταν το γενετικό προφίλ των Λατίνων που ζούσαν στη γειτονική Ρώμη, με μεγάλο ποσοστό των γενετικών τους προφίλ να προέρχεται από φύλα της στέπας που κατέφθασαν στην περιοχή κατά την Εποχή του Χαλκού.
Λαμβάνοντας υπόψιν πως πληθυσμιακές ομάδες που σχετίζονταν με τα φύλα της στέπας ευθύνονταν πιθανότατα για την εξάπλωση των ινδο-ευρωπαϊκών γλωσσών που ομιλούνται πλέον ανά τον κόσμο από δισεκατομμύρια ανθρώπους, η «επιμονή»/ αντοχή της μη ινδοευρωπαϊκής ετρουσκικής γλώσσας αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και ακόμα ανεξήγητο φαινόμενο που χρήζει περαιτέρω μελέτης.
«Η γλωσσική αντοχή, σε συνδυασμό με γενετικά στοιχεία, αμφισβητεί απλές υποθέσεις πως γονίδια ίσον γλώσσες, και υποδεικνύει ένα πιο πολύπλοκο σενάριο, που μπορεί να περιελάμβανε την ενσωμάτωση πρώιμων ιταλόφωνων από την ετρουσκική γλωσσική κοινότητα, πιθανώς κατά τη διάρκεια μιας παρατεταμένης περιόδου μείξης, τη 2ης χιλιετία πΧ» λέει ο Ντέιβιντ Καραμέλι, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.
Παρά κάποια άτομα προέλευσης από την ανατολική Μεσόγειο, τη βόρεια Αφρική και την κεντρική Ευρώπη, η σχετιζόμενη με τους Ετρούσκους γενετική δεξαμενή παρέμεινε σταθερή για τουλάχιστον 800 χρόνια, κατά τη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου και της περιόδου της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Η έρευνα δείχνει, ωστόσο, πως κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην κεντρική Ιταλία έλαβε χώρα μια μεγάλης κλίμακας γενετική αλλαγή, ως αποτέλεσμα μείξης με πληθυσμούς της ανατολικής Μεσογείου (κάτι που πιθανότατα περιελάμβανε δούλους και στρατιώτες που μετακινούνταν ανά την αυτοκρατορία).
«Η γενετική αυτή μεταβολή απεικονίζει ξεκάθαρα τον ρόλο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις μεγάλης κλίμακας μετατοπίσεις ανθρώπων σε μια περίοδο κοινωνικοοικονομικής και γεωγραφικής κινητικότητας» λέει ο Γιόχαν Κράουζε, διευθυντής του Ινστιτούτου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ.
Εξετάζοντας τον πρώιμο Μεσαίωνα, οι ερευνητές ήταν σε θέση να εντοπίσουν βορειοευρωπαϊκές καταγωγές ανά την ιταλική χερσόνησο μετά την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτό δείχνει πως Γερμανοί μετανάστες (μεταξύ των οποίων άτομα που σχετίζονταν με το βασίλειο των Λογγοβάρδων) πιθανότατα επηρέασαν σημαντικά τη γενετική σύνθεση της κεντρικής Ιταλίας.
Σε περιοχές της Τοσκάνης, του Λατίου (Λάτσιο) και της Λουκανίας (Μπαζιλικάτα) η γενεαλογία του πληθυσμού παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ίδια/ συνεχής μεταξύ του πρώιμου Μεσαίωνα και του σήμερα, υποδεικνύοντας πως η κύρια γενετική δεξαμενή των σημερινών κατοίκων της κεντρικής και της νότιας Ιταλίας σχηματίστηκε τουλάχιστον 1.000 χρόνια πριν.