Παρακολουθώντας, καθημερινά, από τα ποικίλα μέσα ενημέρωσης την σκληρή εικόνα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, εγείρονται ερωτήματα, αναφορικά με τα συμβαίνοντα στην Ουκρανία, πριν από τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου. Σε τούτη την ευρύτερη αναζήτηση των αιτιών που οδήγησαν στην απευκταία διπλωματική αποτυχία, ανάμεσα στο Κιέβο και το Κρεμλίνο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ρωσο-ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα· ένα ιστορικό πεδίο, που αποτυπώνει ανάγλυφα το κλίμα μεταξύ των δυο χωρών, ενώ, παράλληλα, αποτέλεσε προέκταση της γενικότερης διένεξης της Ρωσίας με τη Δύση στην Ανατολική Ευρώπη.
Αν ανατρέξει κανείς στο παρελθόν που διέπει την εν λόγω διαμάχη, θα συνειδητοποιήσει ότι ενυπάρχει ένα αξιοσημείωτο ιστορικό βάθος στο συγκεκριμένο πεδίο. Αρχικά, είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι καθοριστικός ρυθμιστικός παράγοντας στις θεσμικές σχέσεις ανάμεσα στις δυο εκκλησίες υπήρξε -όπως ήταν φυσικό- το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, καθώς συνιστά το τελευταίο οργανικό σώμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στον σύγχρονο κόσμο.
Το Φανάρι λογίζεται ως το πιο σημαντικό εκκλησιαστικό - διοικητικό κεντρο, παγκοσμίως, μεταξύ των δεκαπέντε Εκκλησιών του ορθόδοξου χριστιανισμού. Μέσα από τη διοικητική ευελιξία των ’millet’ (θρησκευτικών κοινοτήτων) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Πατριαρχείο επιβίωσε, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), αλλά ως θρησκευτική μειονότητα (’Rum-millet’) εντός των γεωγραφικών ορίων του τότε ’dar-al-Islam’ (οίκου του Ισλάμ) (Quataert, 2006; İnalcık, 1995). Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Μόσχας κατέστη δημογραφικά η πιο «ισχυρή» Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία σε χριστιανικό έδαφος. Αυτός ο μετασχηματισμός δημιούργησε τις προϋποθέσεις, ώστε το Πατριαρχείο της Μόσχας να διεκδικήσει τα πρωτεία στη διοίκηση του ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου (Smolkin, 2019).
Επιπρόσθετα, η Εκκλησία της Μόσχας συγκροτήθηκε το 988 μ.Χ., κατά την περίοδο που το μεσαιωνικό (φεουδαρχικό) κράτος των Ρως του Κιέβου έθεσε τον χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία του. Αυτή η εξέλιξη αφορούσε τους χριστιανικούς πληθυσμούς, οι οποίοι εκτείνονταν από τα εδάφη της ευρωπαϊκής Ρωσίας, μέχρι τη Λευκορωσία και την Ουκρανία. Γεωγραφικά, η Ουκρανία βρέθηκε ανάμεσα σε δυο κομβικές θρησκευτικές περιφέρειες του ευρασιατικού χώρου. Υπήρξε σύνορο μεταξύ της δυτικής και της ανατολικής χριστιανοσύνης. Ύστερα από την προέλαση των Μογγόλων κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα, το Κίεβο τοποθετείτο δυτικά της ορθόδοξης Ρωσίας και ανατολικά της καθολικής Πολωνίας και Λιθουανίας (Smolkin, 2019).
Τέσσερις αιώνες μετά, η άνθιση της τυπογραφίας, κατά τον 17ο αιώνα, ταξίδεψε κείμενα του καλβινισμού στην περιοχή. Οι νέες συνθήκες επαγρύπνησαν τον μητροπολίτη του Κιέβου (επιφανή θεολόγο της εποχής στα Βαλκάνια), Πέτρο Μοβίλα, από τον κίνδυνο ενός προσηλυτισμού των ορθοδόξων Ουκρανών προς τον προτεσταντισμό (Castellan, 1991: 264). Σ’ αυτό το πνεύμα, το Φανάρι, θεωρώντας πως απειλείται ο ορθόδοξος ουκρανικός πληθυσμός από τις δυτικές επιρροές των καθολικών Πολωνών, επιστράτευσε το ανατολικά εγγύτερο ορθόδοξο πατριαρχείο από το Κιέβο, καθιστώντας την Εκκλησία του Κιέβου υφιστάμενη του Πατριαρχείου της Μόσχας κατά το 1686 (Smolkin, 2019).
Μ’ αυτό τον τρόπο η ορθόδοξη ρωσική εκκλησία μπορούσε να ελέγχει και να ρυθμίζει τα πράγματα στην περιοχή. Στα επόμενα χρόνια, η Μόσχα χρησιμοποίησε εργαλειακά το προαναφερθέν ιστορικό παράδειγμα, επιθυμώντας να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη στα εκκλησιαστικά θέματα της Ουκρανίας. Μέχρι και σήμερα, η ρωσική εκκλησία θέτει τους δικούς της όρους σε νεότερες θεολογικές αναγνώσεις της για το εκκλησιαστικό δίκαιο, σε σχέση με την πρωτεύουσα θέση του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης στην ηγεσία των ανατολικών ορθοδόξων Εκκλησιών. Ένα ζήτημα που ενδημεί, ιδιως, στη σύγχρονη συγκυρία, έπειτα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τον νέο ρόλο που επιθυμούσε να αναλάβει στην Ανατολική Ευρώπη η Ρωσική Ομοσπονδία.
Όπως είναι γνωστό, μετά το 1991, σημειώθηκαν τεκτονικοί γεωπολιτικοί μετασχηματισμοί στον ευρασιατικό χώρο, καθώς αναδύθηκαν ανεξάρτητα εθνικά κράτη, τα οποία ανήκαν κατά το παρελθόν στη διευρυμένη περιφέρεια της ΕΣΣΔ. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και το κράτος της Ουκρανίας. Απόρροια της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν ο θρησκευτικός χαρακτήρας των νεοσύστατων εθνικών κρατών. Στη διαμορφούμενη ταυτότητα της μετά-σοβιετικής Ρωσίας -αλλά και της Ουκρανιας- δομικό πολιτιστικό χαρακτηριστικό απέβη το πέρασμα από τον αθεϊσμό στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη (Πανόπουλος, 2021). Σ’ αυτή την αλλαγή, η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας στόχευσε και πάλι στη διεκδίκηση μιας θέσης ισχύος έναντι των εκκλησιών στα Βαλκάνια, ασκώντας μία παρεμβατική θρησκευτική διπλωματία.
Στην ουκρανική περίπτωση, συγκροτήθηκαν, κατά την εκπνοή του εικοστού αιώνα, δυο εκκλησίες: η «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας - Πατριαρχείο Μόσχας» (UOC-MP), η οποία προσανατολίστηκε στη διοίκηση της ρωσικής εκκλησίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας - Πατριαρχείο Κιέβου» (UOC-KP), ένα σώμα που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των πιστών στην Ουκρανία, ενώ ο Μητροπολίτης Φιλάρετος απέκτησε ηρωικές διαστάσεις το 1992, ύστερα από την απόφασή του να αποσχιστεί από την επιτήρηση της Μόσχας και να θεμελιώσει το συγκεκριμένο εκκλησιαστικό σώμα. Παράλληλα, επανασυστήθηκε, (η ιδρυθείσα από τη δεκαετία του 1920) «Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία» (UAOC). Οι δυο τελευταίες ήταν στραμμένες στη σύσταση μίας αυτοκέφαλης εθνικής εκκλησίας, απομακρυσμένης από τη σκιά του ρωσικού πατριαρχείου (Πανόπουλος, 2021: 25).
Τέλος, στον εικοστό πρώτο αιώνα, η διαφορά ανάμεσα στις δυο γειτονικές εκκλησίες κορυφώθηκε, με σημαντικές προεκτάσεις στη σχέση μεταξύ των μητροπόλεων και των πατριαρχείων στις περιοχές των ανατολικών ορθοδόξων. Τα μέλη των δυο εθνικών εκκλησιών της Ουκρανίας χαρακτηρίζονταν σχισματικά από το Πατριαρχείο της Μόσχας.
Απότοκο της ρωσικής εισβολής στην Κριμαία (2014) ήταν η απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου να απονείμει την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας τον Ιανουάριο 2019 (Τάισε, 2019). Φυσικό επακόλουθο, ήταν η σκληρή θέση που πήρε το στενό περιβάλλον του Πούτιν και, προφανώς, ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος έναντι του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Παρά τις ρωσικές παρεμβατικές προσπάθειες εντός των εκκλησιαστικών κύκλων, την απόφαση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης υιοθέτησαν οι εκκλησίες της Ελλάδας, της Κύπρου, της Ρουμανίας, της Ρουμανιας και της Βουλγαρίας, καθώς αναγνώρισαν την αυτοκεφαλία της ουκρανικής εκκλησίας (ΤΑ ΝΕΑ, 2020).
Όλα τα παραπάνω στοιχειοθετούν εν συντομία το πλαίσιο των αινιγματικών σχέσεων, που μηχανορραφήθηκαν μεταξύ των εκκλησιών της Ουκρανίας και της Ρωσίας στο ιστορικό παρελθόν, ως συνέπεια της πολιτικής διένεξης μεταξύ των δυο χωρών. Δυο λαών, οι οποίοι -δυστυχώς πια- συμβολίζουν εν όπλοις τη σύγκρουση δυο διαφορετικών κόσμων.
References
Εμφύλιος στην Ορθοδοξία με αφορμή την Αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας - ΤΑ ΝΕΑ. (2020, Φεβρουαρίου 3). Τα Νέα. https://www.tanea.gr/2020/02/03/world/emfylios-stin-orthodoksia-me-aformi-tin-aytokefalia-tis-oukranikis-ekklisias/
Τάισε, Ό. (2019, Ιανουαρίου 8). Μήλον της έριδος η αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας. Deutsche Welle. https://p.dw.com/p/3BBAb
Πανόπουλος, Η. (2021, Δεκέμβριος). Διπλωματική Εργασία «Αναλύστε την Ουκρανική κρίση (2014-σήμερα)». Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/26352/4/PanopoulosIliasMsc2021.pdf
Castellan, G. (1991). Η Ιστορία των Βαλκανίων από τον 14ο στον 20ο αιώνα (Β. Αλιφέρη, Trans.). Γκοβόστη.
İnalcık, H. (1995). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία: Η Κλασική Εποχή, 1300-1600. Αλεξάνδρεια.
Quataert, D. (2006). Η Οθωμανική αυτοκρατορία: οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922. Αλεξάνδρεια.
Smolkin, V. (2019, February 19). Why a centuries-old religious dispute over Ukraine’s Orthodox Church matters today. The Conversation. Retrieved March 6, 2022, from https://theconversation.com/why-a-centuries-old-religious-dispute-over-ukraines-orthodox-church-matters-today-109768